Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

Deutsche Bank: Aνακάμπτουν οι τράπεζες αλλά τα αποθεματικά τους… λιμνάζουν στην ΕΚΤ

Deutsche Bank: Aνακάμπτουν οι τράπεζες αλλά τα αποθεματικά τους… λιμνάζουν στην ΕΚΤ
Τα συνολικά έσοδα του τραπεζικού τομέα στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκαν κατά 7%, αναφέρει η Deutsche Bank
Σχετικά Άρθρα

Έπειτα από το ισχυρό σοκ που προκάλεσε η πανδημική κρίση το 2020, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος επανέρχεται σταδιακά στην προτέρα κατάστασή του, σύμφωνα με όσα αναφέρει η έκθεση της Deutsche Bank «Crisis? What crisis? European banks rebound».
Πολλοί δείκτες απόδοσης των μεγαλύτερων τραπεζών είναι στα επίπεδα που βρίσκονταν την περίοδο 2017 – 2019, συμπεριλαμβανομένων των συνολικών καθαρών εσόδων, της μέσης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (7 ½%) και του λόγου κόστους-εσόδων (61%).
Ομοίως, ορισμένοι δείκτες κεφαλαίου και ρευστότητας δεν έχουν αλλάξει σχεδόν καθόλου: δείκτης μόχλευσης 4,8% και λόγος κάλυψης ρευστότητας (LCR) 156%.
Ακόμα και τα σταθμισμένα περιουσιακά στοιχεία (RWA) αλλά και τα συνολικά διοικητικά έξοδα βρίσκονται, τουλάχιστον σε ονομαστικούς όρους, στα ίδια επίπεδα με πριν από την κρίση.

TLTRO III

Το LCR αυξήθηκε πέρυσι κυρίως επειδή οι τράπεζες συμμετείχαν στις πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ (TLTRO III), λαμβάνοντας αρνητικό επιτόκιο έως και 1%.
Πολλά τραπεζικά ιδρύματα απορρόφησαν τη ρευστότητα, αλλά την κράτησαν στην κεντρική τράπεζα, ενισχύοντας έτσι τα αποθέματικά τους.
Στη ζώνη του ευρώ, όπως αναφέρει η Deutsche Bank, η option αυτή ισχύει έως τις 27 Ιουνίου, ενώ στην Ελβετία η αντίστοιχη προθεσμία εξέπνευσε στις αρχές του χρόνου.
Σε άλλες χώρες που δεν βρίσκονται στη ζώνη του ευρώ, όπως η Σουηδία ή Δανία, το μέτρο δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Στις 28 Ιουνίου, ένας ελάχιστος δείκτης μόχλευσης, στο ύψος του 3%, θα καταστεί δεσμευτικός περιορισμός στην ΕΕ, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο κανονισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων (CRR II).
Επιπλέον, από τον Ιανουάριο του 2023 και μετά, εφαρμόζεται ένας δείκτης μόχλευσης για τις G SIB (παγκόσμια σημαντικές συστημικές τράπεζές), που είναι ίσος με το ήμισυ του buffer των G-SIB με βάση τον κίνδυνο.
Δηλαδή, μια μεγάλη τράπεζα, η οποία απαιτείται να κατέχει πρόσθετο κεφάλαιο του 1% σε σχέση με τον δείκτη RWA, απαιτείται να έχει δείκτη μόχλευσης 3,5%.
Οι περισσότερες, αν και όχι όλες οι τράπεζες, ξεπερνούν το όριο.
Επίσης, από τις 28 Ιουνίου τίθενται σε ισχύ άλλες προβλέψεις CRR II, οι οποίες θα αλλάξουν το ποσό έκθεσης του δείκτη μόχλευσης λόγω νέων κανόνων για τη μέτρηση των παραγώγων.

Απόδοση τραπεζών

Σε ό,τι αφορά την απόδοση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Γηραιάς Ηπείρου, η Deutsche Bank επισημαίνει πως δεν έχει αλλάξει τίποτε σε σχέση με το 2019.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους παραμένουν υπό σημαντική πίεση (μείωση 6% σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2019), με την αύξηση του όγκου των παρεχόμενων δανείων να επιβραδύνεται (-3,8% σε ετήσια βάση – στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Μάρτιο του 2020).
Ο συνολικός δανεισμός του ιδιωτικού τομέα (+3,6% σε ετήσια βάση) αντισταθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από την εισροή καταθέσεων (+10%).
Το χάσμα μεταξύ των δύο επιτοκίων παραπέμπει στην κατάσταση που επικρατούσε κατά την περίοδο της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη το 2013.
Με τη σειρά του, αυτό αυξάνει δραματικά τα πλεονάζοντα αποθεματικά ρευστότητας των εμπορικών τραπεζών στις κεντρικές τράπεζες – κάτι που είναι οδυνηρά δαπανηρό, δεδομένου ότι η ΕΚΤ χρεώνει ετησίως 0,5%.
Ως εκ τούτου, προκειμένου τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να είχαν επωφεληθεί πλήρως από προγράμματα όπως τα TLTRO έπρεπε να είχαν διατηρήσει τον όγκο δανεισμού τους προς τον ιδιωτικό τομέα.
Από την άλλη πλευρά, οι προμήθειες (+16% τα τελευταία δύο χρόνια) και τα έσοδα από συναλλαγές (+44%) είναι φωτεινά σημεία, αν και απαιτείται προσοχή σχετικά με την ευρωστία αυτών των αυξήσεων, λόγω της συνήθους αστάθειας.
Συγκεφαλαιώνοντας, τα συνολικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 7%, κάτι το οποίο είναι εντυπωσιακό, δεδομένου του πολυετούς «αγώνα» των τραπεζών να αυξήσουν τα μεγέθη τους μετά την κρίση χρέους.

Προβλέψεις

Σε σχέση με τις προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων, αυτές έχουν κάπως ομαλοποιηθεί, αναφέρει η Deutsche Bank.
Ωστόσο, κυμαίνονται στο +50% σε σχέση με το 2019 – αν και μειώθηκαν κατά 38% σε ετήσια βάση.

CET1

Η βελτίωση που έχει επιτευχθεί, γενικότερα, τα δύο τελευταία χρόνια είναι αξιοσημείωτη, αναφέρει η γερμανική τράπεζα.
Οι ισολογισμοί έχουν επεκταθεί και οι δείκτες κεφαλαίου CET1 έχουν αυξηθεί.
Τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία έχουν αυξηθεί κατά 10% - αν και αυτό οφείλεται κυρίως στην αρχική αντίδραση κρίσης και όχι στους τελευταίους μήνες.
Βέβαια, μέχρι στιγμής δεν έχει αλλάξει κάτι.
Ομοίως, τα συνολικά ίδια κεφάλαια έχουν αυξηθεί κατά 2%, κυρίως λόγω της αναστολής αποκοπής μερισμάτων – κάτι το οποίο οδήγησε σε αύξηση του βασικού δείκτη κεφαλαίου από 1% σε 14,4% κατά μέσο όρο τους τελευταίους 24 μήνες.

Συμπέρασμα

Συνολικά, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας έχει ανακάμψει μετά το σοκ του κορωνοϊού πριν από ένα χρόνο.
Η εκτεταμένη δημοσιονομική και νομισματική στήριξη σίγουρα βοήθησε, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, παρέχοντας ένα δίχτυ προστασίας για πολλές επιχειρήσεις.
Στο πρώτο τρίμηνο, τα υψηλότερα έσοδα και οι μειωμένες προβλέψεις συνέβαλαν εξίσου στην ανάκαμψη της κερδοφορίας.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης