Αναλύσεις – Εκθέσεις

S&P: Η ΕΚΤ πράγματι έχει φτάσει στα όρια της και ο Draghi το γνωρίζει - Το QE δεν θα σταματήσει πριν το 2021

tags :
S&P: Η ΕΚΤ πράγματι έχει φτάσει στα όρια της και ο Draghi το γνωρίζει - Το QE δεν θα σταματήσει πριν το 2021
Οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη οφείλονται στην αδύναμη εξωτερική ζήτηση και στη γεωπολιτική αβεβαιότητα, κάτι που δεν πρόκειται να αλλάξει το πακέτο της ΕΚΤ
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ξεκίνησε για άλλη μια φορά τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Μάλιστα, προτίμησε ένα all-in πακέτο προκειμένου να μεγιστοποιήσει τις επιπτώσεις της πακέτου χαλάρωσης και να τονώσει την οικονομία, κάτι που θα συνεχιστεί τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με τον οίκο Standard & Poor's, ο οποίος σχολιάζει τις πρόσφατες αποφάσεις της ΕΚΤ.
Υπενθυμίζεται εδώ ότι η ΕΚΤ αποφάσισε μείωση κατά 10 μονάδες βάσης στο επιτόκιο καταθέσεων από -0,4% σε -0,5%, ένα νέο πακέτο αγοράς τίτλων 20 δισ. μηνιαίως χωρίς χρονικούς περιορισμούς, ένα σύστημα δύο επιπέδων για τις τραπεζικές καταθέσεις που θα μετριάσει την επίπτωση των χαμηλότερων επιτοκίων στην κερδοφορία των τραπεζών και ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για τις στοχοθετημένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTROs).
Όπως υποστηρίξε στο παρελθόν, αυτά τα πρόσθετα κίνητρα είναι απίθανο να ενισχύσουν την ανάπτυξη ή τον πληθωρισμό κατά πολύ, αναφέρει ο οίκος.
Οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη οφείλονται στην αδύναμη εξωτερική ζήτηση και στη γεωπολιτική αβεβαιότητα, κάτι που δεν πρόκειται να αλλάξει το πακέτο της ΕΚΤ.
Επιπλέον, τα επιτόκια των νέων επιχειρηματικών δανείων είναι κατά μέσο όρο 1,6%, ενώ τα γερμανικά κρατικά ομόλογα 30ετών διαπραγματεύονται σε αρνητικό έδαφος.
Αυτό καθιστά δύσκολο να υποστηριχθεί ότι το κόστος χρηματοδότησης αποτελεί εμπόδιο στις επενδύσεις.
Όπως αναφέρει ο οίκος τα δημοσιονομικά κίνητρα θα ήταν ένα αποτελεσματικότερο φάρμακο για την τόνωση της ανάπτυξης, καθώς η νομισματική πολιτική πλησιάζει όλο και περισσότερο στο όριο του πραγματικού κατώτατου ορίου.
Αυτό είναι κάτι που και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Mario Draghi αναγνώρισε και ζήτησε.
Παρόλα αυτά, ακόμα κι αν η τόνωση της νομισματικής πολιτικής έχει μειωμένη απόδοση, μπορεί να διευκολύνει την οικονομία.
Εξάλλου, ενόψει της επιβράδυνσης της ανάπτυξης, των χαμηλών πληθωριστικών πιέσεων (από το 2015 ο πυρήνας του πληθωρισμού έχει κολλήσει γύρω στο 1%) και των χαμηλών πληθωριστικών προσδοκιών (διάγραμμα 1), η ΕΚΤ πρέπει να κάνει «ό, τι χρειάζεται» για να εκπληρώσει την εντολή της να παραμείνει αξιόπιστη.
Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι οι προσδοκίες των επαγγελματιών προβλέψεων για τον πληθωρισμό επιστρέφουν εκεί που ήταν το 2014, πριν από την έναρξη των πρώτων προγραμμάτων αγοράς περιουσιακών στοιχείων.

Διάγραμμα 1
image
Χαμηλότερα κόστη δανεισμού ενόψει

Το νέο πακέτο της ΕΚΤ θα διασφαλίσει ότι το κόστος δανεισμού θα παραμείνει χαμηλότερο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον έως το 2023, χάρη στο χαμηλότερο επιτόκιο καταθέσεων, τους ευνοϊκότερους όρους για τα TLTRO και τον προσανατολισμό προς τα εμπρός, ο οποίος ωθεί περισσότερο μακροπρόθεσμα τον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων.
Δεδομένων των πιέσεων της αγοράς, οι τράπεζες είναι πιθανό να συνεχίσουν να μειώνουν τα επιτόκια που προσφέρουν στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Αυτό θα συνεχίσει να διευκολύνει το έργο απομόχλευσης των επιχειρήσεων σε χώρες όπως η Ισπανία και θα εξασφαλίσει ότι η δημιουργία πιστώσεων παραμένει θετική, παρόλο που οι προοπτικές της ζήτησης επιδεινώνονται.
Αυτό θα πρέπει να στηρίξει την ανάπτυξη.
Από την άλλη πλευρά, η μείωση των καταθέσεων για τις τράπεζες θα μπορούσε να μειώσει την πίεση για τις τράπεζες να μετακυλίσουν τα αρνητικά επιτόκια στους καταθέτες λιανικής.
Ως αυτοτελές μέτρο, θα πρέπει επίσης να διασφαλίσει ότι τα κέρδη τους θα υποφέρουν λιγότερο από τα αρνητικά επιτόκια.
Λαμβάνοντας υπόψη το σημερινό επίπεδο των πλεοναζόντων αποθεματικών και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι τράπεζες θα πρέπει να πληρώσουν 10 μ.β. περισσότερο για τα μη εκταμιευθέντα πλεονασματικά αποθεματικά, αυτό θα ήταν περίπου 2 δισ. ευρώ καθαρό όφελος για το τραπεζικό σύστημα.
Οι πρόσθετες αγορές στοιχείων ενεργητικού θα μεταφραστούν επίσης σε χαμηλότερο κόστος δανεισμού.
Οι προσδοκίες του QE έχουν ήδη συμβάλει στην περαιτέρω ώθηση των αποδόσεων των ομολόγων σε αρνητικό έδαφος αυτό το καλοκαίρι.
Με την αύξηση του ισοζυγίου των κρατικών ομολόγων στον ισολογισμό της, η ΕΚΤ θα καταστήσει πιο ασφαλή τη σπανιότητα των περιουσιακών στοιχείων και, συνεπώς, θα αναγκάσει τους επενδυτές να αναζητήσουν αποδόσεις αλλού, ωθώντας χαμηλότερα τις αποδόσεις σε όλες τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων.
Αν αναλύσουμε τις μεταβολές των αποδόσεων του Bund από το 2015, διαπιστώνουμε ότι οι αγορές περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ επηρεάζουν τις αποδόσεις περισσότερο από την αποφυγή κινδύνου (βλ. Διάγραμμα 2).

Διάγραμμα 2
image
Οι χαμηλότερες αποδόσεις θα συνεχίσουν επίσης να δημιουργούν μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο για τα κράτη της Ευρωζώνης.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ιταλία, που πρέπει να μειώσουν το χρέος, αλλά ενδέχεται να χρειαστούν κάποια δημοσιονομικά κίνητρα καθώς επιβραδύνεται η οικονομία τους.
Για παράδειγμα, χάρη στις χαμηλότερες αποδόσεις, η ιταλική κυβέρνηση έχει δει τις δαπάνες για τόκους να φθάνουν στο 3,6% του ΑΕΠ φέτος, σε σύγκριση με 4,5% το 2014.
Ενώ αυτά τα κέρδη έχουν ήδη δαπανηθεί, οι τρέχουσες ιταλικές 10ετείς αποδόσεις είναι λίγο κάτω από το 1%, υποδεικνύοντας ότι υπάρχει περισσότερος δημοσιονομικός χώρος.
Αυτό το περιβάλλον με χαμηλά επιτόκια θα φτάσει τουλάχιστον στο 2023 κατά την άποψη του S&P.
Οι αναθεωρήσεις προς την κατεύθυνση προς τα κάτω της αύξησης και του πληθωρισμού της ΕΚΤ για το 2020 και το 2021 υποδηλώνουν ακόμη μία μείωση των επιτοκίων κατά 10 μ.β. το Δεκέμβριο.
Η ΕΚΤ ενδέχεται να χρειαστεί να κάνει περισσότερα εάν προκύψουν κίνδυνοι για την ανάπτυξη (π.χ. κλιμάκωση εμπορικών εντάσεων ή σκληρό Brexit).
Επομένως, πιστεύει ότι η ΕΚΤ είναι απίθανο να αυξήσει τα επιτόκια πριν από το 2022 και να βγει από την αρνητική επικράτεια πριν από το τέλος του 2023.
Αυτό σημαίνει ότι είναι απίθανο να σταματήσει το QE πριν από το 2021 και να αρχίσει να μειώνει το μέγεθος του ισολογισμού πριν τουλάχιστον από το τέλος του 2024.
Θεωρεί ότι οι αγορές στοιχείων ενεργητικού της ΕΚΤ θα συνεχίσουν να συμπιέζουν τον όρο premium για τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων με πιο ισχυρό τρόπο για τα επόμενα πέντε χρόνια.

Μια πολιτική για την ενίσχυση των τιμών

Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής θα άρει τον πληθωρισμό κυρίως επηρεάζοντας τη συναλλαγματική ισοτιμία.
Μία χαμηλότερη συναλλαγματική ισοτιμία θα είναι ο κύριος δίαυλος μέσω του οποίου η δέσμη της ΕΚΤ ενισχύει τα επίπεδα τιμών.
Η υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας από το τέλος του 2018 έχει ήδη ανυψώσει τον πληθωρισμό στις εισαγωγές κατά μέσο όρο 4% το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους (βλ. Διάγραμμα 3).
Ωστόσο, ο αντίκτυπος ενδέχεται να είναι περιορισμένος, καθώς άλλες κεντρικές τράπεζες (π.χ. η Fed) χαλαρώνουν επίσης τη νομισματική πολιτική, το ευρώ είναι ήδη χαμηλό (1,11 έναντι του δολαρίου ΗΠΑ) και οι παγκόσμιες πιέσεις παραγωγικής ικανότητας μειώνονται εν μέσω βραδύτερης ανάπτυξης.

Διάγραμμα 3
image
Οι εφοδιαστικές (και συνεπώς και οι πληθωριστικές) πιέσεις μειώνονται επίσης στην εγχώρια οικονομία της ευρωζώνης.
Το πακέτο της ΕΚΤ θα στηρίξει την οικονομία και θα προλάβει την υπερβολική απώλεια θέσεων εργασίας.
Με αυτόν τον τρόπο, οι επιχειρήσεις θα λειτουργήσουν σε μια ελαφρώς στενότερη αγορά εργασίας, πράγμα που σημαίνει ότι οι πιέσεις προς τα πάνω των μισθών είναι πιθανότερο να μειωθούν βραχυπρόθεσμα.
Επιπλέον, εάν ο πληθωρισμός έπεσε στο 1% τα τελευταία δύο χρόνια παρά την ισχυρή δημιουργία θέσεων εργασίας και τους υψηλότερους μισθούς, αυτό συνέβη επειδή οι εταιρείες επέλεξαν να έχουν χαμηλότερα περιθώρια παρά να αυξήσουν τις τιμές τους (βλ. Διάγραμμα 4).
Σε ένα περιβάλλον επιβράδυνσης της αύξησης της ζήτησης, είναι πιθανό να συνεχίσουν να διατηρούν αμετάβλητες τις τιμές τους για να διατηρήσουν το μερίδιό τους στην αγορά.

Διάγραμμα 4
image

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης