Τελευταία Νέα
Διεθνή

Η Γερμανία μπροστά σε ένα τεράστιο δίλημμα: Θα εναντιωθεί στον «κόκκινο δράκο»;

Η Γερμανία μπροστά σε ένα τεράστιο δίλημμα: Θα εναντιωθεί  στον «κόκκινο δράκο»;
Η σχέση οικονομικής εξάρτησης της Γερμανίας με την Κίνα εμποδίζει την ευρωπαϊκή χώρα στο να πάρει δυναμικές αποφάσεις- Πιέσεις από ΗΠΑ
Ένα φλέγον ζήτημα που απασχολεί την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαιτέρως την Γερμανία είναι η στάση που θα διατηρήσουν απέναντι στο θηρίο που ονομάζεται Κίνα.
Πως κατάφερε όμως ο «κόκκινος δράκος» να παγιδεύσει στα δίχτυα του, την μεγαλύτερη εθνική οικονομία στην ΕΕ;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την πολύ αρχή.
Το φθινόπωρο του 1984, ο Καγκελάριος, Helmut Kohl ταξίδεψε στην Κίνα μαζί με τη γερμανική βιομηχανία σε μια αποστολή που ως στόχο είχε έναν «εκσυγχρονισμό διάρκειας», χαρακτηριζόμενη από πολλούς, ως η «κίνηση του αιώνα».
Μετά την επίβλεψη του πρώτου κινεζικού εργοστασίου της Volkswagen στη Σαγκάη, ο Kohl επέστρεψε στην χώρα του, λέγοντας στο κοινοβούλιο ότι αυτός και οι Κινέζοι ηγέτες είχαν αποφασίσει να χτίσουν μια «σταθερή, μακροπρόθεσμη συνεργασία».
Ο στόχος του Kohl έγινε πραγματικότητα, πείθοντας μια γενιά γερμανών πολιτικών και ελίτ ότι η Κίνα θα είναι το κλειδί για τη μακροπρόθεσμη ευημερία της Γερμανίας.
Αυτό που αγνόησαν να σκεφτούν όμως, ήταν τι θα έκαναν σε περίπτωση που το Πεκίνο θα χρησιμοποιούσε αυτή την δύναμη για να τους «δέσει» σε μια οικονομική σχέση από την οποία δεν μπορούσαν όμως να ξεφύγουν.
Καθώς η Ευρώπη ζυγίζει ποια πορεία πρέπει να ακολουθήσει, η αυξανόμενη διαμάχη αναφορικά με το Πεκίνο, καθιστά ολοένα και πιο σαφές ότι η απόφαση εξαρτάται από το Βερολίνο.
Εξίσου ξεκάθαρο είναι το γεγονός ότι, η οικονομική σύνδεση της Γερμανίας με την Κίνα έχει γίνει πια τόσο στενή, όπου η αλλαγή πλεύσης δεν είναι πλέον μια τόσο ρεαλιστική λύση.
Οι μεγάλες βιομηχανικές εταιρείες της Γερμανίας - συμπεριλαμβανομένης της εταιρείας Siemens, του γίγαντα της Volkswagen και της εταιρείας BASF - ήταν από τις πρώτες εταιρείες της Δύσης που επένδυσαν στο στοίχημα με το όνομα «Κίνα», τη δεκαετία του 1980 και έκτοτε σημείωσαν εντυπωσιακή άνοδο.
«Θα κατεβάσουμε τους Κινέζους από τα ποδήλατα», δήλωσε ο Ferdinand Piëch της Volkswagen, και λίγο αργότερα η εταιρεία αύξησε την παραγωγή του πολυπόθητου μοντέλου της Santana στην Κίνα στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Είχε δίκιο όμως.
Μόνο πέρυσι, η Γερμανία εξήγαγε αγαθά αξίας περίπου 100 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Κίνα, που εκπροσωπεί πάνω από το ήμισυ της αξίας όλων των εξαγωγών της ΕΕ στη χώρα.
Η Γερμανία αγόρασε ακόμη περισσότερα από την Κίνα από ό, τι εξήγαγε η ίδια, καθιστώντας έτσι τον Κόκκινο Δράκο, ως τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της.
Ακόμη και εν μέσω της πανδημίας, η Κίνα παρέμεινε κρίσιμος πυλώνας, με τις γερμανικές εξαγωγές να επιστρέφουν σε επίπεδα προ κρίσης, την ώρα που οι ΗΠΑ έχουν κατεβάσει ρυθμούς.
Εκτός από τις εξαγωγές, δεκάδες γερμανικές εταιρείες παράγουν τοπικά στην Κίνα και δεν δείχνουν σημάδια υποχώρησης.
Μόλις τον Μάιο (2020), η BASF άρχισε να εργάζεται σε ένα εργοστάσιο πλαστικών υψηλής τεχνολογίας μεγάλης κλίμακας στον νότο της χώρας.
Το έργο των 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων εκπροσωπεί τη μεγαλύτερη επένδυση στην ιστορία των 155 ετών της εταιρείας.
Για την BASF, η Κίνα «δεν είναι μόνο η μεγαλύτερη αγορά, είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη χώρα», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της, Martin Brudermüller.
Αυτή η εμπιστοσύνη είναι ο κύριος λόγος που η καγκελάριος Merkel προτίμησε να αγνοήσει τις προτροπές για αποφασιστική δράση έναντι της Κίνας ως απάντηση στις ενέργειές της στο Χονγκ Κονγκ και αλλού, υιοθετώντας απλώς στάση αναμονής με την ελπίδα ότι οι εντάσεις θα μειωθούν.
Πιέσεις από ΗΠΑ
Η Ουάσιγκτον πιέζει την Ευρώπη να επιλέξει πλευρά στην αντιπαράθεσή της με την Κίνα, μια σιγοβράζουσα γεωπολιτική διαμάχη που υπάρχουν φόβοι ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα αντίστοιχο Ψυχρό Πόλεμο, ή… και σε κάτι ακόμα χειρότερο.
Αν και η Ευρώπη κήρυξε την Κίνα ως «συστημικό αντίπαλο» πέρυσι και έχει υιοθετήσει έναν πιο ισχυρό τόνο σε θέματα όπως οι κινεζικές εξαγορές δεν έχει ακόμη διατυπώσει μια λεπτομερή στρατηγική, ζητώντας αντ 'αυτού μια «ευέλικτη και ρεαλιστική» προσέγγιση.
Η κατάσταση είναι… περίπλοκη
Γερμανός αξιωματούχος χαρακτηρίζει την σχέση της χώρας με την Κίνα, ως «περίπλοκη».
Στην πραγματικότητα, η σχέση δεν θα μπορούσε να είναι πιο απλή.
Για χρόνια, το Βερολίνο ακολουθεί μια διπλή στρατηγική απέναντι στην Κίνα, «χτυπώντας» ήσυχα το Πεκίνο για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μέρη όπως το Θιβέτ, ακόμη και όταν οι γερμανικές εταιρείες επένδυσαν αμέτρητα δισεκατομμύρια στην κινεζική αγορά.
Στο παρασκήνιο όμως οφέλη και από τις δύο πλευρές.
"Κλήση αφύπνισης"
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι Γερμανοί ισχυρίστηκαν ότι η Κίνα, εκτός από τη μεγάλη οικονομική ευκαιρία που εκπροσώπησε, δεν ενστερνίστηκαν ποτέ τις πρακτικές της.
Οι περισσότεροι Γερμανοί θεωρούσαν την Κίνα ως ένα μακρινό μέρος με πολύ διαφορετική νοοτροπία και άλλα ήθη.
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, για παράδειγμα, οι πολιτιστικοί δεσμοί μεταξύ Γερμανίας και Κίνας είναι περιορισμένοι.
Ενώ, δχετικά λίγοι Γερμανοί μιλούν Κινέζικα ή έχουν επισκεφτεί ποτέ τη χώρα.
Όπως ισχύει για πολλούς Ευρωπαίους, η μεγαλύτερη έκθεση που είχαν οι περισσότεροι Γερμανοί στην κινεζική κουλτούρα είναι η χρήση… τσοπ στικς!
«Δεν μπορούμε να κρίνουμε τους Κινέζους σύμφωνα με το πρότυπο αξιών μας, πολιτιστικά ή ανθρωπιστικά μας ιδεώδη», δήλωσε ο Jürgen Heraeus, ένας δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας ο οποίος πέρασε δεκαετίες στην Κίνα λόγω των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του.
Αν και κανένα από τα ζητήματα δεν είναι ιδιαίτερα νέο, η επίπτωση από την πανδημία φαίνεται να αποκρυσταλλώνει το ζήτημα της Κίνας στο μυαλό των Γερμανών.
Η ανησυχία σχετικά με την προέλευση του ιού από την Κίνα, σε συνδυασμό με την προσπάθειά της χώρας για προπαγάνδα να αναφέρεται δηλαδή ως ο «σωτήρας της Ευρώπης, καταρρίφθηκε, σπέρνοντας περισσότερη δυσπιστία.
«Έχουμε εντοπίσει μια αλλαγή στο επίπεδο εμπιστοσύνης, που άλλοτε ήταν πολύ υψηλό», δήλωσε η Janka Oertel, διευθύντρια του προγράμματος Ασίας, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων.
"Τώρα είναι πολύ χαμηλό", συμπλήρωσε η ίδια.
Ακόμα και πριν το γερμανικό κοινό ξυπνήσει από την απειλή που θέτει η Κίνα, οι γερμανικές επιχειρήσεις είχαν επίσης γίνει πιο δύσπιστες, αν και για διαφορετικούς λόγους.
Ενώ οι περισσότεροι στη γερμανική βιομηχανία δεν περίμεναν ότι η Κίνα θα εγκαταλείψει τον αυταρχισμό σύντομα, πίστευαν κάποτε ότι η χώρα θα επεκτείνει τον ανταγωνισμό, όπως έκανε και η Δύση για την Κίνα.
Αυτή η προσδοκία, εξαφανίστηκε κυριολεκτικά το 2017 όταν ο Πρόεδρος Xi Jinping εξασφάλισε την εξουσία του.
Πολλές εταιρείες έχουν αναγκαστεί να δώσουν στο Κομμουνιστικό Κόμμα έναν σαφή ρόλο στη λήψη εταιρικών αποφάσεων.
Ένας πρόσφατος νόμος για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο που αναγκάζει τις εταιρείες να παρέχουν στις κινεζικές αρχές πρόσβαση στα δίκτυά τους πυροδότησαν τους φόβους μεταξύ ξένων εταιρειών ότι θα ήταν ανίσχυρες να προστατεύσουν τα εμπορικά τους μυστικά.
Η επιθετική στάση της Κίνας ανάγκασε τη γερμανική βιομηχανία να συμμετάσχει σε μια ριζική επανεξέταση των κινήσεων της.
Στις αρχές του 2019, το BDI ζήτησε μια πιο σκληρή προσέγγιση για το ζήτημα της Κίνας.
Το μήνυμα ήταν το εξής: «Η στρατηγική της Δύσης για το άνοιγμα προς την Κίνα είχε αποτύχει. Η Κίνα δεν θα γίνει μια φιλελεύθερη, καθοδηγούμενη από την αγορά οικονομία, κατέληγε η έκθεση.
Ήταν μια «κλήση αφύπνισης», τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Κίνα.
Μια ενοποιημένη απάντηση της ΕΕ ήταν η μόνη ελπίδα της Ευρώπης, υποστήριξε ο δείκτης της ναυλαγοράς BDI.
Η έκθεση διατύπωσε 54 συστάσεις.
Στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες, η έκθεση BDI αναφέρεται συχνά ως μια σημαντική στιγμή, ωστόσο, ήταν αμφιλεγόμενη ακόμη και εντός της ίδιας της γερμανικής επιχειρηματικής κοινότητας.
Οι μικρότερες εταιρείες, οι οποίες εκτίθενται περισσότερο στον αθέμιτο κινεζικό ανταγωνισμό, χαιρέτισαν τις συστάσεις για μια νέα προσέγγιση.
Όμως, οι γίγαντες της γερμανικής βιομηχανίας blue-chip, ανησυχούσαν ότι ο τόνος της έκθεσης θα προκαλούσε μόνιμη ζημιά στις σχέσεις με τη Κίνα.
Σημείο καμπής;
Η κύρια ανησυχία της Γερμανίας είναι ότι η Κίνα ενδέχεται στο μέλλον να μην ξανά χρειαστεί τις μεσαίες επιχειρήσεις της που αποτελούν τη βιομηχανική ραχοκοκαλιά της χώρας.
Ο λόγος που οι γερμανικές εξαγωγές στην Κίνα παρέμειναν τόσο ισχυρές με την πάροδο των ετών είναι ότι η γερμανική μηχανική εξακολουθεί να είναι ανώτερη.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους Γερμανούς κατασκευαστές μηχανημάτων.
Αλλά η Κίνα την πλησιάζει «επικίνδυνα».
Στο παρελθόν, οι γερμανικές βιομηχανικές εταιρείες καταπολέμησαν τις προσπάθειες της Κίνας να κλέψει την τεχνολογία τους, κρατώντας μακριά τις τελευταίες καινοτομίες τους από την κινεζική αγορά.
Όμως αυτή η δράση δεν είναι αρκετή.
Για τη γερμανική βιομηχανία στο σύνολό της, το μακροπρόθεσμο ερώτημα είναι εάν η πρόσβαση στην τεράστια αγορά της Κίνας αξίζει το ρίσκο.
«Έχουμε δημιουργήσει έναν τεράστιο ανταγωνιστή στις επιχειρήσεις στις οποίες είμαστε καλοί και συμπιέζουμε από την αγορά», δήλωσε η επικεφαλής για το ασιατικό πρόγραμμα, της Ευρ. Επιτροπής, Oertel.
«Αυτό δεν είναι θετικό, επομένως μακροπρόθεσμα, η γερμανική πολιτική θα πρέπει να προσαρμοστεί» πρόσθεσε η ίδια.
Αλλά το ερώτημα παραμένει: θα το διακινδυνέψει;
Μέχρι στιγμής, η γερμανική δράση κατά της Κίνας περιορίζεται στη ρητορική.
Σε μια ένδειξη για το πόσο σπάνια είναι η άμεση κριτική της Κίνας στο Βερολίνο, μια … επίπληξη του υπουργού Εξωτερικών Heiko Maas την περασμένη εβδομάδα στον Κινέζο ομόλογο του, χαιρετίστηκε ευρέως ως « νέα κατεύθυνση ».
Οι γερμανοί ηγέτες της αντιπολίτευσης λένε ότι μια πραγματική αλλαγή θα απαιτήσει περισσότερες δράσεις.
Ο Omid Nouripour, μέλος της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων του γερμανικού κοινοβουλίου, δήλωσε ότι η Γερμανία πρέπει να αρχίσει να εστιάζει λιγότερο στις επιχειρηματικές σχέσεις με την Κίνα και περισσότερο στο Πεκίνο για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου.
«Η Γερμανία πρέπει να λάβει μια πιο ξεκάθαρη στάση», είπε, προσθέτοντας ότι ήταν απαραίτητο να το πράξει από κοινού με την υπόλοιπη ΕΕ.
Αλλά ο Nouripour προειδοποιεί επίσης και για το είδος της «πλήρους αντιπαράθεσης» που έχει ακολουθήσει ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, μια πορεία που θεωρεί πως είναι αντιπαραγωγική.
Ο Alexander Graf Lambsdorff, ανώτερος βουλευτής από την αντιπολίτευση της Γερμανίας, και επικεντρώνεται στην εξωτερική πολιτική, δήλωσε ότι ενώ το γερμανικό κατεστημένο άργησε να κατανοήσει την κινεζική απειλή, εκείνη πλησιάζει.
«Μακροπρόθεσμα νομίζω ότι θα δούμε τη Γερμανία μαζί με δημοκρατίες όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο να στέκονται απέναντι στην Κίνα και να ακολουθούν μια πιο νηφάλια, λογική και λιγότερο αφελής πολιτική», είπε.
Προς το παρόν, υπάρχουν λίγα σημάδια αφύπνισης.
Τόσο η Merkelόσο και οι βασικοί υπουργοί της, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Οικονομίας Peter Altmaier, δεν έδειξαν καμία τάση να εγκαταλείψουν το status quo στην Κίνα.
Μερικές φορές, φαίνεται ότι η συζήτηση της Γερμανίας για την Κίνα πραγματοποιείται σε ένα παράλληλο σύμπαν…
Η σχέση άλλωστε της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Κίνα ήταν πάντα διττή:
Από τη μία πλευρά υπήρχε ο φόβος από αυτή τη δύναμη με τις υπέρμετρες φορές φιλοδοξίες για επέκταση και από την άλλη το δέλεαρ της πολυπληθέστερης αγοράς για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές και τα κινεζικά κεφάλαια.
Το μέλλον θα δείξει ίσως και άμεσα.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης