Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Ιντστιτούτο ΕΝΑ: H διαμάχη Ευρωπαϊκής Επιτροπής - Ιταλίας και η επιστροφή της λιτότητας

tags :
Ιντστιτούτο ΕΝΑ: H διαμάχη Ευρωπαϊκής Επιτροπής - Ιταλίας και η επιστροφή της λιτότητας
Η περίπτωση της Ιταλίας παρουσιάζει και έντονο ελληνικό ενδιαφέρον
Απ’ ό,τι φαίνεται, η προοπτική μιας ρήξης ανάμεσα στις Βρυξέλλες και τη Ρώμη απομακρύνεται – για την ώρα τουλάχιστον, σύμφωνα με την ανάλυση του Γιάννη Γούναρη για το Ινστιτούτο ΕΝΑ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάνει ένα βήμα πίσω και παρά τις περί του αντιθέτου απειλές δεν προχωρά (ακόμη) στην εκκίνηση της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος εις βάρος της Ιταλίας, η οποία θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει σε κυρώσεις.
Ωστόσο, η επιλογή αυτή παραμένει στο τραπέζι, εφόσον οι Ιταλοί δεν προχωρήσουν σε άμεσες διορθώσεις του προϋπολογισμού.
Στο επίκεντρο της συνεχιζόμενης εδώ και μήνες κρίσης στις σχέσεις Ιταλίας – ΕΕ βρίσκεται η εκτίμηση της Επιτροπής  ότι το θηριώδες ιταλικό δημόσιο χρέος θα ανέλθει στο 135% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 (το δεύτερο υψηλότερο, μετά το ελληνικό), ενώ το έλλειμμα θα αυξηθεί πάνω από το ανώτατο όριο του 3% του ΑΕΠ.
Από ιταλικής πλευράς, ο (τεχνοκράτης) πρωθυπουργός Κόντε εμφανίζεται αποφασισμένος να συμμορφωθεί με τους κανόνες για να αποφύγει τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Το ιταλικό υπουργείο Οικονομικών θα απαντήσει στην αξιολόγηση της Επιτροπής αυτήν την εβδομάδα, και η τελευταία θα επανέλθει μέχρι τις αρχές Ιουλίου με έκθεση προς τα υπουργεία Οικονομικών του νομισματικού μπλοκ σχετικά με το εάν προτίθεται τελικά να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία.
Η όλη κατάσταση περιπλέκεται από την πολωμένη εσωτερική πολιτική σκηνή της Ιταλίας, η κυβέρνηση της οποίας χωρίζεται στους «μετριοπαθείς» , όπως ο Κόντε και ο υπουργός Οικονομικών Τρία, και στους «σκληροπυρηνικούς», με πρώτο φυσικά τον Σαλβίνι, ο οποίος εξέρχεται από έναν θρίαμβο στις ευρωεκλογές και οποιαδήποτε αναμέτρηση με τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών είναι βέβαιο ότι θα τον ενίσχυε ακόμα περισσότερο, βάζοντας τον στον πειρασμό να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές.
Η υπόθεση της συνεχιζόμενης ευρω-ιταλικής διένεξης είναι ήδη αρκετά περίπλοκη και δυνητικά εκρηκτική για το μέλλον της Ευρωζώνης από μόνη της.
Ωστόσο, προκαλεί ακόμη μεγαλύτερο προβληματισμό εάν ιδωθεί όχι ως μεμονωμένη περίπτωση αλλά ως άλλη μία επιβεβαίωση των εκ γενετής παθογενειών της Νομισματικής Ένωσης και της τοξικότητας που προκαλεί η εμμονή της ΕΕ στο δόγμα της λιτότητας, εμμονή που ενδέχεται να αποβεί μοιραία για την ίδια την Ευρωζώνη μακροπρόθεσμα.
Κατά τους μήνες πριν τις ευρωεκλογές του Μαΐου υπήρξε μια συγχορδία δηλώσεων και κινήσεων από κορυφαίους παράγοντες της ΕΕ που αναγνώριζαν την ανάγκη να χαλαρώσει η λιτότητα και να δοθούν γενναίες δημοσιονομικές ενέσεις στις οικονομίες εκείνων των χωρών της Ευρωζώνης που ασφυκτιούν στον στενό κορσέ της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Προφανέστατα, το κίνητρο δεν ήταν άλλο από τη δυσοίωνη προοπτική της ανόδου του λαϊκισμού (εντός και εκτός εισαγωγικών) σε μια σειρά από χώρες της ΕΕ.
Το μήνυμα των Βρυξελλών στους πολίτες ήταν: «Σας ακούμε, καταλαβαίνουμε το μήνυμα, μαζί θα αναζητήσουμε τις λύσεις, δεν είναι διέξοδος ο ευρωσκεπτικισμός». Οι ευρωεκλογές ήλθαν και παρήλθαν, οι προφητείες για την κατάληψη των γυάλινων ανακτόρων της ΕΕ από το μαύρο μέτωπο του λαϊκισμού δεν επαληθεύθηκαν – μολονότι οι εν λόγω δυνάμεις όντως σημείωσαν αύξηση της δυναμικής τους στη νέα Ευρωβουλή.
Και η περίφημη χαλάρωση της λιτότητας παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες.
Με την ευκαιρία, η αναφορά στις ελληνικές καλένδες έρχεται να μας θυμίσει ότι η περίπτωση της Ιταλίας παρουσιάζει και έντονο ελληνικό ενδιαφέρον.
Πριν καν ολοκληρωθεί η καταμέτρηση των ψήφων των ευρωεκλογών, η Επιτροπή εξέδωσε την τρίτη μεταμνημονιακή έκθεση αξιολόγησης για την Ελλάδα, όπου διαπιστώνει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα υπολείπεται του συμφωνημένου στόχου (3,5% ΑΕΠ) τόσο για φέτος όσο και για το 2020. Ο υπολογισμός του ακριβούς ύψους του ελλείμματος παραπέμπεται στον Σεπτέμβριο.
Ωστόσο, εφόσον η Επιτροπή επιμείνει σε αυτές τις εκτιμήσεις, η χώρα θα χρειαστεί να εφαρμόσει ένα σχέδιο «αναζήτησης ισοδυνάμων για να πιάσει τους στόχους».
Την ίδια εκτίμηση κάνει και ο γνωστός μας Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του εξόχως τεχνοκρατικού ESM. Αν όλα αυτά μας θυμίζουν επικίνδυνα εποχές μνημονίου, ο λόγος είναι μάλλον προφανής.  
Το υπαρξιακό ερώτημα για το μέλλον της Ευρωζώνης και της ΕΕ είναι εάν υπάρχει οποιαδήποτε ρεαλιστική προοπτική εξόδου από τον φαύλο κύκλο της λιτότητας. Δεν λείπουν βέβαια οι προτάσεις και οι αναλύσεις που, ορθώς θεωρητικά, εντοπίζουν τη λύση σε μια ριζική μεταρρύθμιση του συνόλου της οικονομικής διακυβέρνησης, πάνω στους άξονες του αναπτυξιακού προσανατολισμού, της αμοιβαιοποίησης των κινδύνων και του χρέους, του θεσμικού εκδημοκρατισμού και της λογοδοσίας. Όπερ έδει δείξαι. Προφανώς, εάν η Ευρωζώνη ήταν ένα δημοκρατικό σύστημα και διέθετε τις δομές μιας αληθινής νομισματικής ένωσης δεν θα είχε τα προβλήματα που έχει.
Ωστόσο, είναι μάλλον πρόδηλο ότι η συγκεκριμένη μορφή και οι συγκεκριμένες πολιτικές είναι εγγενείς και όχι συγκυριακές. Επομένως, ποια είναι η εναλλακτική;
Ο Σαλβίνι επανέρχεται στην ιδέα των mini-BOTs, χρεογράφων μικρής αξίας που θα εκδίδονται για την κάλυψη ληξιπρόθεσμων πληρωμών του Δημοσίου ή με τη μορφή πιστώσεων προς φορολογουμένους που δικαιούνται επιστροφή φόρου, ενώ θα γίνονται, αντιστοίχως, αποδεκτά από το κράτος για πληρωμή φόρων.
Εντούτοις, δεν είναι καθόλου σαφές –μάλλον το αντίθετο– ούτε το εάν οι Ιταλοί εξετάζουν αυτό το ενδεχόμενο σοβαρά, ούτε το πώς μια τέτοια κίνηση, όπως και άλλες ιδέες για δημοσιονομικό νόμισμα που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς, δεν θα ερμηνευόταν αμέσως ως κυκλοφορία παράλληλου νομίσματος, με αποτέλεσμα την ουσιαστική, αν όχι τυπική, διάλυση της Ευρωζώνης.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης