Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

ΚΕΠΕ: Η ακρίβεια θα επιμείνει, ακόμη κι αν υποχωρήσει ο πληθωρισμός - Στο +4,3% το ΑΕΠ 2022

ΚΕΠΕ: Η ακρίβεια θα επιμείνει, ακόμη κι αν υποχωρήσει ο πληθωρισμός - Στο +4,3% το ΑΕΠ 2022
H ελληνική οικονομία εμφανίζει εντυπωσιακές αντοχές, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ
Σχετικά Άρθρα

Η ακρίβεια θα επιμείνει, ακόμη κι αν υποχωρήσει ο πληθωρισμός το 2023, εκτιμά το ΚΕΠΕ, σύμφωνα με το τετραμηνιαίο περιοδικό "Οικονομικές Εξελίξεις" (τεύχος 48-Ιούνιος 2022).
Σημειώνει ωστόσο, ότι η ελληνική οικονομία εμφανίζει εντυπωσιακές αντοχές.

H ελληνική οικονομία εμφανίζει εντυπωσιακές αντοχές

Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, τα τελευταία χρόνια, η ελληνική οικονομία βρίσκεται στη δίνη διαδοχικών κρίσεων: οικονομική κρίση, υγειονομική κρίση και πρόσφατα ενεργειακή κρίση.
Η οικονομική κρίση ήταν πρωτοφανής τόσο σε μέγεθος όσο και σε διάρκεια.
Το ΑΕΠ μειώθηκε κατά
25% και έκτοτε δεν έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 2009.
Στη διάρκεια της πανδημίας η Ελλάδα υπέστη τη δεύτερη βαθύτερη ύφεση στην Ευρωζώνη, παρά τη μεγαλύτερη δημοσιονομική χαλάρωση στην οποία επιδόθηκε, εν μέρει λόγω της συνεχιζόμενης μεγάλης εξάρτησης από τον τουρισμό που επλήγη δυσανάλο γα πολύ.
Η ενεργειακή κρίση πλήττει βάναυσα την ελληνική οικονομία, κυρίως μέσω του αυξανόμενου κόστους διαβίωσης και του πληθωρισμού.
Ωστόσο, τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ 2 για το πρώτο τρίμηνο του έτους έδειξαν ότι η ελληνική οικονομία, παρά τις έντονες εξωτερικές διαταραχές, επανακάμπτει δυναμικά: ο ρυθμός αύξησης
του ΑΕΠ κυμάνθηκε στο 7%, αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Στο ΚΕΠΕ εκτιμούμε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης για το σύνολο του έτους θα κυμανθεί στο 4,3% (ενότητα 1.3).
Πιο συγκεκριμέ
να, οι σχετικοί ρυθμοί μεταβολής για το πρώτο και το δεύτερο εξάμηνο του 2022, σε σχέση με τις αντί στοιχες περιόδους του 2021, εκτιμώνται στο 5,5% και 3,2%, αντίστοιχα.
Οι προβλέψεις σε τριμηνιαία
βάση εμφανίζουν θετικό πρόσημο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους (3,9% στο δεύτερο τρίμηνο, 2,9% στο τρίτο τρίμηνο και 3,6% στο τέταρτο τρίμηνο).
Η
ανωτέρω πρόβλεψη συνιστά μία εκτίμηση ότι, στην πορεία του έτους 2022, η ελληνική οικονομία θα εξακολουθήσει να ανακάμπτει με ρυθμούς, οι οποίοι θα της επιτρέψουν να αναπληρώσει τις απώλειες που
είχαν σημειωθεί λόγω της πανδημίας και να ξεπεράσει σε πραγματικούς όρους το επίπεδο του ΑΕΠ του έτους 2019.
Η εκτίμηση αυτή απορρέει από την
ευνοϊκή εξέλιξη των περισσότερων από τα οικονομικά μεγέθη που ενσωματώνονται στην πρόβλεψη.
Συγκεκριμένα, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022, παρατηρήθηκε μεγάλη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και των εξαγωγών υπηρεσιών, με παράλληλη συγκρατημέ
νη άνοδο των εξαγωγών αγαθών και της δημόσιας κατανάλωσης.
Ανοδικές ήταν επίσης οι εξελίξεις στον δείκτη βιομηχανικής παραγωγής, ο οποίος ενισχύθηκε τόσο στο σύνολο όσο και σε όλους τους σχετικούς υποδείκτες, στον δείκτη κύκλου εργασιών στη βιομηχανία, ο οποίος παρουσίασε μεγάλη άνοδο σε όλες τις επιμέρους υποκατηγορίες που αφορούν την εγχώρια και την εξωτερική αγορά, καθώς και στον δείκτη όγκου στο λιανικό εμπόριο, ο οποίος αυξήθηκε
σε όλες τις υποκατηγορίες εκτός από τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων και τα τρόφιμα-ποτά-καπνό.
Πα
ράλληλα, άνοδος σημειώθηκε στον δείκτη κύκλου εργασιών στο χονδρικό εμπόριο και στην οικοδομική δραστηριότητα σε όρους όγκου και στη βάση των οικοδομικών αδειών.
kepe_5.JPG

Ποια είναι η κατάλληλη στρατηγική για τη θωράκιση της ελληνικής οικονομίας;

Οι μακροχρόνιες προοπτικές της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας δεν είναι με το μέρος της Ελλάδας;
Τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα λόγω της πανδημίας και η ενεργειακή κρίση, που διογκώθηκε λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, σπρώχνουν προς τα πάνω τις τιμές επιδεινώνοντας σημαντικά το βιοτικό επίπεδο των ελληνικών νοικοκυριών. Οι οικονομικές πολιτικές στην ΕΕ και στις ΗΠΑ από επεκτατικές που ήταν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, μετατρέπονται σε συσταλτικές. Επιπλέον, το κόστος της προσαρμογής σε ένα πρότυπο ανάπτυξης και διαβίωσης που να είναι συμβατό (και θεμιτό) με την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων βρίσκεται ακόμα μπροστά μας, τόσο ως Ελλάδα όσο ως Ευρώπη και πλανήτης. Η διάρκεια και ένταση της προσαρμογής είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό μη προσδιορισμένα μεγέθη, αλλά ήδη είναι σαφές ότι το κόστος της προσαρμογής θα είναι μεγάλο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για χώρες όπως η Ελλάδα, που υστερούν σε κρίσιμους τομείς όπως της ενεργειακής αποδοτικότητας και δεν έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην επικείμενη μαζικοποίηση των αγαθών και υπηρεσιών που θα διευκολύνουν τη μετάβαση. Τα παραπάνω δείχνουν ότι, ακόμη και αν μετριαστεί ο πληθωρισμός το 2023, η ακρίβεια θα παραμείνει.

Αυτό θα συμβαίνει για δύο λόγους:

Πρώτον, εξαιτίας της υψηλής φορολογίας. Στα χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης, η υψηλή φορολογία ενίσχυσε το φαινόμενο της ακρίβειας, καθώς, ενώ οι μισθοί έπεφταν, οι φόροι κράτησαν σε υψηλά επίπεδα τις τιμές των προϊόντων. Το ΚΕΠΕ υπενθυμίζει τις αυξήσεις ΦΠΑ τα έτη 2005, 2010 και 2016, όταν μάλιστα οι αυξήσεις αυτές συνοδεύτηκαν και από σημαντικές μετατάξεις κατηγοριών αγαθών από χαμηλότερους συντελεστές σε υψηλότερους. Ή τις αυξήσεις στον ΕΦΚ κυρίως το 2009 και 2017 στα καύσιμα, που αποτελούν βασική εισροή της εφοδιαστικής αλυσίδας και, συγκεκριμένα, συμβάλλουν στην αύξηση των τιμών σε όλο το φάσμα αγαθών και υπηρεσιών.
Ο δεύτερος παράγοντας που συντηρεί τις τιμές σε συγκριτικά υψηλότερο επίπεδο είναι το θεσμικό και ρυθμιστικό περιβάλλον της χώρας.
Παρά την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, το θεσμικό περιβάλλον συνεχίζει να έχει στη χώρα μας σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο κόστος διαβίωσης. Στις σχετικές κατατάξεις, η Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά έναντι των άλλων χωρών.
Αυτό σημαίνει ότι η συνέχιση και ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, και ειδικά σε αγορές δικτύων, η συνέχιση της μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος (μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, απλούστευση των φορολογικών διαδικασιών και επαναπροσδιορισμός του συστήματος ΦΠΑ), αλλά και στην εργασία και παραγωγή (μείωση των εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών) και η προώθηση του εκσυγχρονισμού της δικαιοσύνης (επιτάχυνση του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης) είναι αναγκαίες.
Αποτελούν μονόδρομο για την ανόρθωση της παραγωγικής βάσης, για την κάλυψη του επενδυτικού κενού και, άρα, την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη διατηρήσιμη αύξηση εισοδημάτων αλλά, ταυτόχρονα, και μείωση των τιμών των αγαθών.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης