Το δημοσίευμα της Deutsche Welle
Επιπλέον, με συνδυαστική χρηματιστηριακή αξία στα 6,6 τρισεκατομμύρια δολάρια οι δύο εταιρείες συγκαταλέγονται μαζί με την Apple στις επιχειρήσεις με τη μεγαλύτερη αξία παγκοσμίως.
Η Microsoft έχει επενδύσει συνολικά 13 δισεκατομμύρια δολάρια στην OpenAI, την εταιρεία πίσω από το chatbot ChatGPT, ενώ η Nvidia, η οποία ειδικεύεται στις κάρτες γραφικών, κατασκευάζει τσιπ που είναι απαραίτητα για τα κορυφαία συστήματα τεχνητής νοημοσύνης.
Η επιτυχία που σημειώνουν οι δύο εταιρείες είναι τέτοια, ώστε οι αρχές των ΗΠΑ – το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης (DoJ) και η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου (FTC) – αποφάσισαν να ξεκινήσουν έρευνες σχετικά με την ισχύ των δύο επιχειρήσεων στον κλάδο της τεχνητής νοημοσύνης. Η FTC εστιάζει στις στενές σχέσεις μεταξύ Microsoft και OpenAI, η οποία είναι θυγατρική εταιρεία μίας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης, και το DoJ ερευνά τα ενδεχόμενα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που ίσως έχει η Nvidia. Η τελευταία διαθέτει μερίδιο 80% στην αγορά ημιαγωγών που αφορούν ειδικώς τις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης – και μέσα σε δύο μόλις χρόνια η χρηματιστηριακή αξία της εκτοξεύτηκε από 364 δισεκατομμύρια σε 3,32 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Rack υπολογιστών κέντρου δεδομένωνRack υπολογιστών κέντρου δεδομένων
«Τα τελευταία 15 χρόνια περίπου οι Big Tech έχουν αποκτήσει υπερβολική δύναμη, με τις ρυθμιστικές αρχές απλώς να παρατηρούν αμέτοχες την ενίσχυσή τους», δηλώνει στην DW η Σιμονέτα Βετσόζο, νομικός και οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Τρέντο της Ιταλίας. «Και τώρα στόχος είναι να μην επαναληφθεί το ίδιο παιχνίδι και στον κλάδο της τεχνητής νοημοσύνης».
Οι startups εξαρτώνται από τις Big Tech
Οι startups που δραστηριοποιούνται στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης είναι πολλές. Και προκειμένου να βελτιώσουν και να εξελίξουν τα λογισμικά τους χρειάζονται πάρα πολλά δεδομένα, αποθηκευτικό χώρο και τσιπ. Οι ρυθμιστικές αρχές εκτιμούν πως οι τεχνολογικοί γίγαντες, όπως η Microsoft και η Nvidia, αναγκάζουν τις νεοφυείς επιχειρήσεις να συνάψουν μαζί τους αδιαφανείς και αποκλειστικές συμβάσεις – με αντάλλαγμα την τεχνολογία τους.
«Οι αρχές ανταγωνισμού θέλουν να προστατεύσουν τις καινοτομίες των startups», λέει η Βετσόζο. «Τέτοιες συμφωνίες περιλαμβάνουν πολλούς όρους, με τους οποίους οι Big Tech μπορούν να παρεμποδίσουν τον ανταγωνισμό».
Σε πρόσφατο συνέδριο του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ με θέμα την τεχνητή νοημοσύνη ο Τζόναθαν Κάντερ, διευθυντής του τμήματος αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας του αμερικανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης, δήλωσε πως τα ισχυρά δίκτυα των κυρίαρχων εταιρειών θα μπορούσαν να τους επιτρέψουν να ελέγξουν και τις νέες αγορές.
Έρευνα για τις πρόσφατες συγχωνεύσεις
Τον Μάρτιο η Microsoft εξαγόρασε τη startup Inflection, εταιρεία που είχε αναπτύξει ένα app προσωπικό βοηθό με το όνομα PI. Ωστόσο η συμφωνία ύψους 650 εκατομμυρίων δολαρίων τράβηξε τα βλέμματα, καθώς τα συμβαλλόμενα μέρη ενδέχεται να παρέκαμψαν ορισμένες διατάξεις σχετικά με τις συγχωνεύσεις.
«Η Microsoft αγόρασε την Inflection χωρίς να την αγοράσει», δηλώνει στην DW ο Πέδρο Ντομίνγκος, ομότιμος καθηγητής Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον. «Διαμέλισαν την εταιρεία στα επί μέρους τμήματά της, προσέλαβαν τους περισσότερους υπαλλήλους της και αποπλήρωσαν τους επενδυτές».
Αρκετοί παρατηρητές θεωρούν πως εξαιτίας των περιορισμένων ελέγχων οι Big Tech έχουν αγοράσει εκατοντάδες startups, που θα μπορούσαν ειδάλλως να αλλάξουν εκ βάθρων τον τεχνολογικό κλάδο. Γι’ αυτό και κατά τις έρευνες οι αρχές πρόκειται να εστιάσουν στην επίδραση αυτών των εξαγορών στην καινοτομία.
Προκειμένου να επανορθωθούν τα λάθη του παρελθόντος, πρέπει τώρα να υπάρχει πολύ πιο άμεση δράση. Θα πρέπει δηλαδή να ληφθούν «πολύ αποφασιστικά μέτρα ενάντια στις Big Tech», όπως λέει η Βετσόζο. «Θα ήταν καλό [οι ρυθμιστικές αρχές] να δρούσαν με δυναμισμό. Όταν δηλαδή μία μεγάλη τεχνολογική εταιρεία θέλει να αγοράσει μία μικρή startup, θα πρέπει τότε να αποδεικνύει κιόλας πως δεν παρακωλύεται ο ανταγωνισμός», προσθέτει η ειδικός.
Ο Ντομίνγκος αντιθέτως βλέπει ως «παράξενο» το να ασκούνται αντιμονοπωλιακές αγωγές «όχι βάσει κάποιας πραγματικής ζημίας» αλλά επειδή «υπάρχει ζημία που θα μπορούσε να επέλθει στο μέλλον».
Ο CEO της Meta Μαρκ Ζάκερμπεργκ έχει τονίσει πολλές φορές πως το Instagram δεν θα είχε γίνει ποτέ τόσο πετυχημένο, εάν δεν είχε εξαγοραστεί από το Facebook, όπως επισημαίνει ο Ντομίνγκος. «Το Facebook προσέφερε μία τεράστια υποδομή και τεχνογνωσία στο Instagram, την οποία δεν είχε. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και στις περιπτώσεις της Microsoft και της Nvidia και των startups που ενδεχομένως να αγοράσουν».
Συνεργασία των αμερικανικών αρχών
Απ’ όταν εμφανίστηκε το ChatGPT έχουν προκύψει χιλιάδες νομοσχέδια γύρω από την τεχνητή νοημοσύνηΕικόνα: Mateusz Slodkowski/SOPA Images/Sipa USA/picture alliance
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν έχει υποσχεθεί να θέσει σε προτεραιότητα τον έλεγχο των Big Tech – εξ ου και η στενότερη συνεργασία μεταξύ της FTC και του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
«Παλαιότερα οι αρχές διαμοίραζαν τις υποθέσεις βάσει κλάδου. Καθώς όμως η αγορά είναι τόσο μεγάλη αλλά και ιδιαιτέρως σημαντική για τον ανταγωνισμό, οι αρχές τώρα συνεργάζονται», επισημαίνει η Ρεμπέκα Χόου Άλενσγουορθ, καθηγήτρια στο Vanderbilt Law School.
Από την άλλη πλευρά ο Ντομίνγκος παρατηρεί πως από τότε που εμφανίστηκε το ChatGPT στις ΗΠΑ έχουν προκύψει χιλιάδες νομοσχέδια γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη. Κατά τον ίδιο ορισμένοι πολιτικοί είναι «πολύ εχθρικοί απέναντι στις τεχνολογικές εταιρείες και θέλουν να χρησιμοποιήσουν την τεχνητή νοημοσύνη ως εργαλείο για να τις πλήξουν».
Η αυστηρότερη εποπτεία φαίνεται πως ασκεί ήδη μία αποτρεπτική επίδραση στον αμερικανικό τεχνολογικό κλάδο, με τον αριθμό των εξαγορών να έχουν μειωθεί.
Σύμφωνα με την εταιρεία ανάλυσης 451 Research, το περασμένο έτος οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές έφτασαν συνολικά σε αξία μόλις τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια – ένα ποσό αρκετά χαμηλότερο από εκείνα που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια. Συγκριτικά, το 2022 η συνολική αξία των εξαγορών έφτασε περίπου τα 800 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, όπως οι Meta, Salesforce, Alphabet, Apple και Amazon, πραγματοποίησαν πέρυσι μόλις τέσσερις εξαγορές, ενώ το 2022 είχαν προβεί σε 18 εξαγορές, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Capital IQ Pro.
«Τώρα οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες φοβούνται να κάνουν εξαγορές και αυτό βλάπτει τον κλάδο συνολικά», δηλώνει ο Ντομίνγκος. «Στην πραγματικότητα το πεπρωμένο πολλών startups είναι το να εξαγοραστούν. Και αυτό είναι κάτι από το οποίο επωφελούνται όλοι».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών