H συνεχιζόμενη ηγεμονία του δολαρίου απειλεί να εμβαθύνει την ανισότητα και την πολιτική πόλωση στις Ηνωμένες Πολιτείες
Tην δεκαετία του 1960, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Valéry Giscard d'Estaing, παραπονέθηκε ότι η κυριαρχία του δολαρίου των ΗΠΑ έδωσε στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα «υπερβολικό πλεονέκτημα» να δανείζονται φθηνά από τον υπόλοιπο κόσμο και να ζουν πέραν των μέσων που διέθεταν.
Από τότε οι σύμμαχοι και οι αντίπαλοι των ΗΠΑ απηχούσαν συχνά αυτό το παράπονο.
Αλλά το υπερβολικό πλεονέκτημα συνεπάγεται επίσης υπερβολικά φορτία που επιβαρύνουν την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση των ΗΠΑ και που ενδέχεται να γίνουν ακόμη βαρύτερα και πιο αποσταθεροποιητικά καθώς το μερίδιο των Ηνωμένων Πολιτειών στην παγκόσμια οικονομία συρρικνώνεται. Τα οφέλη της υπεροχής του δολαρίου προέρχονται κυρίως από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά το κόστος γενικά βαρύνει τους εργαζόμενους. Για αυτόν τον λόγο, η συνεχιζόμενη ηγεμονία του δολαρίου απειλεί να εμβαθύνει την ανισότητα καθώς και την πολιτική πόλωση στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ηγεμονία του δολαρίου δεν είναι καθορισμένη από την μοίρα.
Για χρόνια, οι αναλυτές προειδοποίησαν ότι η Κίνα και άλλες δυνάμεις ενδέχεται να αποφασίσουν να εγκαταλείψουν το δολάριο και να διαφοροποιήσουν τα συναλλαγματικά τους αποθέματα για οικονομικούς ή στρατηγικούς λόγους. Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι η παγκόσμια ζήτηση για δολάρια μειώνεται. Αλλά υπάρχει ένας άλλος τρόπος με τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να χάσουν το καθεστώς τους ως εκδότη του κυρίαρχου αποθεματικού νομίσματος στον κόσμο: θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν εθελοντικά την ηγεμονία του δολαρίου, επειδή το εγχώριο οικονομικό και πολιτικό κόστος έχει γίνει πολύ υψηλό.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη εγκαταλείψει δεσμεύσεις τους για την πολυμέρεια και την ασφάλεια κατά την διάρκεια της διοίκησης του προέδρου Donald Trump -ωθώντας τους μελετητές των διεθνών σχέσεων να συζητήσουν εάν η χώρα εγκαταλείπει την ηγεμονία υπό μια ευρύτερη στρατηγική έννοια.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν την δέσμευσή τους για την ηγεμονία του δολαρίου με παρόμοιο τρόπο: ακόμη και αν μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου θέλει οι Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρήσουν τον ρόλο του δολαρίου ως αποθεματικό νόμισμα -όπως και ο κόσμος θέλει να συνεχίσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες να παρέχουν ασφάλεια- η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να αποφασίσει ότι δεν μπορεί πλέον να το πράττει.
Είναι μια ιδέα που έχει λάβει εκπληκτικά λίγη συζήτηση στους πολιτικούς κύκλους, αλλά θα μπορούσε να ωφελήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τελικά τον υπόλοιπο κόσμο.
Το τίμημα της υπεροχής του δολαρίου
Η κυριαρχία του δολαρίου πηγάζει από την ζήτηση που υπάρχει για αυτό σε όλο τον κόσμο.
Το ξένο κεφάλαιο ρέει στις Ηνωμένες Πολιτείες επειδή είναι ένα ασφαλές μέρος για να τοποθετήσεις χρήματα και επειδή υπάρχουν λίγες άλλες εναλλακτικές.
Αυτές οι εισροές κεφαλαίων υπερβαίνουν εκείνες που χρειάζονται για την χρηματοδότηση του εμπορίου κατά πολλές φορές, και κάνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρούν ένα μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Με άλλα λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ζουν πέρα από τα μέσα που διαθέτουν, αλλά φιλοξενούν το περισσευούμενο κεφάλαιο του κόσμου.
Η ηγεμονία του δολαρίου έχει επίσης εγχώριες κατανεμητικές συνέπειες –δηλαδή, δημιουργεί νικητές και ηττημένους στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι κυριότεροι νικητές είναι οι τράπεζες που ενεργούν ως μεσάζοντες και αποδέκτες των εισροών κεφαλαίων και ασκούν υπερβολική επιρροή στην οικονομική πολιτική των ΗΠΑ.
Οι χαμένοι είναι οι κατασκευαστές και οι εργαζόμενοι τους οποίους απασχολούν.
Η ζήτηση για το δολάριο ανεβάζει την αξία του, γεγονός που καθιστά τις εξαγωγές των ΗΠΑ πιο ακριβές και περιορίζει την ζήτηση για αυτές από το εξωτερικό, οδηγώντας έτσι σε απώλειες κερδών και θέσεων εργασίας στη μεταποίηση.
Το κόστος βαρύνει δυσανάλογα τις ταλαντευόμενες [πολιτικά] πολιτείες σε περιοχές όπως η ζώνη της σκουριάς [the Rust Belt] -μια συνέπεια που με την σειρά της έχει εντείνει τις κοινωνικοοικονομικές διαιρέσεις και τροφοδότησε την πολιτική πόλωση.
Οι μεταποιητικές θέσεις εργασίας που κάποτε ήταν κεντρικές για τις οικονομίες αυτών των περιφερειών, έχουν μετακινηθεί πέρα από τις θάλασσες, αφήνοντας φτώχεια και δυσαρέσκεια στον απόηχό τους.
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλές από τις πιο σκληρά πληττόμενες πολιτείες ψήφισαν τον Τραμπ το 2016.
Το εγχώριο κόστος εξυπηρέτησης των μεγάλων ροών κεφαλαίου είναι πιθανό να αυξηθεί και να γίνει πιο αποσταθεροποιητικό για τις Ηνωμένες Πολιτείες στο μέλλον.
Καθώς η Κίνα και άλλες αναδυόμενες οικονομίες συνεχίζουν να αναπτύσσονται και το μερίδιο των Ηνωμένων Πολιτειών στην παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να συρρικνώνεται, οι εισροές κεφαλαίων στις Ηνωμένες Πολιτείες θα αυξηθούν σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας των ΗΠΑ.
Αυτό θα ενισχύσει τις κατανεμητικές συνέπειες της ηγεμονίας του δολαρίου, ωφελώντας περαιτέρω τους χρηματοοικονομικούς ενδιάμεσους των ΗΠΑ σε βάρος της βιομηχανικής βάσης της χώρας.
Πιθανότατα θα κάνει την πολιτική των ΗΠΑ ακόμη πιο έμφορτη.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις αυξανόμενες οικονομικές και πολιτικές πιέσεις, θα γίνει όλο και πιο δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να δημιουργήσουν πιο ισορροπημένη και δίκαιη ανάπτυξη, παραμένοντας παράλληλα ο προορισμός επιλογής για το περισσευούμενο κεφάλαιο του κόσμου, με αυτό το υπερτιμημένο νόμισμα και την αποβιομηχάνιση που αυτό σημαίνει.
Σε κάποιο σημείο, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να έχουν λίγες εναλλακτικές από το να περιορίσουν τις εισαγωγές κεφαλαίου προς όφελος της ευρύτερης οικονομίας -ακόμη και αν κάτι τέτοιο σημαίνει εθελοντική εγκατάλειψη του ρόλου του δολαρίου ως το κυρίαρχο αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο.
Τo βρετανικό προηγούμενο
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ήταν η πρώτη χώρα που θα έχει παραιτηθεί από τη νομισματική ηγεμονία.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ο κυρίαρχος πιστωτής στον κόσμο και η λίρα στερλίνα ήταν το κυρίαρχο μέσο χρηματοδότησης του διεθνούς εμπορίου. Κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου, η αξία του χρήματος βασιζόταν στην δυνατότητα εξαργύρωσης σε χρυσό σύμφωνα με τον λεγόμενο «κανόνα του χρυσού».
Το Ηνωμένο Βασίλειο κατείχε τα μεγαλύτερα αποθέματα χρυσού στον κόσμο και άλλες χώρες διατηρούσαν τα αποθέματά τους σε χρυσό ή σε λίρες.
Στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, η βρετανική οικονομία συρρικνώθηκε και οι εξαγωγές της έγιναν λιγότερο ανταγωνιστικές.
Αλλά επειδή το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν προσκολλημένο στον κανόνα του χρυσού, το να διατηρεί εμπορικό έλλειμμα σήμαινε τη μεταφορά χρυσού στο εξωτερικό, γεγονός που μείωσε το ποσό των χρημάτων σε κυκλοφορία και πίεσε προς τα κάτω τις εγχώριες τιμές.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ανέστειλε τον κανόνα του χρυσού κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, μαζί με πολλές άλλες χώρες.
Αλλά μέχρι το τέλος του πολέμου, ήταν ένα έθνος οφειλέτης και οι Ηνωμένες Πολιτείες, που είχαν συσσωρεύσει τεράστια αποθέματα χρυσού, το είχαν αντικαταστήσει ως τον κύριο πιστωτή του κόσμου.
Το Ηνωμένο Βασίλειο επέστρεψε στον κανόνα του χρυσού το 1925, αλλά το έπραξε με την προπολεμική συναλλαγματική ισοτιμία, πράγμα που σήμαινε ότι η στερλίνα ήταν πολύ υπερτιμημένη και με πολύ εξαντλημένα αποθέματα χρυσού.
Οι βρετανικές εξαγωγές συνέχισαν να υποφέρουν και τα υπόλοιπα αποθέματα χρυσού της χώρας μειώθηκαν, αναγκάζοντάς την να περικόψει τους μισθούς και τις τιμές.
Η βιομηχανική ανταγωνιστικότητα της χώρας μειώθηκε και η ανεργία αυξήθηκε, προκαλώντας κοινωνική αναταραχή. Το 1931, το Ηνωμένο Βασίλειο εγκατέλειψε τον κανόνα του χρυσού για πάντα -πράγμα που σήμαινε στην πραγματικότητα την εγκατάλειψη της ηγεμονίας της στερλίνας.
Το 1902, ο Joseph Chamberlain, τότε υπουργός Εξωτερικών για τις αποικίες, χαρακτήρισε διαβοήτως το Ηνωμένο Βασίλειο ως «κουρασμένο τιτάνα».
Σήμερα, ο όρος ταιριάζει κατάλληλα στις Ηνωμένες Πολιτείες που βλέπουν την οικονομική τους δύναμη να εξασθενεί σε σχέση με εκείνη άλλων δυνάμεων, ιδίως της Κίνας.
Οι θεωρητικοί των διεθνών σχέσεων και οι αναλυτές εξωτερικής πολιτικής συζητούν τον βαθμό και την έκταση της παρακμής των ΗΠΑ, ακόμη και τις προοπτικές για έναν «μετα-αμερικανικό» κόσμο.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι υπό τον Trump, οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειψαν σκόπιμα το έργο της «φιλελεύθερης ηγεμονίας» -για παράδειγμα, δημιουργώντας αβεβαιότητα σχετικά με τις δεσμεύσεις ασφαλείας των ΗΠΑ.
Άλλοι περιγράφουν την αποχώρηση των ΗΠΑ από την ηγεμονία ως μέρος μιας πιο μακροπρόθεσμης διαρθρωτικής υποχώρησης.
Είτε με το ένα είτε με το άλλο σενάριο, καθίσταται εντελώς κατανοητό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ακολουθήσουν το βρετανικό προηγούμενο και θα παραιτηθούν οικειοθελώς από τη νομισματική ηγεμονία. Το αν και το πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό έχει συζητηθεί εκπληκτικά λίγο.
Η υπόθεση της φορολόγησης του κερδοσκοπικού κεφαλαίου
Προς το παρόν, το δολάριο φαίνεται πιο κυρίαρχο από ποτέ. Ακόμη και όταν η οικονομία των ΗΠΑ έχει βυθιστεί σε ύφεση και έχει χάσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας, η ζήτηση για δολάρια έχει αυξηθεί -όπως συνέβη μετά την οικονομική κρίση του 2008.
Οι ξένοι πούλησαν μεγάλο αριθμό αμερικανικών κρατικών ομολόγων τον Μάρτιο, αλλά τα αντάλλαξαν με δολάρια ΗΠΑ.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα έριξε τρισεκατομμύρια δολάρια στην παγκόσμια οικονομία, προκειμένου να αποτρέψει ένα πάγωμα των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, επεκτείνοντας το σύστημα ανταλλαγής [πιστωτικών] γραμμών (swap lines) με άλλες κεντρικές τράπεζες που χρησιμοποίησε το 2008.
Ακόμη και όταν ο κακός χειρισμός της πανδημίας από την κυβέρνηση Τραμπ ενίσχυσε την άποψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια παρακμάζουσα δύναμη, οι ενέργειες της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και των επενδυτών σε όλο τον κόσμο υπογράμμισαν την κεντρική θέση του δολαρίου στην παγκόσμια οικονομία.
Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να καθησυχάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η εισροή κεφαλαίων θα συνεχίσει να βλάπτει τους Αμερικανούς κατασκευαστές και η ύφεση που προκαλείται από την πανδημία μόνο θα επιδεινώσει τον πόνο που αισθάνονται οι εργαζόμενοι.
Προκειμένου να μετριαστούν οι αυξανόμενες οικονομικές και πολιτικές πιέσεις σε περιοχές όπως η Rust Belt, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο λήψης μέτρων για τον περιορισμό των εισαγωγών κεφαλαίου.
Μια επιλογή θα ήταν να προμηθεύονται λιγότερα δολάρια στην παγκόσμια οικονομία, ανεβάζοντας την αξία του νομίσματος σε ένα σημείο όπου οι ξένοι θα αρνούνται να το αγοράσουν. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα έκανε το εμπόριο των ΗΠΑ λιγότερο ανταγωνιστικό, και θα μειώσει τον ήδη υπερβολικά χαμηλό πληθωρισμό.
Εναλλακτικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να απαντήσουν στην μπλόφα εκείνων των δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχουν ζητήσει μειωμένο παγκόσμιο ρόλο για το δολάριο.
Δεν υπάρχει προφανής διάδοχος των Ηνωμένων Πολιτειών ως προμηθευτή του κυρίαρχου αποθεματικού νομίσματος στον κόσμο. Για παράδειγμα, το να επιτρέπεται η ελεύθερη ροή κεφαλαίων μέσα και έξω από την Κίνα, θα απαιτούσε μια θεμελιώδη -και πολιτικά δύσκολη- αναδιάρθρωση της οικονομίας αυτής της χώρας.
Ούτε η ευρωζώνη μπορεί να αναλάβει [αυτή την θέση] όσο εξαρτάται από την ανάπτυξη που καθοδηγείται από τις εξαγωγές και από την αντίστοιχη εξαγωγή κεφαλαίου.
Αλλά η απουσία ενός σαφούς διαδόχου δεν θα πρέπει απαραίτητα να εμποδίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να εγκαταλείψουν την ηγεμονία του δολαρίου.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να επιβάλουν μια εισφορά ή έναν φόρο που να τιμωρεί τις βραχυπρόθεσμες, κερδοσκοπικές ξένες επενδύσεις αλλά να εξαιρεί τις μακροπρόθεσμες.
Μια τέτοια πολιτική θα μπορούσε να πάει ως τις πηγές των εμπορικών ανισορροπιών μειώνοντας τις εισροές κεφαλαίων (οι εμπορικοί φραγμοί χτυπούν τα συμπτώματα και όχι την αιτία).
Θα μετριάσει επίσης την τρέχουσα αντίδραση ενάντια στο ελεύθερο εμπόριο και θα μειώσει τα οικονομικά μη παραγωγικά κέρδη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Σε ένα αισιόδοξο σενάριο, οι τρεις οικονομικοί κόμβοι του κόσμου -η Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση- θα συμφωνούσαν να κατασκευάσουν ένα καλάθι νομισμάτων κατά τα πρότυπα των Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων (special drawing rights) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και είτε να εξουσιοδοτήσουν το ΔΝΤ να το ρυθμίσει είτε να δημιουργήσουν ένα νέο διεθνές νομισματικό ίδρυμα για να το πράξει.
Το απαισιόδοξο αλλά δυνητικά πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι ότι οι εντάσεις -ειδικά μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών- θα καθιστούσαν αδύνατη την συνεργασία και θα αύξαναν την πιθανότητα μιας μεταξύ τους σύγκρουσης γύρω από οικονομικά ζητήματα.
Ακόμα κι αν είναι αδύνατο να βρεθεί μια συνεργατική λύση, μπορεί να έχει νόημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες να εγκαταλείψουν μονομερώς την ηγεμονία του δολαρίου.
Κάτι τέτοιο θα ανάγκαζε την Κίνα και την ευρωζώνη να χρησιμοποιήσουν τις υπερβολικές αποταμιεύσεις τους εγχωρίως, κάτι που θα απαιτούσε από αυτές να προβούν σε σημαντικές προσαρμογές στα οικονομικά μοντέλα τους έτσι ώστε να παράγουν πιο ισορροπημένη και δίκαιη ανάπτυξη.
Θα περιορίσει επίσης τα υπερβολικά κέρδη των χρηματοπιστωτικών ενδιάμεσων στις ΗΠΑ και θα ωφελήσει τους Αμερικανούς εργαζόμενους μειώνοντας την αξία του δολαρίου και καθιστώντας τις εξαγωγές των ΗΠΑ πιο ανταγωνιστικές.
Εν ολίγοις, η εγκατάλειψη της ηγεμονίας του δολαρίου θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για μια πιο σταθερή και δίκαιη οικονομία στις ΗΠΑ και παγκοσμίως.
Από τότε οι σύμμαχοι και οι αντίπαλοι των ΗΠΑ απηχούσαν συχνά αυτό το παράπονο.
Αλλά το υπερβολικό πλεονέκτημα συνεπάγεται επίσης υπερβολικά φορτία που επιβαρύνουν την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση των ΗΠΑ και που ενδέχεται να γίνουν ακόμη βαρύτερα και πιο αποσταθεροποιητικά καθώς το μερίδιο των Ηνωμένων Πολιτειών στην παγκόσμια οικονομία συρρικνώνεται. Τα οφέλη της υπεροχής του δολαρίου προέρχονται κυρίως από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά το κόστος γενικά βαρύνει τους εργαζόμενους. Για αυτόν τον λόγο, η συνεχιζόμενη ηγεμονία του δολαρίου απειλεί να εμβαθύνει την ανισότητα καθώς και την πολιτική πόλωση στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ηγεμονία του δολαρίου δεν είναι καθορισμένη από την μοίρα.
Για χρόνια, οι αναλυτές προειδοποίησαν ότι η Κίνα και άλλες δυνάμεις ενδέχεται να αποφασίσουν να εγκαταλείψουν το δολάριο και να διαφοροποιήσουν τα συναλλαγματικά τους αποθέματα για οικονομικούς ή στρατηγικούς λόγους. Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι η παγκόσμια ζήτηση για δολάρια μειώνεται. Αλλά υπάρχει ένας άλλος τρόπος με τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να χάσουν το καθεστώς τους ως εκδότη του κυρίαρχου αποθεματικού νομίσματος στον κόσμο: θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν εθελοντικά την ηγεμονία του δολαρίου, επειδή το εγχώριο οικονομικό και πολιτικό κόστος έχει γίνει πολύ υψηλό.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη εγκαταλείψει δεσμεύσεις τους για την πολυμέρεια και την ασφάλεια κατά την διάρκεια της διοίκησης του προέδρου Donald Trump -ωθώντας τους μελετητές των διεθνών σχέσεων να συζητήσουν εάν η χώρα εγκαταλείπει την ηγεμονία υπό μια ευρύτερη στρατηγική έννοια.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν την δέσμευσή τους για την ηγεμονία του δολαρίου με παρόμοιο τρόπο: ακόμη και αν μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου θέλει οι Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρήσουν τον ρόλο του δολαρίου ως αποθεματικό νόμισμα -όπως και ο κόσμος θέλει να συνεχίσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες να παρέχουν ασφάλεια- η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να αποφασίσει ότι δεν μπορεί πλέον να το πράττει.
Είναι μια ιδέα που έχει λάβει εκπληκτικά λίγη συζήτηση στους πολιτικούς κύκλους, αλλά θα μπορούσε να ωφελήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τελικά τον υπόλοιπο κόσμο.
Το τίμημα της υπεροχής του δολαρίου
Η κυριαρχία του δολαρίου πηγάζει από την ζήτηση που υπάρχει για αυτό σε όλο τον κόσμο.
Το ξένο κεφάλαιο ρέει στις Ηνωμένες Πολιτείες επειδή είναι ένα ασφαλές μέρος για να τοποθετήσεις χρήματα και επειδή υπάρχουν λίγες άλλες εναλλακτικές.
Αυτές οι εισροές κεφαλαίων υπερβαίνουν εκείνες που χρειάζονται για την χρηματοδότηση του εμπορίου κατά πολλές φορές, και κάνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρούν ένα μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Με άλλα λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ζουν πέρα από τα μέσα που διαθέτουν, αλλά φιλοξενούν το περισσευούμενο κεφάλαιο του κόσμου.
Η ηγεμονία του δολαρίου έχει επίσης εγχώριες κατανεμητικές συνέπειες –δηλαδή, δημιουργεί νικητές και ηττημένους στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι κυριότεροι νικητές είναι οι τράπεζες που ενεργούν ως μεσάζοντες και αποδέκτες των εισροών κεφαλαίων και ασκούν υπερβολική επιρροή στην οικονομική πολιτική των ΗΠΑ.
Οι χαμένοι είναι οι κατασκευαστές και οι εργαζόμενοι τους οποίους απασχολούν.
Η ζήτηση για το δολάριο ανεβάζει την αξία του, γεγονός που καθιστά τις εξαγωγές των ΗΠΑ πιο ακριβές και περιορίζει την ζήτηση για αυτές από το εξωτερικό, οδηγώντας έτσι σε απώλειες κερδών και θέσεων εργασίας στη μεταποίηση.
Το κόστος βαρύνει δυσανάλογα τις ταλαντευόμενες [πολιτικά] πολιτείες σε περιοχές όπως η ζώνη της σκουριάς [the Rust Belt] -μια συνέπεια που με την σειρά της έχει εντείνει τις κοινωνικοοικονομικές διαιρέσεις και τροφοδότησε την πολιτική πόλωση.
Οι μεταποιητικές θέσεις εργασίας που κάποτε ήταν κεντρικές για τις οικονομίες αυτών των περιφερειών, έχουν μετακινηθεί πέρα από τις θάλασσες, αφήνοντας φτώχεια και δυσαρέσκεια στον απόηχό τους.
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλές από τις πιο σκληρά πληττόμενες πολιτείες ψήφισαν τον Τραμπ το 2016.
Το εγχώριο κόστος εξυπηρέτησης των μεγάλων ροών κεφαλαίου είναι πιθανό να αυξηθεί και να γίνει πιο αποσταθεροποιητικό για τις Ηνωμένες Πολιτείες στο μέλλον.
Καθώς η Κίνα και άλλες αναδυόμενες οικονομίες συνεχίζουν να αναπτύσσονται και το μερίδιο των Ηνωμένων Πολιτειών στην παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να συρρικνώνεται, οι εισροές κεφαλαίων στις Ηνωμένες Πολιτείες θα αυξηθούν σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας των ΗΠΑ.
Αυτό θα ενισχύσει τις κατανεμητικές συνέπειες της ηγεμονίας του δολαρίου, ωφελώντας περαιτέρω τους χρηματοοικονομικούς ενδιάμεσους των ΗΠΑ σε βάρος της βιομηχανικής βάσης της χώρας.
Πιθανότατα θα κάνει την πολιτική των ΗΠΑ ακόμη πιο έμφορτη.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις αυξανόμενες οικονομικές και πολιτικές πιέσεις, θα γίνει όλο και πιο δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να δημιουργήσουν πιο ισορροπημένη και δίκαιη ανάπτυξη, παραμένοντας παράλληλα ο προορισμός επιλογής για το περισσευούμενο κεφάλαιο του κόσμου, με αυτό το υπερτιμημένο νόμισμα και την αποβιομηχάνιση που αυτό σημαίνει.
Σε κάποιο σημείο, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να έχουν λίγες εναλλακτικές από το να περιορίσουν τις εισαγωγές κεφαλαίου προς όφελος της ευρύτερης οικονομίας -ακόμη και αν κάτι τέτοιο σημαίνει εθελοντική εγκατάλειψη του ρόλου του δολαρίου ως το κυρίαρχο αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο.
Τo βρετανικό προηγούμενο
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ήταν η πρώτη χώρα που θα έχει παραιτηθεί από τη νομισματική ηγεμονία.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ο κυρίαρχος πιστωτής στον κόσμο και η λίρα στερλίνα ήταν το κυρίαρχο μέσο χρηματοδότησης του διεθνούς εμπορίου. Κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου, η αξία του χρήματος βασιζόταν στην δυνατότητα εξαργύρωσης σε χρυσό σύμφωνα με τον λεγόμενο «κανόνα του χρυσού».
Το Ηνωμένο Βασίλειο κατείχε τα μεγαλύτερα αποθέματα χρυσού στον κόσμο και άλλες χώρες διατηρούσαν τα αποθέματά τους σε χρυσό ή σε λίρες.
Στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, η βρετανική οικονομία συρρικνώθηκε και οι εξαγωγές της έγιναν λιγότερο ανταγωνιστικές.
Αλλά επειδή το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν προσκολλημένο στον κανόνα του χρυσού, το να διατηρεί εμπορικό έλλειμμα σήμαινε τη μεταφορά χρυσού στο εξωτερικό, γεγονός που μείωσε το ποσό των χρημάτων σε κυκλοφορία και πίεσε προς τα κάτω τις εγχώριες τιμές.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ανέστειλε τον κανόνα του χρυσού κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, μαζί με πολλές άλλες χώρες.
Αλλά μέχρι το τέλος του πολέμου, ήταν ένα έθνος οφειλέτης και οι Ηνωμένες Πολιτείες, που είχαν συσσωρεύσει τεράστια αποθέματα χρυσού, το είχαν αντικαταστήσει ως τον κύριο πιστωτή του κόσμου.
Το Ηνωμένο Βασίλειο επέστρεψε στον κανόνα του χρυσού το 1925, αλλά το έπραξε με την προπολεμική συναλλαγματική ισοτιμία, πράγμα που σήμαινε ότι η στερλίνα ήταν πολύ υπερτιμημένη και με πολύ εξαντλημένα αποθέματα χρυσού.
Οι βρετανικές εξαγωγές συνέχισαν να υποφέρουν και τα υπόλοιπα αποθέματα χρυσού της χώρας μειώθηκαν, αναγκάζοντάς την να περικόψει τους μισθούς και τις τιμές.
Η βιομηχανική ανταγωνιστικότητα της χώρας μειώθηκε και η ανεργία αυξήθηκε, προκαλώντας κοινωνική αναταραχή. Το 1931, το Ηνωμένο Βασίλειο εγκατέλειψε τον κανόνα του χρυσού για πάντα -πράγμα που σήμαινε στην πραγματικότητα την εγκατάλειψη της ηγεμονίας της στερλίνας.
Το 1902, ο Joseph Chamberlain, τότε υπουργός Εξωτερικών για τις αποικίες, χαρακτήρισε διαβοήτως το Ηνωμένο Βασίλειο ως «κουρασμένο τιτάνα».
Σήμερα, ο όρος ταιριάζει κατάλληλα στις Ηνωμένες Πολιτείες που βλέπουν την οικονομική τους δύναμη να εξασθενεί σε σχέση με εκείνη άλλων δυνάμεων, ιδίως της Κίνας.
Οι θεωρητικοί των διεθνών σχέσεων και οι αναλυτές εξωτερικής πολιτικής συζητούν τον βαθμό και την έκταση της παρακμής των ΗΠΑ, ακόμη και τις προοπτικές για έναν «μετα-αμερικανικό» κόσμο.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι υπό τον Trump, οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειψαν σκόπιμα το έργο της «φιλελεύθερης ηγεμονίας» -για παράδειγμα, δημιουργώντας αβεβαιότητα σχετικά με τις δεσμεύσεις ασφαλείας των ΗΠΑ.
Άλλοι περιγράφουν την αποχώρηση των ΗΠΑ από την ηγεμονία ως μέρος μιας πιο μακροπρόθεσμης διαρθρωτικής υποχώρησης.
Είτε με το ένα είτε με το άλλο σενάριο, καθίσταται εντελώς κατανοητό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ακολουθήσουν το βρετανικό προηγούμενο και θα παραιτηθούν οικειοθελώς από τη νομισματική ηγεμονία. Το αν και το πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό έχει συζητηθεί εκπληκτικά λίγο.
Η υπόθεση της φορολόγησης του κερδοσκοπικού κεφαλαίου
Προς το παρόν, το δολάριο φαίνεται πιο κυρίαρχο από ποτέ. Ακόμη και όταν η οικονομία των ΗΠΑ έχει βυθιστεί σε ύφεση και έχει χάσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας, η ζήτηση για δολάρια έχει αυξηθεί -όπως συνέβη μετά την οικονομική κρίση του 2008.
Οι ξένοι πούλησαν μεγάλο αριθμό αμερικανικών κρατικών ομολόγων τον Μάρτιο, αλλά τα αντάλλαξαν με δολάρια ΗΠΑ.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα έριξε τρισεκατομμύρια δολάρια στην παγκόσμια οικονομία, προκειμένου να αποτρέψει ένα πάγωμα των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, επεκτείνοντας το σύστημα ανταλλαγής [πιστωτικών] γραμμών (swap lines) με άλλες κεντρικές τράπεζες που χρησιμοποίησε το 2008.
Ακόμη και όταν ο κακός χειρισμός της πανδημίας από την κυβέρνηση Τραμπ ενίσχυσε την άποψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια παρακμάζουσα δύναμη, οι ενέργειες της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και των επενδυτών σε όλο τον κόσμο υπογράμμισαν την κεντρική θέση του δολαρίου στην παγκόσμια οικονομία.
Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να καθησυχάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η εισροή κεφαλαίων θα συνεχίσει να βλάπτει τους Αμερικανούς κατασκευαστές και η ύφεση που προκαλείται από την πανδημία μόνο θα επιδεινώσει τον πόνο που αισθάνονται οι εργαζόμενοι.
Προκειμένου να μετριαστούν οι αυξανόμενες οικονομικές και πολιτικές πιέσεις σε περιοχές όπως η Rust Belt, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο λήψης μέτρων για τον περιορισμό των εισαγωγών κεφαλαίου.
Μια επιλογή θα ήταν να προμηθεύονται λιγότερα δολάρια στην παγκόσμια οικονομία, ανεβάζοντας την αξία του νομίσματος σε ένα σημείο όπου οι ξένοι θα αρνούνται να το αγοράσουν. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα έκανε το εμπόριο των ΗΠΑ λιγότερο ανταγωνιστικό, και θα μειώσει τον ήδη υπερβολικά χαμηλό πληθωρισμό.
Εναλλακτικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να απαντήσουν στην μπλόφα εκείνων των δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχουν ζητήσει μειωμένο παγκόσμιο ρόλο για το δολάριο.
Δεν υπάρχει προφανής διάδοχος των Ηνωμένων Πολιτειών ως προμηθευτή του κυρίαρχου αποθεματικού νομίσματος στον κόσμο. Για παράδειγμα, το να επιτρέπεται η ελεύθερη ροή κεφαλαίων μέσα και έξω από την Κίνα, θα απαιτούσε μια θεμελιώδη -και πολιτικά δύσκολη- αναδιάρθρωση της οικονομίας αυτής της χώρας.
Ούτε η ευρωζώνη μπορεί να αναλάβει [αυτή την θέση] όσο εξαρτάται από την ανάπτυξη που καθοδηγείται από τις εξαγωγές και από την αντίστοιχη εξαγωγή κεφαλαίου.
Αλλά η απουσία ενός σαφούς διαδόχου δεν θα πρέπει απαραίτητα να εμποδίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να εγκαταλείψουν την ηγεμονία του δολαρίου.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να επιβάλουν μια εισφορά ή έναν φόρο που να τιμωρεί τις βραχυπρόθεσμες, κερδοσκοπικές ξένες επενδύσεις αλλά να εξαιρεί τις μακροπρόθεσμες.
Μια τέτοια πολιτική θα μπορούσε να πάει ως τις πηγές των εμπορικών ανισορροπιών μειώνοντας τις εισροές κεφαλαίων (οι εμπορικοί φραγμοί χτυπούν τα συμπτώματα και όχι την αιτία).
Θα μετριάσει επίσης την τρέχουσα αντίδραση ενάντια στο ελεύθερο εμπόριο και θα μειώσει τα οικονομικά μη παραγωγικά κέρδη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Σε ένα αισιόδοξο σενάριο, οι τρεις οικονομικοί κόμβοι του κόσμου -η Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση- θα συμφωνούσαν να κατασκευάσουν ένα καλάθι νομισμάτων κατά τα πρότυπα των Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων (special drawing rights) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και είτε να εξουσιοδοτήσουν το ΔΝΤ να το ρυθμίσει είτε να δημιουργήσουν ένα νέο διεθνές νομισματικό ίδρυμα για να το πράξει.
Το απαισιόδοξο αλλά δυνητικά πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι ότι οι εντάσεις -ειδικά μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών- θα καθιστούσαν αδύνατη την συνεργασία και θα αύξαναν την πιθανότητα μιας μεταξύ τους σύγκρουσης γύρω από οικονομικά ζητήματα.
Ακόμα κι αν είναι αδύνατο να βρεθεί μια συνεργατική λύση, μπορεί να έχει νόημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες να εγκαταλείψουν μονομερώς την ηγεμονία του δολαρίου.
Κάτι τέτοιο θα ανάγκαζε την Κίνα και την ευρωζώνη να χρησιμοποιήσουν τις υπερβολικές αποταμιεύσεις τους εγχωρίως, κάτι που θα απαιτούσε από αυτές να προβούν σε σημαντικές προσαρμογές στα οικονομικά μοντέλα τους έτσι ώστε να παράγουν πιο ισορροπημένη και δίκαιη ανάπτυξη.
Θα περιορίσει επίσης τα υπερβολικά κέρδη των χρηματοπιστωτικών ενδιάμεσων στις ΗΠΑ και θα ωφελήσει τους Αμερικανούς εργαζόμενους μειώνοντας την αξία του δολαρίου και καθιστώντας τις εξαγωγές των ΗΠΑ πιο ανταγωνιστικές.
Εν ολίγοις, η εγκατάλειψη της ηγεμονίας του δολαρίου θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για μια πιο σταθερή και δίκαιη οικονομία στις ΗΠΑ και παγκοσμίως.
Simon Tilford, οικονομολόγος στο Forum for a New Economy
Hans Kundnani, συνεργάτης στο Chatham House
www.bankingnews.gr
Hans Kundnani, συνεργάτης στο Chatham House
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών