Τελευταία Νέα
Τραπεζικά νέα

ΤτΕ: Σε χαμηλά επίπεδα οι αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών, παρά την πρόσφατη άνοδο

tags :
ΤτΕ: Σε χαμηλά επίπεδα οι αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών, παρά την πρόσφατη άνοδο
Που οφείλεται το ράλι ανόδου στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά
Οι προσδοκίες για ενισχυμένα θετικά αποτελέσματα χρήσης των ελληνικών επιχειρήσεων και η ανάκαμψη των τραπεζών για το έτος 2018, η συσσώρευση θετικών ειδήσεων κατά το προηγούμενο διάστημα και η προσθήκη νέων, όπως οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του ελληνικού χρέους από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης και οι βελτιούμενοι μακροοικονομικοί και δημοσιονομικοί δείκτες της ελληνικής οικονομίας συνέβαλαν στην άνοδο των ελληνικών μετοχικών αξιών, σύμφωνα με την Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Κλάδου, που εξέδωσε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, θετική εικόνα παρουσίασαν οι επιμέρους μετοχές, με τις τράπεζες να υπεραποδίδουν σημαντικά σε σύγκριση με τις επιχειρήσεις μεγάλης κεφαλαιοποίησης κατά το εξεταζόμενο διάστημα.
Επισημαίνεται όμως ότι οι αποτιμήσεις των μετοχών των ελληνικών τραπεζών και των ελληνικών μετοχών γενικότερα παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η ανάκαμψη των αποτιμήσεων των τραπεζικών μετοχών οφείλεται στη βελτίωση των οικονομικών αποτελεσμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων, στη μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων, στην ανάκαμψη των τιμών των ακινήτων, στην απεξάρτηση των τραπεζών από το μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (Emergency Liquidity Assistance – ELA) και στη βελτίωση του γενικότερου μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
Η άνοδος των τιμών των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών θα μπορούσε να συνεχιστεί υπό την προϋπόθεση διατήρησης της αναπτυξιακής δυναμικής, της δημοσιονομικής σταθερότητας, αλλά και της εφαρμογής πιο αποφασιστικών μέτρων για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Θετικές επίσης επιπτώσεις μπορούν να έχουν η διατήρηση γεωπολιτικής σταθερότητας στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, η πιθανή υποχώρηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους (πρόωρη καταβολή προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο της δόσης του δανείου συνολικού ύψους 3,7 δισεκ. ευρώ) και η αξιοποίηση των επενδυτικών πρωτοβουλιών μέσω του ιδιωτικού τομέα αλλά και μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων (EFSI).
Παρά τις διακυμάνσεις της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς, ο κίνδυνος των ελληνικών τραπεζών από την έκθεσή τους σε μετοχές παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, λόγω του μικρού μεγέθους του χαρτοφυλακίου μετοχών τους.
Συγκεκριμένα, το τραπεζικό σύστημα στις 31.12.2018 κατείχε μετοχές, συμμετοχές, αμοιβαία κεφάλαια και ειδικά προϊόντα (στα χαρτοφυλάκια που αποτιμώνται στην τρέχουσα αξία) συνολικής αξίας 723 εκατ. ευρώ, έναντι 1,34 δισεκ. ευρώ στις 31.12.2017.
Επισημαίνεται ότι οι αποτιμήσεις των μετοχών των ελληνικών τραπεζών και των ελληνικών μετοχών γενικότερα παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Έκθεση του τραπεζικού συστήματος σε Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ)
Η αξία του χαρτοφυλακίου ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, περιλαμβανομένων των εντόκων γραμματίων, που κατέχει το τραπεζικό σύστημα (στα χαρτοφυλάκια που αποτιμώνται στην τρέχουσα αξία) ανήλθε σε 9,95 δισεκ. ευρώ στις 31.12.2018, έναντι 9,4 δισεκ. ευρώ στις 31.12.2017 (βλ. Πίνακα ΙΙΙ.5).
Η έκθεση σε ΟΕΔ δεν θεωρείται σημαντική καθώς το χαρτοφυλάκιο αυτό αντιπροσωπεύει μόλις το 3,9% του συνόλου του ενεργητικού του τραπεζικού συστήματος, έναντι 3,6% στις 31.12.2017, και κατά συνέπεια ο επιτοκιακός κίνδυνος εξακολουθεί να βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα.
Σημειώνεται ότι τα χαρτοφυλάκια που αποτιμώνται σε τρέχουσες αξίες αφορούν τα χαρτοφυλάκια που κατηγοριοποιούνται ως χαρτοφυλάκιο χρηματοοικονομικών μέσων αποτιμώμενων στην εύλογη αξία μέσω λοιπών συνολικών εσόδων (Fair Value Through Other Comprehensive Income - FVTOCI), χαρτοφυλάκιο χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων αποτιμώμενων στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων (Fair Value Through Profit and Loss - FVTPL) και χαρτοφυλάκιο συναλλαγών (Held For Trading - HFT).
Καθοδική πορεία παρουσιάζει η απόδοση των ελληνικών ομολόγων 10ετούς διάρκειας κατά το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του 2018 μέχρι και τον Απρίλιο του 2019. Συγκεκριμένα, ενώ η απόδοση κατέγραψε τοπικό υψηλό το Νοέμβριο του 2018, στη συνέχεια κινήθηκε έντονα πτωτικά, καταγράφοντας τη χαμηλότερη τιμή των τελευταίων 14 ετών.
Καταλυτικό ρόλο στην αποκλιμάκωση της απόδοσης των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου είχαν η βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s και οι επιτυχείς εκδόσεις κρατικών ομολόγων κατά το α΄ τρίμηνο του 2019.
Ειδικότερα, η απόδοση του 10ετούς Ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου κινήθηκε ανοδικά, με διακυμάνσεις, από τις 25.7.2018 μέχρι τις 22.11.2018, καταγράφοντας αύξηση κατά 20,4%, επιβεβαιώνοντας ότι οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, τα οποία δεν έχουν ακόμη αποκτήσει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας, παραμένουν ευμετάβλητες, επηρεαζόμενες σημαντικά από τις αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και την αβεβαιότητα όσον αφορά τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής κα-τεύθυνσης στην οικονομική πολιτική.
Ακολούθως, διαμορφώθηκε σαφής πτωτική τάση, με αποτέλεσμα η απόδοση να υποχωρήσει κατά 28,6% το διάστημα 22.11.2018-15.4.2019, και να διαμορφωθεί στο επίπεδο του 3,28%, που αποτελεί τη χαμηλότερη απόδοση του 10ετούς Ομολόγου Ελληνικού Δημοσίου από το Σεπτέμβριο του 2005, όταν το επιτόκιο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ανερχόταν σε 2%, σε σύγκριση με το αντίστοιχο σημερινό που έχει υποχωρήσει στο 0%.
Κατ’ αντιστοιχία, η απόκλιση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων 10ετούς διάρκειας από τα αντίστοιχα γερμανικά ομόλογα στις 15.4.2019 μειώθηκε σε 3,23%, με την απόδοση των γερμανικών ομολόγων να ανέρχεται σε 0,06%.
Το πιστωτικό περιθώριο (spread) μεταξύ των 10ετών ελληνικών και γερμανικών κρατικών ομολόγων περιορίστηκε κατά 25,6% από τις 20.11.2018 έως τις 15.4.2019.
Παρόλα αυτά, η διαφορά απόδοσης των ελληνικών ομολόγων σε σχέση με την απόδοση των γερμανικών τίτλων, αν και μειώθηκε, παραμένει η υψηλότερη και με μεγάλη απόσταση έναντι των περισσότερων χωρών της Ευρωζώνης.


Έκθεση του τραπεζικού συστήματος σε εταιρικά ομόλογα
Πολύ μικρή παραμένει η αξία των εταιρικών ομολόγων που κατέχει το τραπεζικό σύστημα, η οποία ανήλθε σε 643,64 εκατ. ευρώ στις 31.12.2018, από 634 εκατ. ευρώ στις 31.12.2017 (στα χαρτοφυλάκια που αποτιμώνται στην τρέχουσα αξία).
Κατά συνέπεια, πολύ μικρός εξακολουθεί να είναι ο επιτοκιακός κίνδυνος των εταιρικών ομολόγων για το τραπεζικό σύστημα.

ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ
Το 2018 διατηρήθηκε η ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζικών ομίλων.
Μεικτές τάσεις παρατηρήθηκαν στην αποδοτικότητα, με μείωση της λειτουργικής κερδοφορίας, αλλά καταγραφή οριακών κερδών πριν από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες.
Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, παραμένει σε ικανοποιητικό επίπεδο παρά τη μικρή υποχώρηση των σχετικών δεικτών.

ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ
Το 2018 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν ζημίες μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 81 εκατ. ευρώ, σημαντικά μειωμένες έναντι του 2017 (474 εκατ.)
Ειδικότερα, τα καθαρά έσοδα από τόκους μειώθηκαν κατά 13,5% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, καθώς τα έσοδα από τόκους μειώθηκαν ταχύτερα από τα έξοδα για τόκους.
Τα έσοδα από τόκους επηρεάστηκαν αρνητικά από την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των εκτοκιζόμενων υπολοίπων των δανείων, τη συνεχιζόμενη απομόχλευση του ενεργητικού των τραπεζών, καθώς και τη σταδιακή μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων.
Η υποχώρηση των εξόδων για τόκους οφείλεται κυρίως στη μείωση της χρηματοδότησης από το μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (Emergency Liquidity Assistance – ELA). Ως αποτέλεσμα, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο μειώθηκε κατά 29 μονάδες βάσης το 2018 σε σχέση με το 2017 και διαμορφώθηκε στο 2,3%.
Ωστόσο, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών παραμένει σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των μεσαίου μεγέθους τραπεζικών ομίλων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Τα καθαρά έσοδα από μη τοκοφόρες εργασίες ενισχύθηκαν κατά 27% σε ετήσια βάση.
Στην αύξηση αυτή καθοριστική ήταν η συμβολή του υπερδιπλασιασμού των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις, κυρίως από κέρδη που προέκυψαν από το χαρτοφυλάκιο ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου.
Επίσης, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες ενισχύθηκαν κατά 5,5% λόγω, μεταξύ άλλων, της αυξημένης χρήσης καρτών πληρωμών και διάθεσης επενδυτικών προϊόντων.
Τα λειτουργικά έξοδα σημείωσαν οριακή μείωση κυρίως λόγω της μικρής υποχώρησης των γενικών διοικητικών εξόδων και, σε μικρότερο βαθμό, λόγω της περαιτέρω συρρίκνωσης του προσωπικού και του δικτύου καταστημάτων.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω σημειώθηκε σημαντική υποχώρηση των λειτουργικών κερδών το 2018, γεγονός που επηρέασε δυσμενώς και το δείκτη αποτελεσματικότητας (λόγος λειτουργικών εξόδων προς έσοδα) των ελληνικών τραπεζών.
Ο δείκτης αυτός, ωστόσο, παραμένει σε επίπεδο χαμηλότερο έναντι του μέσου όρου των μεσαίου μεγέθους τραπεζικών ομίλων στην ΕΕ.
Σημαντική εξέλιξη αποτελεί η αποκλιμάκωση του κόστους του πιστωτικού κινδύνου14 σε 210 μονάδες βάσης το 2018 καθώς οι τράπεζες σχημάτισαν προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο μειωμένες κατά 32,9% σε σχέση με το 2017.
Η μείωση αυτή αντανακλά τις αυξημένες προβλέψεις που είχαν σχηματιστεί το 2017 εξαιτίας της πρώτης εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9, την πρόοδο που έχει συντελεστεί στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς και τη βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
Ωστόσο, το 2018 οι λοιπές ζημίες απομείωσης αυξήθηκαν, ό-πως και οι μη επαναλαμβανόμενες ζημίες.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, οι τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν οριακά κέρδη προ φόρων, έναντι σημαντικών ζημιών τα προηγούμενα έτη.
Κατά συνέπεια, ο δείκτης αποδοτικότητας του ενεργητικού (ROA) βελτιώθηκε κατά 0,1% και ο αντίστοιχος των ιδίων κεφαλαίων (ROE) των τραπεζικών ομίλων βελτιώθηκε κατά 1% (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διακοπτόμενες δραστηριότητες).
Εντούτοις, για ακόμα μία χρονιά, οι τράπεζες επιβαρύνθηκαν με ζημίες από διακοπτόμενες δραστηριότητες και, παρά τη θετική επίδραση της φορολογίας, κατέγραψαν ζημίες μετά από φόρους.
Όσον αφορά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την κερδοφορία, αυτές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Από την πλευρά τους, οι τράπεζες οφείλουν να επαναπροσδιορίσουν το επιχειρησιακό τους μοντέλο, δίνοντας έμφαση στην ανάκτηση του διαμεσολαβητικού τους ρόλου, στην ανάπτυξη νέων καινοτόμων εργασιών με στόχο τη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων τους, καθώς και στην περαιτέρω μείωση του λειτουργικού τους κόστους.
Στο πλαίσιο αυτό, αποφασιστική σημασία θα έχουν οι προσπάθειες των τραπεζών να επιτύχουν τους νέους συμφωνημένους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς και η ετοιμότητά τους να αξιοποιήσουν τυχόν συστημικές λύσεις

ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ
Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υποχώρησε το 2018 εξαιτίας της σταδιακής εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9 και της καταγραφής ζημιών μετά από φόρους, παραμένοντας, ωστόσο, σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Οι παραπάνω παράγοντες είχαν ως συνέπεια τη μείωση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζικών ομίλων κατά 9,7% το 2018, έναντι μείωσης κατά 3,8% του σταθμισμένου για τον κίνδυνο ενεργητικού.
Κατά συνέπεια, ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση υποχώρησε στο 16,0% το Δεκέμβριο του 2018, από 17,0% το Δεκέμβριο του 2017.
Μεγαλύτερη υποχώρηση εμφάνισε ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) σε 15,3% το Δεκέμβριο του 2018, από 17,0% το Δεκέμβριο του 2017, εξαιτίας της μεγαλύτερης ποσοστιαίας μείωσης του Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (-13,3%).
Η μόχλευση των ελληνικών τραπεζικών ομίλων επίσης επιδεινώθηκε σε σχέση με το 2017 (βλ. Διάγραμμα ΙΙΙ.24) λόγω της σημαντικής μείωσης του Κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 για την περίοδο αυτή σε σχέση με την αντίστοιχη μεταβολή των συνολικών δανείων που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του δείκτη.
Σημειώνεται ότι από την 1η Ιανουαρίου 2019 αυξήθηκε η συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας (combined capital buffer requirement) για τις ελληνικές τράπεζες. Πρώτον, το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου (capital conservation buffer) αυξήθηκε σε 2,5% των σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού (από 1,875%), καθώς ολοκληρώθηκε η μεταβατική περίοδος πλήρους εφαρμογής του.
Δεύτερον, το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας για τα “λοιπά συστημικά σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα” (Other Systemically Important Institutions – O-SII) καθορίστηκε σε 0,25% των σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού για το 2019 και αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά σε 1% έως το 2022.
Ως λοιπά συστημικά σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα έχουν προσδιοριστεί η Άλφα Τράπεζα Α.Ε., η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., η Τράπεζα Eurobank Ergasias A.E. και η Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.
Η συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας αποτελείται από Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1).
Όσον αφορά τις προοπτικές για την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών, γίνεται αντιληπτό ότι τα πιστωτικά ιδρύματα καλούνται μεσοπρόθεσμα να ανταποκριθούν στην αυστηροποίηση του πλαισίου κεφαλαιακών απαιτήσεων λαμβάνοντας υπόψη τη σταδιακή αναγνώριση της επίπτωσης από την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 915, την αναμενόμενη αύξηση του αποθέματος ασφαλείας για τα «λοιπά συστημικά σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα» καθώς και την εφαρμογή των εποπτικών απαιτήσεων για το ελάχιστο επίπεδο προβλέψεων των πιστωτικών ιδρυμάτων (prudential backstop).

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης