Τελευταία Νέα
Αναλύσεις – Εκθέσεις

VW, Mercedes, BMW κλείνουν εργοστάσια στη Γερμανία, ανοίγουν νέα στην Κίνα - Τα εγκληματικά λάθη Scholz για Ρωσία, πράσινη ανάπτυξη

VW, Mercedes, BMW κλείνουν εργοστάσια στη Γερμανία, ανοίγουν νέα στην Κίνα - Τα εγκληματικά λάθη Scholz για Ρωσία, πράσινη ανάπτυξη
Οι ενεργειακές πολιτικές της Γερμανίας έχουν ανεβάσει τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τη βιομηχανία στα υψηλότερα επίπεδα στον κόσμο
Η ενεργειακή πολιτική και το οικονομικό περιβάλλον της Γερμανίας αναγκάζουν τους μεγαλύτερους παίκτες της χώρας να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους αναζητώντας πιο ευνοϊκές συνθήκες στην Κίνα.
Η αύξηση του ενεργειακού κόστους, οι τεράστιες επιδοτήσεις για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και το αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο έχουν διαμορφώσει ένα περιβάλλον που γίνεται ολοένα και πιο εχθρικό για τη βιομηχανική ανάπτυξη.
Ως αποτέλεσμα, πολλές από τις πιο γνωστές γερμανικές εταιρείες μειώνουν την παρουσία τους στη χώρα, απολύοντας χιλιάδες εργαζομένους, ενώ επενδύουν σημαντικά κεφάλαια στην Κίνα.
Αυτή η στροφή υπογραμμίζει τον βαθύ αντίκτυπο των τρεχουσών πολιτικών στο βιομηχανικό τοπίο της Γερμανίας, με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην τοπική οικονομία και την απασχόληση.

Υψηλό ενεργειακό κόστος στη Γερμανία: Το αποτέλεσμα ιδεοληψεών

Οι ενεργειακές πολιτικές της Γερμανίας έχουν ανεβάσει τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τη βιομηχανία στα υψηλότερα επίπεδα στον κόσμο - δεύτερα τη τάξει μετά το Ηνωμένο Βασίλειο.
Μέχρι το 2023, η μέση τιμή για τους βιομηχανικούς χρήστες έχει φτάσει σχεδόν τα 250 δολάρια ανά MWh.
Αυτό το επίπεδο κόστους είναι μη βιώσιμο χωρίς σημαντικές κρατικές επιδοτήσεις, που πλέον έχουν φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα.
Η εξάρτηση της Γερμανίας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή, σε συνδυασμό με τη σταδιακή κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας, έχει αυξήσει την εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές και έχει προκαλέσει σοβαρές διακυμάνσεις στις τιμές.
Ως αποτέλεσμα ασκούνται σημαντικές πιέσεις τόσο στη βιομηχανία όσο και στους φορολογούμενους.
Εύλογα λοιπόν οι υψηλές αυτές τιμές έχουν αναγκάσει πολλές εταιρείες να εξετάζουν τη μείωση των δραστηριοτήτων τους στη Γερμανία, επεκτείνοντας παράλληλα τις επενδύσεις τους στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στην Κίνα.

Κατανάλωση ενέργειας

Το 2023, η κατανάλωση ενέργειας στον βιομηχανικό τομέα της Γερμανίας μειώθηκε στις 3.282 πετατζάουλ, σημειώνοντας πτώση 7,8% σε σύγκριση με το 2022.
Αυτή η μείωση ακολούθησε μια ήδη σημαντική μείωση το 2022, με τη βιομηχανική χρήση ενέργειας να μειώνεται κατά 9,1% σε ετήσια βάση, φτάνοντας τις 3.558 πετατζάουλ.
Συνολικά, αυτές οι μειώσεις αντιστοιχούν σε συνολική μείωση της κατανάλωσης ενέργειας στη βιομηχανία κατά περίπου 16,3% την τελευταία διετία.

Ενεργειακός εφοδιασμός στη Γερμανία

Η εγχώρια παραγωγή ενέργειας στη Γερμανία έχει επίσης αλλάξει, με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να φτάνουν σε ποσοστό-ρεκόρ 61,5% της συνολικής παραγωγής στις αρχές του 2024.
Ωστόσο, αυτή η αλλαγή οδήγησε σε αύξηση κατά 23% των εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, υπογραμμίζοντας την εξάρτηση της Γερμανίας από ξένες πηγές ενέργειας για την κάλυψη της μεταβλητής παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας.
Η μεταβλητότητα της παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές, σε συνδυασμό με τις υψηλές εγχώριες τιμές, ενέχει κινδύνους για τις επιχειρήσεις που απαιτούν σταθερή και προσιτή ηλεκτρική ενέργεια.
Η συνεχιζόμενη εξάρτηση της Γερμανίας από τις ανανεώσιμες πηγές αναμένεται να αυξήσει την εξάρτηση από εισαγωγές, αποθαρρύνοντας τις εταιρείες από το να επεκταθούν εντός της χώρας.

Τεράστιες επιδοτήσεις για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

Μόνο το 2024, η Γερμανία θα παρέχει 20 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιδοτήσεις στους παραγωγούς ανανεώσιμης ενέργειας.
Αυτές οι πληρωμές διασφαλίζουν ότι οι προμηθευτές ανανεώσιμης ενέργειας λαμβάνουν εγγυημένες ελάχιστες τιμές, παρά τη μεγάλη πτώση των τιμών της αγοράς.
Αυτό το κεντρικά σχεδιασμένο σύστημα, στο οποίο η κυβέρνηση επεμβαίνει για να πληρώνει τους παραγωγούς ανανεώσιμης ενέργειας όταν οι χονδρικές τιμές πέφτουν, έχει επιβαρύνει σοβαρά τον κρατικό προϋπολογισμό, αφήνοντας λιγότερα περιθώρια για άλλες κρίσιμες επενδύσεις.
Στην πραγματικότητα, ο αρχικός προϋπολογισμός για επιδοτήσεις το 2024 ήταν 10,6 δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά επειδή οι τιμές ενέργειας έχουν μειωθεί, η προβλεπόμενη ανάγκη έχει διπλασιαστεί.
Αυτά τα αυξανόμενα κόστη επιδοτήσεων προσθέτουν δημοσιονομική πίεση και περιπλέκουν τις διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό, δεδομένης της δέσμευσης της κυβέρνησης να τηρήσει το «φρένο χρέους».

Ο ρόλος του χαμένου ρωσικού φυσικού αερίου και των αγωγών Nord Stream στην πτώση της γερμανικής βιομηχανίας

Η διακοπή των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου είχε βαθύ αντίκτυπο στο ενεργειακό τοπίο της Γερμανίας, διαταράσσοντας τη βιομηχανική της βάση και αυξάνοντας το κόστος ενέργειας.
Το ρωσικό φυσικό αέριο αποτελούσε θεμέλιο του ενεργειακού εφοδιασμού της Γερμανίας, προσφέροντας αξιόπιστη και οικονομική ενέργεια για δεκαετίες.
Ωστόσο, οι γεωπολιτικές συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία και η δολιοφθορά στους αγωγούς Nord Stream τον Σεπτέμβριο του 2022 διέκοψαν αυτή την κρίσιμη ενεργειακή σύνδεση.
Οι επιθέσεις κατέστησαν τον αγωγό Nord Stream 1 μη λειτουργικό, ενώ ένας από τους δύο αγωγούς του Nord Stream 2 υπέστη ζημιές.
Μόνο ένα τμήμα του Nord Stream 2 παραμένει λειτουργικό αλλά ανενεργό.
Ο Ρώσος πρόεδρος Vladimir Putin δήλωσε πρόσφατα ότι αυτός ο λειτουργικός αγωγός θα μπορούσε να επαναλάβει άμεσα τις παραδόσεις εάν η Γερμανία ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί πολιτικά και οικονομικά με τη Ρωσία.
Σε πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία με τον Γερμανό καγκελάριο Olaf Scholz – την πρώτη τους εδώ και δύο χρόνια – ο Putin τόνισε ότι η επανεκκίνηση της ροής φυσικού αερίου μέσω του Nord Stream 2 ήταν «θέμα ενός κουμπιού», υποδεικνύοντας την ετοιμότητα της Ρωσίας να προμηθεύσει φυσικό αέριο αν η Γερμανία συνεργαστεί.
Η απότομη απώλεια του ρωσικού φυσικού αερίου ανάγκασε τη Γερμανία να το αντικαταστήσει με πολύ πιο ακριβές εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτά τα αυξημένα κόστη έχουν υπονομεύσει την παγκόσμια βιομηχανική ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Η πρόταση Putin για επανενεργοποίηση του εναπομείναντος αγωγού Nord Stream 2 υπογραμμίζει τη στρατηγική επιρροή που διατηρεί η Ρωσία στον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης.
Με την προσφορά μιας πιθανής σωτήριας λύσης για την οικονομία της Γερμανίας, ο Putin επιδιώκει να επηρεάσει την πολιτική στάση της Γερμανίας στο ζήτημα της Ουκρανίας.
Παρά τα πιθανά οικονομικά οφέλη από την επανέναρξη των εισαγωγών φυσικού αερίου, η Γερμανία απέφυγε να κατανεύσει στην πρόταση.

Μείωση των εγχώριων επενδύσεων

Η αύξηση του κόστους ενέργειας και οι ρυθμιστικές προκλήσεις έχουν προκαλέσει σημαντική μείωση των εγχώριων επενδύσεων.
Οι ιδιωτικές ακαθάριστες πάγιες επενδύσεις βρίσκονται περίπου 10% κάτω από τα επίπεδα προ-κορωνοϊού.
Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη στη βιομηχανική παραγωγή: Από το 2021, το επίπεδο παραγωγής της Γερμανίας έχει μειωθεί περισσότερο από 9%.
Η πτώση είναι ακόμη πιο απότομη στις ενεργοβόρες βιομηχανίες, όπου τα επίπεδα παραγωγής έχουν μειωθεί πάνω από 18% μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια, αποκαλύπτοντας σημαντικά προβλήματα στους κλάδους που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την προσιτή ενέργεια.
Αυτή η πτώση συμπίπτει με την αύξηση του ενεργειακού κόστους και τη συνεχιζόμενη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, γεγονός που ενδέχεται να έχει επηρεάσει τη δομή κόστους αυτών των βιομηχανιών.
Η τάση δείχνει πιθανές πιέσεις αποβιομηχάνισης, ιδιαίτερα για κλάδους που αδυνατούν να προσαρμοστούν στην αύξηση του λειτουργικού κόστους.
Το μη βιώσιμο κόστος στη Γερμανία οδηγεί πολλές εταιρείες να περικόπτουν θέσεις εργασίας εγχώρια ενώ επεκτείνονται στην Κίνα.

Οι μεγαλύτερες γερμανικές εταιρείες περικόπτουν θέσεις εργασίας στη Γερμανία και επενδύουν στην Κίνα

Volkswagen: Αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο περικοπής έως και 30.000 θέσεων εργασίας στη Γερμανία, η Volkswagen έχει πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις στην Κίνα, συμπεριλαμβανομένων 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ για την επέκταση της παραγωγής ηλεκτρικών οχημάτων (EV) στη Hefei και επιπλέον 700 εκατομμυρίων ευρώ σε συνεργασία για τεχνολογία EV με την Xpeng.
BASF: Ο γίγαντας της χημικής βιομηχανίας περικόπτει 2.600 θέσεις εργασίας, κυρίως στη Γερμανία, ενώ επενδύει 10 δισεκατομμύρια ευρώ σε ένα νέο χημικό συγκρότημα στην Guangdong, Κίνα.
Bosch: Ανακοίνωσε σχέδια για την περικοπή 7.000 θέσεων εργασίας στη Γερμανία καθώς αυξάνει τις επενδύσεις στους τομείς ηλεκτροκίνησης και αυτοματοποιημένης οδήγησης στην Κίνα.
BMW: Επέκτεινε την παραγωγή στη Shenyang της Κίνας, με επένδυση ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, φέρνοντας την παραγωγή πιο κοντά στις αγορές-στόχους της.
SAP: Σχεδιάζει την περικοπή 9.000 έως 10.000 θέσεων εργασίας στη Γερμανία, ενώ ανακατανέμει πόρους σε αγορές υψηλής ανάπτυξης στο εξωτερικό.
Αυτές οι περικοπές αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης τάσης, καθώς οι βιομηχανίες στη Γερμανία αντιμετωπίζουν αυξανόμενες οικονομικές πιέσεις και ρυθμιστικά βάρη.
Ο Σύνδεσμος Βαυαρικής Οικονομίας (vbw) εκτιμά ότι ο τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας μόνο στη Βαυαρία μπορεί να χάσει 106.000 θέσεις εργασίας έως το 2040, υπογραμμίζοντας τις εκτεταμένες συνέπειες των βιομηχανικών προκλήσεων στη Γερμανία.
Η Hildegard Müller, πρόεδρος της Γερμανικής Ένωσης Αυτοκινητοβιομηχανίας (VDA), προειδοποιεί ότι έως και 190.000 θέσεις εργασίας στον τομέα μπορεί να διατρέχουν κίνδυνο μέχρι το 2035, αντανακλώντας τους κινδύνους που σχετίζονται με την αποβιομηχάνιση της Γερμανίας.
Σε απάντηση σε αυτές τις εξελίξεις, η κυβέρνηση του Olaf Scholz έχει ξεκινήσει επείγουσες συνομιλίες με ηγέτες της βιομηχανίας.
Ωστόσο, ειδικοί του κλάδου υποστηρίζουν ότι αυτές οι συζητήσεις στερούνται μακροπρόθεσμου στρατηγικού οράματος για την αντιμετώπιση θεμελιωδών ζητημάτων, όπως το υψηλό κόστος, οι ρυθμιστικές πιέσεις και το κόστος εργασίας. 
Χωρίς σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ο γερμανικός τομέας αυτοκινητοβιομηχανίας κινδυνεύει με περαιτέρω πτώση της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητάς του.

Eκτόξευση των γερμανικών επενδύσεων στην Κίνα

Παρά τις εκκλήσεις από Γερμανούς πολιτικούς και την ΕΕ για μείωση της εξάρτησης από την Κίνα, οι γερμανικές εταιρείες συνεχίζουν να καταγράφουν ρεκόρ επενδύσεων στη χώρα.
Οι γερμανικές επενδύσεις στην Κίνα έχουν φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα τα τελευταία χρόνια, κυρίως στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και των χημικών.
Μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2024, οι γερμανικές άμεσες ξένες επενδύσεις (FDI) στην Κίνα έφτασαν τα 7,3 δισεκατομμύρια ευρώ, ξεπερνώντας τα 6,5 δισεκατομμύρια ευρώ για ολόκληρο το 2023.
Οι επενδύσεις της ΕΕ στην Κίνα καθοδηγούνται ολοένα και περισσότερο από τη Γερμανία και τους κατασκευαστές αυτοκινήτων της, με τις γερμανικές FDI να αντιπροσωπεύουν το 57% των συνολικών επενδύσεων της ΕΕ στη Χώρα του Δράκου κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, το 62% το 2023 και ένα ρεκόρ 71% το 2022.

Κύρια επενδυτικά έργα:

Volkswagen: Εκτός από την επένδυση ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ στη Hefei, η Volkswagen αύξησε το μερίδιο συμμετοχής της στην κοινοπραξία με την JAC Motor από 50% σε 75%.
Αυτή η κίνηση υπογραμμίζει τη μακροπρόθεσμη δέσμευση της Volkswagen στην τοπική παραγωγή οχημάτων - μια αγορά κρίσιμη για την ανάπτυξή της στον τομέα των ηλεκτρικών οχημάτων.
BMW: Η επένδυση της BMW στη Shenyang επεκτείνει όχι μόνο την παραγωγή αλλά και τις δυνατότητες έρευνας και ανάπτυξης, ευθυγραμμιζόμενη με τη ζήτηση της τοπικής αγοράς, αποφεύγοντας τα υψηλά ενεργειακά κόστη στη Γερμανία.
BASF: Το εργοστάσιο της BASF, ύψους 10 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Guangdong, αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα.
Με τη λειτουργία του, η BASF ελαχιστοποιεί τα ρυθμιστικά και ενεργειακά κόστη στη Γερμανία, ενώ καλύπτει την κινεζική ζήτηση για προηγμένα χημικά προϊόντα, ιδίως στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Αυτά τα έργα αντικατοπτρίζουν μια στρατηγική τοπικής παραγωγής που βοηθά τις εταιρείες να διαχειρίζονται το κόστος και να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της κινεζικής αγοράς, χωρίς τις πολυπλοκότητες και τα κόστη που συνεπάγεται η εξαγωγή από τη Γερμανία.

ΕΕ: Επέκταση επενδύσεων με ηγέτη τη Γερμανία

Οι πράσινες επενδύσεις της ΕΕ στην Κίνα έφτασαν στα 3,6 δισεκατομμύρια ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2024.
Οι Γερμανοί κατασκευαστές αυτοκινήτων ευθύνονται για μεγάλο μέρος αυτής της ανάπτυξης, αντιπροσωπεύοντας περίπου το ήμισυ των συνολικών επενδύσεων της ΕΕ στην Κίνα από το 2022.
Ενώ η μέση τριμηνιαία δραστηριότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών (M&A) μειώνεται κατά 30% μεταξύ 2022 και του πρώτου εξαμήνου του 2024, οι πράσινες επενδύσεις από ευρωπαϊκές εταιρείες αυξάνονται σταθερά, με τους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και των χημικών της Γερμανίας να πρωτοστατούν.
Μεταξύ 2022 και του πρώτου εξαμήνου του 2024, το 65% όλων των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (FDI) της ΕΕ στην Κίνα προέρχεται από τη Γερμανία, από 48% μεταξύ 2019 και 2021.
Οι πέντε κορυφαίοι Ευρωπαίοι επενδυτές στην Κίνα το 2023 ήταν γερμανικές εταιρείες, υπογραμμίζοντας τον κεντρικό ρόλο της Γερμανίας στις επενδύσεις ΕΕ-Κίνας.
Σε αντίθεση, χώρες όπως η Γαλλία, η Ολλανδία και η Δανία συνεισφέρουν μόνο 7-8% των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων της ΕΕ κατά την ίδια περίοδο, ενώ τα υπόλοιπα 23 κράτη-μέλη της ΕΕ συνολικά αντιπροσωπεύουν μόλις 12%.

Τοπικοποίηση αλυσίδων εφοδιασμού και μετριασμός γεωπολιτικών κινδύνων

Μέσα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων τιμών ενέργειας και ρυθμιστικής αβεβαιότητας, οι γερμανικές εταιρείες αναδιαρθρώνουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους για να μετριάσουν τους κινδύνους.
Γεγονότα όπως η πανδημία Covid-19 και η διακοπή λειτουργίας της Διώρυγας του Σουέζ ανέδειξαν την ευπάθεια των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, οδηγώντας τις εταιρείες να τοπικοποιήσουν τις λειτουργίες τους σε βασικές αγορές.
Οι γερμανικές εταιρείες ανταποκρίνονται αυξάνοντας την απευθείας παραγωγή τους στην Κίνα, η οποία προσφέρει πλεονεκτήματα κόστους όσο και μειωμένη έκθεση σε διαταραχές της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας.
Ο Friedolin Strack, της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), σημειώνει ότι οι εταιρείες «αναδιοργανώνουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους σε περιφερειακή βάση» στην Κίνα.
Οι γερμανικοί κατασκευαστές αυτοκινήτων, όπως η Volkswagen και η BMW, τοπικοποιούν τις αλυσίδες εφοδιασμού για ηλεκτρικά οχήματα (EV) ώστε να παραμείνουν ανταγωνιστικοί σε ένα περιβάλλον όπου οι Κινέζοι κατασκευαστές EV κερδίζουν μερίδιο αγοράς.
Με την επένδυση σε τοπική παραγωγή, οι γερμανικές εταιρείες διαχειρίζονται όχι μόνο το κόστος αλλά και θωρακίζονται από τις παγκόσμιες αβεβαιότητες.

Μείωση των γερμανικών εξαγωγών στην Κίνα μέσω τοπικής παραγωγής

Η στροφή προς την τοπική παραγωγή έχει οδηγήσει σε μείωση κατά 5,7% του διμερούς εμπορίου μεταξύ Γερμανίας και Κίνας τους πρώτους επτά μήνες του 2024.
Οι γερμανικές εξαγωγές στην Κίνα μειώθηκαν κατά 11,7% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, καθώς οι εταιρείες εξυπηρετούν όλο και περισσότερο τους Κινέζους καταναλωτές απευθείας μέσω τοπικής παραγωγής.
Αυτή η μείωση των εξαγωγών είναι ιδιαίτερα αισθητή στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, όπου οι γερμανικές εταιρείες κατασκευάζουν οχήματα απευθείας στην Κίνα, αντί να τα εξάγουν.
Αυτή η τάση θα μπορούσε να επηρεάσει το εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας, καθώς λιγότερα γερμανικά προϊόντα αποστέλλονται στο εξωτερικό, ενώ η τοπική παραγωγή στην Κίνα συνεχίζει να αυξάνεται.

Τα μοναδικά πλεονεκτήματα της Κίνας για τις γερμανικές εταιρείες

Ενώ η γερμανική κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζουν τη διαφοροποίηση από την Κίνα, οι εναλλακτικές αγορές δεν διαθέτουν την υποδομή, το μέγεθος της αγοράς και την αποδοτικότητα κόστους της Κίνας.
Χώρες όπως το Βιετνάμ και η Ταϊλάνδη, αν και θεωρούνται επιλογές διαφοροποίησης, δεν μπορούν να συγκριθούν με τα βιομηχανικά δίκτυα, το καταρτισμένο εργατικό δυναμικό και το μέγεθος της αγοράς της Κίνας.
Από το 2022, πάνω από το 50% όλων των επενδύσεων της ΕΕ στην Κίνα προέρχονται από γερμανικές εταιρείες, κυρίως στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και των χημικών.
Σημαντικά έργα, όπως η συνεργασία της Volkswagen με την Xpeng και η μονάδα παραγωγής της BASF, υπογραμμίζουν τη στρατηγική εστίαση της Γερμανίας στην Κίνα για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα.

Στρατηγικός επαναπροσανατολισμός

Η απόφαση των γερμανικών εταιρειών να περιορίσουν τις επενδύσεις στην εγχώρια αγορά και να επεκταθούν στην Κίνα αντικατοπτρίζει τον βαθύ αντίκτυπο της τρέχουσας ενεργειακής πολιτικής της Γερμανίας και των ρυθμιστικών πιέσεων.
Τα υψηλά κόστη, η μεταβλητή ενεργειακή τροφοδοσία και οι ρυθμιστικές προκλήσεις έχουν καταστήσει τη Γερμανία δύσκολο περιβάλλον για βιομηχανικές επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, ενώ η Κίνα προσφέρει σταθερότητα, αποδοτικότητα κόστους και δυνατότητες ανάπτυξης της αγοράς.
Καθώς η Γερμανία προσπαθεί να διατηρήσει τη βιομηχανική της βάση, αυτές οι τάσεις υποδεικνύουν την ανάγκη αντιμετώπισης εγχώριων διαρθρωτικών ζητημάτων.
Χωρίς μεταρρυθμίσεις για τη μείωση του ενεργειακού κόστους και την εξάλειψη των ρυθμιστικών βαρών, η στροφή των γερμανικών επενδύσεων στην Κίνα είναι πιθανό να συνεχιστεί, με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για το εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας, την παραγωγή της βιομηχανίας και την οικονομική της ανθεκτικότητα.
Φυσικά, ούτε οι δασμοί της ΕΕ θα παίξουν σημαντικό ρόλο.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης