Η Κίνα έχει εισέλθει σε έναν αγώνα ταχύτητας για να αναπτύξει ημιαγωγούς και άλλες βασικές τεχνολογίες, ώστε να μειώσει την ευπάθειά της στις αλυσίδες εφοδιασμού που διέρχονται από τις ΗΠΑ
Η Κίνα έχει εισέλθει σε έναν αγώνα ταχύτητας για να αναπτύξει ημιαγωγούς και άλλες βασικές τεχνολογίες, ώστε να μειώσει την ευπάθειά της στις αλυσίδες εφοδιασμού που διέρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού, τριάμισι χρόνια μέσα στην πρώτη της θητεία, η διοίκηση του προέδρου των ΗΠΑ, Donald Trump, συνέταξε τελικά μια ολοκληρωμένη στρατηγική για τον τεχνολογικό ανταγωνισμό με την Κίνα, όπως υποστηρίζει σε μελέτη του Foreign Affairs.
Από την διακοπή των αλυσίδων που προμηθεύουν κινεζικούς τεχνολογικούς γίγαντες έως την παρεμπόδιση συναλλαγών μαζί τους και μέχρι την ρύθμιση των υποθαλάσσιων καλωδίων από τα οποία εξαρτώνται οι τηλεπικοινωνίες, τα μέτρα της κυβέρνησης Trump ήταν συχνά ατελή, αυτοσχεδιαστικά, και ακόμη και επιζήμια για ορισμένα από τα πιο δυνατά σημεία του αμερικανικού συστήματος καινοτομίας.
Ωστόσο, έχουν καθορίσει το περίγραμμα της πολιτικής των ΗΠΑ προς την Κίνα για την τεχνολογία στο εγγύς μέλλον.
Αυτή η πολιτική βασίζεται στον περιορισμό της ροής τεχνολογίας προς την Κίνα, στην αναδιάρθρωση των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, και στην επένδυση σε αναδυόμενες τεχνολογίες εγχωρίως.
Ακόμη και μια νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι απίθανο να απομακρυνθεί από αυτές τις βασικές αρχές.
Η αντισταθμιστική στρατηγική του Πεκίνου έχει επίσης αποκρυσταλλωθεί.
Η Κίνα έχει εισέλθει σε έναν αγώνα ταχύτητας για να αναπτύξει ημιαγωγούς και άλλες βασικές τεχνολογίες, ώστε να μειώσει την ευπάθειά της στις αλυσίδες εφοδιασμού που διέρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Για την επίτευξη αυτού του στόχου, οι ηγέτες της κινητοποιούν εταιρείες τεχνολογίας, συσφίγγουν τους δεσμούς με τις χώρες που συμμετέχουν στην κινεζική Πρωτοβουλία Belt and Road, και υποστηρίζουν μια εκστρατεία στον κυβερνο-βιομηχανικής κατασκοπείας.
Το περίγραμμα του «τεχνολογικού ψυχρού πολέμου» έχει γίνει ξεκάθαρο, αλλά το ποιος θα επωφεληθεί από αυτόν τον ανταγωνισμό , εάν επωφεληθεί κάποιος, παραμένει ανοιχτό ζήτημα.
Ένας διπολικός τεχνολογικός κόσμος πιθανότατα θα καινοτομεί πιο αργά, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Θα είναι επίσης ακριβός.
Μια έκθεση της Deutsche Bank εκτιμά το κόστος του τεχνολογικού πολέμου σε περισσότερα από 3,5 τρισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα πέντε χρόνια.
Ωστόσο, οι ηγέτες και από τις δύο πλευρές του Ειρηνικού ελπίζουν να βάλουν σε γρήγορη τροχιά την τεχνολογική ανάπτυξη εγχωρίως, καθιστώντας την ένα ζήτημα εθνικής ασφάλειας.
Η αντισταθμιστική στρατηγική της Κίνας
Ο Trump έχει χαράξει την τροχιά του τεχνολογικού ανταγωνισμού των ΗΠΑ με την Κίνα.
Εάν υπάρξει αλλαγή στην διοίκηση, οι μεταβολές στην πολιτική είναι πιθανό να αποτελέσουν θέμα τελειοποίησης [των ήδη αποφασισμένων πολιτικών].
Για παράδειγμα, για να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες που δημιουργούν το TikTok, το WeChat και άλλες κινεζικές εφαρμογές σχετικά με το απόρρητο των δεδομένων και την λογοκρισία, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν τελικά να επιλέξουν να αντικαταστήσουν τις γενικές απαγορεύσεις που βασίζονται στην χώρα προέλευσης με ένα ισχυρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο ιδιωτικού απορρήτου.
Και μια νέα διοίκηση θα μπορούσε να εισαγάγει άλλες ευρείες αλλαγές που θα επηρεάσουν την πορεία του ανταγωνισμού.
Εάν, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόκειται να ενισχύουν τις σχέσεις με τους συμμάχους τους, ίσως να βρουν πιο πρόθυμους εταίρους για να συνεργαστούν στην ανάπτυξη διεθνών προτύπων, στην προστασία της ευαίσθητης πνευματικής ιδιοκτησίας και στην επένδυση σε 5G και άλλες αναδυόμενες τεχνολογίες.
Η διοίκηση Trump πρότεινε αύξηση κατά 30% στις μη αμυντικές δαπάνες για την τεχνητή νοημοσύνη και τις κβαντικές επιστήμες πληροφοριών, αλλά άλλοι τομείς επιστημονικής έρευνας θα μπορούσαν επίσης να λάβουν χρηματοδότηση προτεραιότητας.
Οι εξυπνότερες πολιτικές μετανάστευσης θα μπορούσαν να αποτρέψουν πολλούς από τους καλύτερους και τους πιο έξυπνους από το να αναζητήσουν ευκαιρίες στην Αυστραλία, τον Καναδά, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και έτσι να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ στους ημιαγωγούς και την τεχνητή νοημοσύνη].
Αλλά όλες αυτές οι αλλαγές θα πραγματοποιηθούν γύρω από τα περιθώρια της ίδιας βασικής στρατηγικής: να εμποδιστεί η ροή της τεχνολογίας στην Κίνα, να επαναπατριστούν μερικές αλυσίδες εφοδιασμού υψηλής τεχνολογίας, και να αναζωογονηθεί η αμερικανική καινοτομία.
Αυτές οι βασικές αρχές είναι τόσο σαφείς για το Πεκίνο όσο έχουν γίνει και στην Ουάσιγκτον.
Ως αποτέλεσμα, η Κίνα προετοιμάζεται για ένα μέλλον στο οποίο δεν θα μπορεί να βασιστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες για βασικές τεχνολογίες.
Φέτος, το Εθνικό Λαϊκό Συνέδριο παρουσίασε ένα πενταετές σχέδιο στο οποίο δήμοι, επαρχίες, και εταιρείες θα επενδύσουν περίπου 1,4 τρισεκατομμύρια δολάρια για την κατασκευή «νέας υποδομής» μέσω AI, κέντρων δεδομένων (data centers), 5G, Βιομηχανικού Διαδικτύου (Industrial Internet), και άλλων νέων τεχνολογιών.
Οι Κινέζοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής επιδιώκουν ιδιαίτερα να μειώσουν την εξάρτηση της χώρας τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες στους ημιαγωγούς.
Τον Οκτώβριο του 2019, το Πεκίνο ίδρυσε ένα ταμείο ημιαγωγών ύψους 29 δισεκατομμυρίων δολαρίων και τον Αύγουστο οι Κινέζοι αξιωματούχοι εισήγαγαν άλλες πολιτικές για την στήριξη της βιομηχανίας τσιπ, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών οφελών, της υποστήριξης της Έρευνας και Ανάπτυξης, και των κινήτρων για μετεγκατάσταση διεθνών εταιρειών ημιαγωγών στην Κίνα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, δύο υποστηριζόμενοι από την κυβέρνηση κατασκευαστές τσιπ έχουν προσλάβει περισσότερους από 100 βετεράνους μηχανικούς και διευθυντές από την Taiwan Semiconductor Manufacturing Company, την κορυφαία εταιρεία κατασκευής chip στον κόσμο, και μια εταιρεία κυβερνοασφάλειας αποκάλυψε πρόσφατα ένα διετές πρόγραμμα hacking που έκλεψε τον πηγαίο κώδικα, κιτ ανάπτυξης λογισμικού, και σχέδια τσιπ από επτά εταιρίες τσιπ της Ταϊβάν.
Η προσπάθεια μείωσης της τεχνολογικής εξάρτησης φαίνεται να βοηθά στην προώθηση της ευρύτερης οικονομικής ατζέντας της Κίνας.
Τα κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης προώθησαν πρόσφατα τον νέο κλάδο της οικονομικής σκέψης του Κινέζου προέδρου Xi Jinping, που ονομάζεται «θεωρία διπλής κυκλοφορίας» (“dual circulation theory”).
Παρόλο που οι λεπτομέρειές της παραμένουν ασαφείς, η θεωρία φαίνεται να δίνει προτεραιότητα στην εγχώρια κατανάλωση, τις αγορές, και τις εταιρείες, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της τεχνολογικής αυτάρκειας της Κίνας μετά από δεκαετίες ανάπτυξης με γνώμονα τις εξαγωγές.
Σύμφωνα με την εφημερίδα The Wall Street Journal, ο Κινέζος αντιπρόεδρος Liu He έχει εργαστεί για να εντοπίσει εταιρείες και βιομηχανίες που κινδυνεύουν από τις κυρώσεις των ΗΠΑ.
Εκείνες που πιστεύεται ότι είναι ιδιαίτερα ευάλωτες θα μπορούσαν να λάβουν περισσότερη χρηματοδότηση από την κυβέρνηση για Έρευνα και Ανάπτυξη.
Η κινεζική κυβέρνηση προσπαθεί επίσης να κινητοποιήσει ιδιωτικές εταιρείες τεχνολογίας για την υποστήριξη εθνικών στόχων.
Σε μια συνάντηση τον Ιούλιο με Κινέζους επιχειρηματίες, ο Xi κάλεσε τις επιχειρήσεις να είναι πατριωτικές και καινοτόμες.
Περισσότεροι από τους μισούς από τους 25 επιχειρηματικούς ηγέτες στο συνέδριο εργάζονταν σε αναδυόμενους τεχνολογικούς τομείς, όπως η παραγωγή τσιπ, η τεχνητή νοημοσύνη και η έξυπνη μεταποίηση (smart manufacturing).
Η Alibaba δημιούργησε ένα τμήμα ημιαγωγών, που ονομάζεται Pingtouge, τον Σεπτέμβριο του 2018, και η Baidu κυκλοφόρησε ένα έξυπνο τσιπ, που ονομάζεται Kunlun, τον Ιούλιο του 2019.
Η Alibaba και η Tencent ανακοίνωσαν τεράστιες νέες επενδύσεις σε υπηρεσίες cloud και κέντρα δεδομένων (data centers) για να υποστηρίξουν τις νέες υποδομές.
Καθώς προσπαθεί να διαφοροποιήσει την αλυσίδα εφοδιασμού της, η Κίνα ενδιαφέρεται για λύσεις ανοιχτού κώδικα (open-source) που πιστεύει ότι δεν θα υπόκεινται σε κυρώσεις των ΗΠΑ.
Η Huawei, για παράδειγμα, δεσμεύτηκε να επενδύσει 1 δισεκατομμύριο δολάρια για να προσελκύσει προγραμματιστές σε αντικατάσταση της ανοιχτού κώδικα Google Mobile Services, και η Κίνα συμμετείχε ενεργά και με ενθουσιασμό στο ανοικτού κώδικα σχέδιο RISC-V για chip.
Επιπλέον, όσο λιγότερο φιλόξενες βρίσκουν τις ευρωπαϊκές αγορές οι κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας, τόσο περισσότερο αυτές οι εταιρείες θα επικεντρωθούν στην κατασκευή ψηφιακών υποδομών και στην παροχή υπηρεσιών στις χώρες που έχουν προσχωρήσει στην πρωτοβουλία Belt and Road.
Τέλος, στην χειρότερη περίπτωση, το Πεκίνο διατηρεί ένα ισχυρό εργαλείο πολιτικής στην φαρέτρα του: μπορεί πάντα να προβεί σε αντίποινα εναντίον εταιρειών τεχνολογίας των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το Υπουργείο Εμπορίου της Κίνας έχει ετοιμάσει έναν «κατάλογο αναξιόπιστων οντοτήτων» με ξένους ανθρώπους και επιχειρήσεις: εκείνοι που διέκοψαν τις προμήθειες προς κινεζικές εταιρείες για μη οικονομικούς λόγους θα μπορούσαν να δουν τις δραστηριότητές τους στην Κίνα να περιορίζονται σοβαρά από απαγορεύσεις ή περιορισμούς στο εμπόριο, τις επενδύσεις, τις κανονιστικές εγκρίσεις, και τις άδειες.
Μερικοί στα κινεζικά μέσα ενημέρωσης και την επιχειρηματική κοινότητα έχουν προτείνει ότι η Apple ή η Qualcomm θα μπορούσαν τελικά να τιμωρηθούν για την εκστρατεία της Ουάσινγκτον εναντίον της Huawei.
Μέχρι στιγμής, ωστόσο, το Πεκίνο έχει αποφύγει τέτοιες ενέργειες και έχει επιλέξει αντ' αυτού να τοποθετηθεί ως ο συγκρατημένος, υπεύθυνος παράγοντας στην εμπορική διαμάχη με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η μακρά πορεία
Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες ετοιμάζονται για μια μακροπρόθεσμη τεχνολογική αντιπαλότητα –μια αντιπαλότητα που πιθανότατα δεν θα αλλάξει πορεία ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών των ΗΠΑ.
Προκειμένου αυτός ο ανταγωνισμός να προωθήσει την καινοτομία με ρυθμό που να αντισταθμίζει τις απώλειες που συνεπάγεται, το Πεκίνο και η Ουάσινγκτον θα πρέπει να ξεπεράσουν εγχώρια πολιτικά εμπόδια.
Η κινεζική βιομηχανική πολιτική επέτρεψε στην χώρα να πραγματοποιήσει κέρδη σε τομείς όπως οι υπερυπολογιστές, αλλά η «από πάνω προς τα κάτω» διοικητική πρακτική του Πεκίνου μπορεί επίσης να παράγει αναποτελεσματικότητα, σπατάλη και πλεονασμό.
Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση μέχρι στιγμής δεν κατάφερε να καλύψει το χάσμα μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών στους ημιαγωγούς, παρά τις δεκαετίες υποστήριξης σε αυτόν τον κλάδο, και οι τρέχουσες προσπάθειες είναι απίθανο να αποφέρουν άμεσα επιτεύγματα.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι εκτελεστικοί οργανισμοί και το Κογκρέσο υποστηρίζουν γενικά την ενίσχυση της καινοτομίας.
Κατά την διάρκεια των τελευταίων έξι μηνών, μέλη του Κογκρέσου έχουν εισαγάγει νομοσχέδια που αντικατοπτρίζουν αυτήν την δέσμευση -για παράδειγμα, ενισχύοντας την εγχώρια κατασκευή ημιαγωγών, ανοικοδομώντας το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών (National Science Foundation), και δημιουργώντας ένα εθνικό ερευνητικό cloud.
Ένα νομοσχέδιο επιδιώκει να καταστήσει τις βίζες των μεταναστών πιο εύκολα προσβάσιμες για όσους εργάζονται στην AI και σε άλλες τεχνολογίες απαραίτητες για την εθνική ασφάλεια.
Αυτή η υψηλού επιπέδου πολιτική προσοχή πρέπει, ωστόσο, να μετατραπεί σε συνεχή διακομματική υποστήριξη.
Τα τελευταία τρία χρόνια αποτελούν μια προειδοποίηση για τον έντονο τεχνολογικό ανταγωνισμό που θα έρθει.
Το Πεκίνο κατέστησε σαφές ότι θα προσαρμοστεί και θα απαντήσει στις προσπάθειες των ΗΠΑ.
Η Ουάσιγκτον πρέπει να κάνει το ίδιο.
Adam Segal, Council on Foreign Relations.
www.bankingnews.gr
Από την διακοπή των αλυσίδων που προμηθεύουν κινεζικούς τεχνολογικούς γίγαντες έως την παρεμπόδιση συναλλαγών μαζί τους και μέχρι την ρύθμιση των υποθαλάσσιων καλωδίων από τα οποία εξαρτώνται οι τηλεπικοινωνίες, τα μέτρα της κυβέρνησης Trump ήταν συχνά ατελή, αυτοσχεδιαστικά, και ακόμη και επιζήμια για ορισμένα από τα πιο δυνατά σημεία του αμερικανικού συστήματος καινοτομίας.
Ωστόσο, έχουν καθορίσει το περίγραμμα της πολιτικής των ΗΠΑ προς την Κίνα για την τεχνολογία στο εγγύς μέλλον.
Αυτή η πολιτική βασίζεται στον περιορισμό της ροής τεχνολογίας προς την Κίνα, στην αναδιάρθρωση των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, και στην επένδυση σε αναδυόμενες τεχνολογίες εγχωρίως.
Ακόμη και μια νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι απίθανο να απομακρυνθεί από αυτές τις βασικές αρχές.
Η αντισταθμιστική στρατηγική του Πεκίνου έχει επίσης αποκρυσταλλωθεί.
Η Κίνα έχει εισέλθει σε έναν αγώνα ταχύτητας για να αναπτύξει ημιαγωγούς και άλλες βασικές τεχνολογίες, ώστε να μειώσει την ευπάθειά της στις αλυσίδες εφοδιασμού που διέρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Για την επίτευξη αυτού του στόχου, οι ηγέτες της κινητοποιούν εταιρείες τεχνολογίας, συσφίγγουν τους δεσμούς με τις χώρες που συμμετέχουν στην κινεζική Πρωτοβουλία Belt and Road, και υποστηρίζουν μια εκστρατεία στον κυβερνο-βιομηχανικής κατασκοπείας.
Το περίγραμμα του «τεχνολογικού ψυχρού πολέμου» έχει γίνει ξεκάθαρο, αλλά το ποιος θα επωφεληθεί από αυτόν τον ανταγωνισμό , εάν επωφεληθεί κάποιος, παραμένει ανοιχτό ζήτημα.
Ένας διπολικός τεχνολογικός κόσμος πιθανότατα θα καινοτομεί πιο αργά, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Θα είναι επίσης ακριβός.
Μια έκθεση της Deutsche Bank εκτιμά το κόστος του τεχνολογικού πολέμου σε περισσότερα από 3,5 τρισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα πέντε χρόνια.
Ωστόσο, οι ηγέτες και από τις δύο πλευρές του Ειρηνικού ελπίζουν να βάλουν σε γρήγορη τροχιά την τεχνολογική ανάπτυξη εγχωρίως, καθιστώντας την ένα ζήτημα εθνικής ασφάλειας.
Η αντισταθμιστική στρατηγική της Κίνας
Ο Trump έχει χαράξει την τροχιά του τεχνολογικού ανταγωνισμού των ΗΠΑ με την Κίνα.
Εάν υπάρξει αλλαγή στην διοίκηση, οι μεταβολές στην πολιτική είναι πιθανό να αποτελέσουν θέμα τελειοποίησης [των ήδη αποφασισμένων πολιτικών].
Για παράδειγμα, για να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες που δημιουργούν το TikTok, το WeChat και άλλες κινεζικές εφαρμογές σχετικά με το απόρρητο των δεδομένων και την λογοκρισία, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν τελικά να επιλέξουν να αντικαταστήσουν τις γενικές απαγορεύσεις που βασίζονται στην χώρα προέλευσης με ένα ισχυρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο ιδιωτικού απορρήτου.
Και μια νέα διοίκηση θα μπορούσε να εισαγάγει άλλες ευρείες αλλαγές που θα επηρεάσουν την πορεία του ανταγωνισμού.
Εάν, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόκειται να ενισχύουν τις σχέσεις με τους συμμάχους τους, ίσως να βρουν πιο πρόθυμους εταίρους για να συνεργαστούν στην ανάπτυξη διεθνών προτύπων, στην προστασία της ευαίσθητης πνευματικής ιδιοκτησίας και στην επένδυση σε 5G και άλλες αναδυόμενες τεχνολογίες.
Η διοίκηση Trump πρότεινε αύξηση κατά 30% στις μη αμυντικές δαπάνες για την τεχνητή νοημοσύνη και τις κβαντικές επιστήμες πληροφοριών, αλλά άλλοι τομείς επιστημονικής έρευνας θα μπορούσαν επίσης να λάβουν χρηματοδότηση προτεραιότητας.
Οι εξυπνότερες πολιτικές μετανάστευσης θα μπορούσαν να αποτρέψουν πολλούς από τους καλύτερους και τους πιο έξυπνους από το να αναζητήσουν ευκαιρίες στην Αυστραλία, τον Καναδά, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και έτσι να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ στους ημιαγωγούς και την τεχνητή νοημοσύνη].
Αλλά όλες αυτές οι αλλαγές θα πραγματοποιηθούν γύρω από τα περιθώρια της ίδιας βασικής στρατηγικής: να εμποδιστεί η ροή της τεχνολογίας στην Κίνα, να επαναπατριστούν μερικές αλυσίδες εφοδιασμού υψηλής τεχνολογίας, και να αναζωογονηθεί η αμερικανική καινοτομία.
Αυτές οι βασικές αρχές είναι τόσο σαφείς για το Πεκίνο όσο έχουν γίνει και στην Ουάσιγκτον.
Ως αποτέλεσμα, η Κίνα προετοιμάζεται για ένα μέλλον στο οποίο δεν θα μπορεί να βασιστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες για βασικές τεχνολογίες.
Φέτος, το Εθνικό Λαϊκό Συνέδριο παρουσίασε ένα πενταετές σχέδιο στο οποίο δήμοι, επαρχίες, και εταιρείες θα επενδύσουν περίπου 1,4 τρισεκατομμύρια δολάρια για την κατασκευή «νέας υποδομής» μέσω AI, κέντρων δεδομένων (data centers), 5G, Βιομηχανικού Διαδικτύου (Industrial Internet), και άλλων νέων τεχνολογιών.
Οι Κινέζοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής επιδιώκουν ιδιαίτερα να μειώσουν την εξάρτηση της χώρας τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες στους ημιαγωγούς.
Τον Οκτώβριο του 2019, το Πεκίνο ίδρυσε ένα ταμείο ημιαγωγών ύψους 29 δισεκατομμυρίων δολαρίων και τον Αύγουστο οι Κινέζοι αξιωματούχοι εισήγαγαν άλλες πολιτικές για την στήριξη της βιομηχανίας τσιπ, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών οφελών, της υποστήριξης της Έρευνας και Ανάπτυξης, και των κινήτρων για μετεγκατάσταση διεθνών εταιρειών ημιαγωγών στην Κίνα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, δύο υποστηριζόμενοι από την κυβέρνηση κατασκευαστές τσιπ έχουν προσλάβει περισσότερους από 100 βετεράνους μηχανικούς και διευθυντές από την Taiwan Semiconductor Manufacturing Company, την κορυφαία εταιρεία κατασκευής chip στον κόσμο, και μια εταιρεία κυβερνοασφάλειας αποκάλυψε πρόσφατα ένα διετές πρόγραμμα hacking που έκλεψε τον πηγαίο κώδικα, κιτ ανάπτυξης λογισμικού, και σχέδια τσιπ από επτά εταιρίες τσιπ της Ταϊβάν.
Η προσπάθεια μείωσης της τεχνολογικής εξάρτησης φαίνεται να βοηθά στην προώθηση της ευρύτερης οικονομικής ατζέντας της Κίνας.
Τα κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης προώθησαν πρόσφατα τον νέο κλάδο της οικονομικής σκέψης του Κινέζου προέδρου Xi Jinping, που ονομάζεται «θεωρία διπλής κυκλοφορίας» (“dual circulation theory”).
Παρόλο που οι λεπτομέρειές της παραμένουν ασαφείς, η θεωρία φαίνεται να δίνει προτεραιότητα στην εγχώρια κατανάλωση, τις αγορές, και τις εταιρείες, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της τεχνολογικής αυτάρκειας της Κίνας μετά από δεκαετίες ανάπτυξης με γνώμονα τις εξαγωγές.
Σύμφωνα με την εφημερίδα The Wall Street Journal, ο Κινέζος αντιπρόεδρος Liu He έχει εργαστεί για να εντοπίσει εταιρείες και βιομηχανίες που κινδυνεύουν από τις κυρώσεις των ΗΠΑ.
Εκείνες που πιστεύεται ότι είναι ιδιαίτερα ευάλωτες θα μπορούσαν να λάβουν περισσότερη χρηματοδότηση από την κυβέρνηση για Έρευνα και Ανάπτυξη.
Η κινεζική κυβέρνηση προσπαθεί επίσης να κινητοποιήσει ιδιωτικές εταιρείες τεχνολογίας για την υποστήριξη εθνικών στόχων.
Σε μια συνάντηση τον Ιούλιο με Κινέζους επιχειρηματίες, ο Xi κάλεσε τις επιχειρήσεις να είναι πατριωτικές και καινοτόμες.
Περισσότεροι από τους μισούς από τους 25 επιχειρηματικούς ηγέτες στο συνέδριο εργάζονταν σε αναδυόμενους τεχνολογικούς τομείς, όπως η παραγωγή τσιπ, η τεχνητή νοημοσύνη και η έξυπνη μεταποίηση (smart manufacturing).
Η Alibaba δημιούργησε ένα τμήμα ημιαγωγών, που ονομάζεται Pingtouge, τον Σεπτέμβριο του 2018, και η Baidu κυκλοφόρησε ένα έξυπνο τσιπ, που ονομάζεται Kunlun, τον Ιούλιο του 2019.
Η Alibaba και η Tencent ανακοίνωσαν τεράστιες νέες επενδύσεις σε υπηρεσίες cloud και κέντρα δεδομένων (data centers) για να υποστηρίξουν τις νέες υποδομές.
Καθώς προσπαθεί να διαφοροποιήσει την αλυσίδα εφοδιασμού της, η Κίνα ενδιαφέρεται για λύσεις ανοιχτού κώδικα (open-source) που πιστεύει ότι δεν θα υπόκεινται σε κυρώσεις των ΗΠΑ.
Η Huawei, για παράδειγμα, δεσμεύτηκε να επενδύσει 1 δισεκατομμύριο δολάρια για να προσελκύσει προγραμματιστές σε αντικατάσταση της ανοιχτού κώδικα Google Mobile Services, και η Κίνα συμμετείχε ενεργά και με ενθουσιασμό στο ανοικτού κώδικα σχέδιο RISC-V για chip.
Επιπλέον, όσο λιγότερο φιλόξενες βρίσκουν τις ευρωπαϊκές αγορές οι κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας, τόσο περισσότερο αυτές οι εταιρείες θα επικεντρωθούν στην κατασκευή ψηφιακών υποδομών και στην παροχή υπηρεσιών στις χώρες που έχουν προσχωρήσει στην πρωτοβουλία Belt and Road.
Τέλος, στην χειρότερη περίπτωση, το Πεκίνο διατηρεί ένα ισχυρό εργαλείο πολιτικής στην φαρέτρα του: μπορεί πάντα να προβεί σε αντίποινα εναντίον εταιρειών τεχνολογίας των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το Υπουργείο Εμπορίου της Κίνας έχει ετοιμάσει έναν «κατάλογο αναξιόπιστων οντοτήτων» με ξένους ανθρώπους και επιχειρήσεις: εκείνοι που διέκοψαν τις προμήθειες προς κινεζικές εταιρείες για μη οικονομικούς λόγους θα μπορούσαν να δουν τις δραστηριότητές τους στην Κίνα να περιορίζονται σοβαρά από απαγορεύσεις ή περιορισμούς στο εμπόριο, τις επενδύσεις, τις κανονιστικές εγκρίσεις, και τις άδειες.
Μερικοί στα κινεζικά μέσα ενημέρωσης και την επιχειρηματική κοινότητα έχουν προτείνει ότι η Apple ή η Qualcomm θα μπορούσαν τελικά να τιμωρηθούν για την εκστρατεία της Ουάσινγκτον εναντίον της Huawei.
Μέχρι στιγμής, ωστόσο, το Πεκίνο έχει αποφύγει τέτοιες ενέργειες και έχει επιλέξει αντ' αυτού να τοποθετηθεί ως ο συγκρατημένος, υπεύθυνος παράγοντας στην εμπορική διαμάχη με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η μακρά πορεία
Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες ετοιμάζονται για μια μακροπρόθεσμη τεχνολογική αντιπαλότητα –μια αντιπαλότητα που πιθανότατα δεν θα αλλάξει πορεία ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών των ΗΠΑ.
Προκειμένου αυτός ο ανταγωνισμός να προωθήσει την καινοτομία με ρυθμό που να αντισταθμίζει τις απώλειες που συνεπάγεται, το Πεκίνο και η Ουάσινγκτον θα πρέπει να ξεπεράσουν εγχώρια πολιτικά εμπόδια.
Η κινεζική βιομηχανική πολιτική επέτρεψε στην χώρα να πραγματοποιήσει κέρδη σε τομείς όπως οι υπερυπολογιστές, αλλά η «από πάνω προς τα κάτω» διοικητική πρακτική του Πεκίνου μπορεί επίσης να παράγει αναποτελεσματικότητα, σπατάλη και πλεονασμό.
Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση μέχρι στιγμής δεν κατάφερε να καλύψει το χάσμα μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών στους ημιαγωγούς, παρά τις δεκαετίες υποστήριξης σε αυτόν τον κλάδο, και οι τρέχουσες προσπάθειες είναι απίθανο να αποφέρουν άμεσα επιτεύγματα.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι εκτελεστικοί οργανισμοί και το Κογκρέσο υποστηρίζουν γενικά την ενίσχυση της καινοτομίας.
Κατά την διάρκεια των τελευταίων έξι μηνών, μέλη του Κογκρέσου έχουν εισαγάγει νομοσχέδια που αντικατοπτρίζουν αυτήν την δέσμευση -για παράδειγμα, ενισχύοντας την εγχώρια κατασκευή ημιαγωγών, ανοικοδομώντας το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών (National Science Foundation), και δημιουργώντας ένα εθνικό ερευνητικό cloud.
Ένα νομοσχέδιο επιδιώκει να καταστήσει τις βίζες των μεταναστών πιο εύκολα προσβάσιμες για όσους εργάζονται στην AI και σε άλλες τεχνολογίες απαραίτητες για την εθνική ασφάλεια.
Αυτή η υψηλού επιπέδου πολιτική προσοχή πρέπει, ωστόσο, να μετατραπεί σε συνεχή διακομματική υποστήριξη.
Τα τελευταία τρία χρόνια αποτελούν μια προειδοποίηση για τον έντονο τεχνολογικό ανταγωνισμό που θα έρθει.
Το Πεκίνο κατέστησε σαφές ότι θα προσαρμοστεί και θα απαντήσει στις προσπάθειες των ΗΠΑ.
Η Ουάσιγκτον πρέπει να κάνει το ίδιο.
Adam Segal, Council on Foreign Relations.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών