Η ρήξη ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τη Μόσχα αποτελεί το καθοριστικό γεγονός του σημερινού ορθόδοξου τοπίου.
Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων είναι ένας από τους αρχαιότερους θρόνους της Χριστιανοσύνης.
Το κύρος του βασίζεται στη διαχρονική του διακονία στους Αγίους Τόπους, ωστόσο η πολιτική του βαρύτητα παραδοσιακά θεωρούνταν μικρότερη σε σχέση με εκείνη της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας ή της Μόσχας.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, σημειώνει το Modern Diplomacy, τα Ιεροσόλυμα εμφανίζονται με αυξανόμενη αυτοπεποίθηση, επανατοποθετώντας τον ρόλο τους στη διεθνή ορθόδοξη σκακιέρα.
Πρόκειται για στρατηγική που συνδυάζει εκκλησιαστικούς χειρισμούς με διπλωματικό υπολογισμό.
Η μετρημένη απόσταση από την Κωνσταντινούπολη
Για αιώνες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκούσε πρωτείο τιμής που διαμόρφωνε την ορθόδοξη τάξη.
Αυτό φάνηκε ξανά μετά την ουκρανική αυτοκεφαλία του 2018–2019, η οποία προκάλεσε τη ρήξη της Μόσχας με το Φανάρι και διέσπασε την παγκόσμια Ορθοδοξία. Σε αυτό το εύθραυστο τοπίο, η άρνηση των Ιεροσολύμων να επιδείξουν την καθιερωμένη ευλάβεια προς το Φανάρι —όπως στη συνάντηση του Πατριάρχη Θεόφιλο στην Κωνσταντινούπολη, όπου απουσίαζε ο Οικουμενικός Πατριάρχης— είχε έντονη συμβολική βαρύτητα.
Στον ορθόδοξο κόσμο, το πρωτόκολλο είναι ουσία, καθώς στηρίζεται σε αιώνιες παραδόσεις και κανόνες.
Τα Ιεροσόλυμα επέλεξαν να υπογραμμίσουν την αυτονομία τους, παρουσιάζοντας τον εαυτό τους όχι ως υποδεέστερο θρόνο, αλλά ως ισότιμο παίκτη που απαντά πρωτίστως στις δικές του ποιμαντικές ανάγκες.
Η ορατή αγκαλιά προς τη Μόσχα
Παράλληλα, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων καλλιεργεί στενή σχέση με τη Μόσχα.
Οι συναντήσεις του Πατριάρχη Θεόφιλο με τον Πατριάρχη Κύριλλο σε διεθνή φόρα οργανώνονται με προσοχή και εκπέμπουν σαφές μήνυμα: τα Ιεροσόλυμα συγκαταλέγονται στα ελάχιστα κέντρα που εμφανίζονται δημόσια στο πλευρό της ρωσικής Εκκλησίας, την ώρα που εκείνη έχει διακόψει κάθε δεσμό με το Φανάρι.
Η κίνηση έχει διπλή σημασία. Αφενός, τα Ιεροσόλυμα κερδίζουν πλεονέκτημα ως απαραίτητος δίαυλος επικοινωνίας με τη ρωσική Εκκλησία. Αφετέρου, στέλνουν μήνυμα στην Κωνσταντινούπολη ότι διαθέτουν εναλλακτικές. Σε έναν πόλομικο ορθόδοξο κόσμο, τα Ιεροσόλυμα φιλοδοξούν να αποτελέσουν τον «τρίτο πόλο».
Η αξιοποίηση του ορθόδοξου διχασμού
Η ρήξη μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας αποτελεί τη μήτρα όλων των σημερινών εξελίξεων.
Από το ουκρανικό ζήτημα και έπειτα, η κοινωνία έχει διασπαστεί, και κάθε διαορθόδοξη πρωτοβουλία γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης.
Τα Ιεροσόλυμα εκμεταλλεύονται την ευκαιρία: διατηρώντας σχέσεις με τη Μόσχα και αρνούμενα να ακολουθήσουν το πνευματικό κύρος της Κωνσταντινούπολης, αναβαθμίζονται σε μεσολαβητή και διαμορφωτή.
Η «πρωτοβουλία του Amman» το 2020 από τον Πατριάρχη Theophilos ήταν η πρώτη σαφής ένδειξη. Ενώ παρουσιάστηκε ως αδελφική συνάθροιση, ερμηνεύτηκε ως απόπειρα δημιουργίας παράλληλου πλαισίου συντονισμού. Η ίδια λογική συνεχίζεται: τα Ιεροσόλυμα δεν αρκούνται να μεσολαβούν, θέλουν να διαμορφώνουν το πλαίσιο.
Οι πολιτικές διαστάσεις
Η στρατηγική αυτή έχει έντονη πολιτική διάσταση. Η συνάντηση του Πατριάρχη Theophilos με τον Πρόεδρο της Τουρκίας Recep Tayyip Erdoğan στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με Αθήνα ή Φανάρι, έδειξε πώς τα Ιεροσόλυμα αξιοποιούν περιφερειακές δυνάμεις για να ενισχύσουν το προφίλ τους. Για την Άγκυρα, ήταν ευκαιρία διεθνούς προβολής· για τα Ιεροσόλυμα, δήλωση αυτονομίας.
Η διπλή λογική είναι σαφής: εκκλησιαστική αυτονομία και πολιτική ορατότητα. Ωστόσο, το ρίσκο είναι να εργαλειοποιηθεί το Πατριαρχείο από κοσμικές ατζέντες, με κόστος για την ενότητα της Εκκλησίας.
Επαναπροσδιορισμός νομιμότητας
Στην καρδιά της στρατηγικής βρίσκεται η προσπάθεια αναδιαμόρφωσης της νομιμότητας.
Τα Ιεροσόλυμα υποστηρίζουν ότι η εξουσία τους δεν απορρέει από την Κωνσταντινούπολη, αλλά από τη διαχρονική φύλαξη των Αγίων Τόπων, τον ρόλο τους στην προστασία των Χριστιανών στη Μέση Ανατολή και την ικανότητα επιβίωσης σε δύσκολες συνθήκες.
Αυτή η αφήγηση πείθει τις τοπικές κοινότητες και βρίσκει απήχηση σε εξωτερικούς εταίρους που τα βλέπουν ως μοναδικό πολιτικοθρησκευτικό παράγοντα.
Με αυτό τον τρόπο, τα Ιεροσόλυμα επιχειρούν να θολώσουν τις γραμμές της κανονικής τάξης, αναδεικνύοντας την ιστορική τους αποστολή πάνω από το πρωτείο τιμής. Πρόκειται για ισχυρό επιχείρημα, αλλά αποσταθεροποιεί την ισορροπία της Ορθοδοξίας.
Η ελληνική διάσταση
Η Ελλάδα παραμένει κρίσιμο υπόβαθρο.
Η Αθήνα έχει ευθυγραμμιστεί με το Φανάρι, στηρίζοντας την ουκρανική αυτοκεφαλία και τα κανονικά του δικαιώματα.
Ωστόσο, τα Ιεροσόλυμα επικαλούνται την Ελλάδα όποτε χρειάζονται νομιμοποίηση ή στήριξη για την προστασία των θεσμών τους.
Αυτή η επιλεκτική στάση αφήνει την Αθήνα εκτεθειμένη σε ελιγμούς χωρίς ουσιαστική επιρροή, σημειώνει το Modern Diplomacy.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η κρίση στο Σινά, όπου τα Ιεροσόλυμα εμπλέκοντας την Ελλάδα συνδύασαν εξάρτηση με εργαλειοποίηση.
Ενώ επισήμως αναγνώρισαν τον ρόλο της ως θεματοφύλακα, στην πράξη λειτούργησαν αυτόνομα, με περιορισμένη διαφάνεια.
Έτσι, η Ελλάδα προβλήθηκε διεθνώς ως αναγκαίος εταίρος, αλλά αποκλείστηκε από ουσιαστική επιρροή, αφήνοντας τα Ιεροσόλυμα να ενισχύσουν το κύρος τους εις βάρος της ελληνικής διπλωματίας.
www.bankingnews.gr
Το κύρος του βασίζεται στη διαχρονική του διακονία στους Αγίους Τόπους, ωστόσο η πολιτική του βαρύτητα παραδοσιακά θεωρούνταν μικρότερη σε σχέση με εκείνη της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας ή της Μόσχας.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, σημειώνει το Modern Diplomacy, τα Ιεροσόλυμα εμφανίζονται με αυξανόμενη αυτοπεποίθηση, επανατοποθετώντας τον ρόλο τους στη διεθνή ορθόδοξη σκακιέρα.
Πρόκειται για στρατηγική που συνδυάζει εκκλησιαστικούς χειρισμούς με διπλωματικό υπολογισμό.
Η μετρημένη απόσταση από την Κωνσταντινούπολη
Για αιώνες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκούσε πρωτείο τιμής που διαμόρφωνε την ορθόδοξη τάξη.
Αυτό φάνηκε ξανά μετά την ουκρανική αυτοκεφαλία του 2018–2019, η οποία προκάλεσε τη ρήξη της Μόσχας με το Φανάρι και διέσπασε την παγκόσμια Ορθοδοξία. Σε αυτό το εύθραυστο τοπίο, η άρνηση των Ιεροσολύμων να επιδείξουν την καθιερωμένη ευλάβεια προς το Φανάρι —όπως στη συνάντηση του Πατριάρχη Θεόφιλο στην Κωνσταντινούπολη, όπου απουσίαζε ο Οικουμενικός Πατριάρχης— είχε έντονη συμβολική βαρύτητα.
Στον ορθόδοξο κόσμο, το πρωτόκολλο είναι ουσία, καθώς στηρίζεται σε αιώνιες παραδόσεις και κανόνες.
Τα Ιεροσόλυμα επέλεξαν να υπογραμμίσουν την αυτονομία τους, παρουσιάζοντας τον εαυτό τους όχι ως υποδεέστερο θρόνο, αλλά ως ισότιμο παίκτη που απαντά πρωτίστως στις δικές του ποιμαντικές ανάγκες.
Η ορατή αγκαλιά προς τη Μόσχα
Παράλληλα, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων καλλιεργεί στενή σχέση με τη Μόσχα.
Οι συναντήσεις του Πατριάρχη Θεόφιλο με τον Πατριάρχη Κύριλλο σε διεθνή φόρα οργανώνονται με προσοχή και εκπέμπουν σαφές μήνυμα: τα Ιεροσόλυμα συγκαταλέγονται στα ελάχιστα κέντρα που εμφανίζονται δημόσια στο πλευρό της ρωσικής Εκκλησίας, την ώρα που εκείνη έχει διακόψει κάθε δεσμό με το Φανάρι.
Η κίνηση έχει διπλή σημασία. Αφενός, τα Ιεροσόλυμα κερδίζουν πλεονέκτημα ως απαραίτητος δίαυλος επικοινωνίας με τη ρωσική Εκκλησία. Αφετέρου, στέλνουν μήνυμα στην Κωνσταντινούπολη ότι διαθέτουν εναλλακτικές. Σε έναν πόλομικο ορθόδοξο κόσμο, τα Ιεροσόλυμα φιλοδοξούν να αποτελέσουν τον «τρίτο πόλο».
Η αξιοποίηση του ορθόδοξου διχασμού
Η ρήξη μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας αποτελεί τη μήτρα όλων των σημερινών εξελίξεων.
Από το ουκρανικό ζήτημα και έπειτα, η κοινωνία έχει διασπαστεί, και κάθε διαορθόδοξη πρωτοβουλία γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης.
Τα Ιεροσόλυμα εκμεταλλεύονται την ευκαιρία: διατηρώντας σχέσεις με τη Μόσχα και αρνούμενα να ακολουθήσουν το πνευματικό κύρος της Κωνσταντινούπολης, αναβαθμίζονται σε μεσολαβητή και διαμορφωτή.
Η «πρωτοβουλία του Amman» το 2020 από τον Πατριάρχη Theophilos ήταν η πρώτη σαφής ένδειξη. Ενώ παρουσιάστηκε ως αδελφική συνάθροιση, ερμηνεύτηκε ως απόπειρα δημιουργίας παράλληλου πλαισίου συντονισμού. Η ίδια λογική συνεχίζεται: τα Ιεροσόλυμα δεν αρκούνται να μεσολαβούν, θέλουν να διαμορφώνουν το πλαίσιο.
Οι πολιτικές διαστάσεις
Η στρατηγική αυτή έχει έντονη πολιτική διάσταση. Η συνάντηση του Πατριάρχη Theophilos με τον Πρόεδρο της Τουρκίας Recep Tayyip Erdoğan στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με Αθήνα ή Φανάρι, έδειξε πώς τα Ιεροσόλυμα αξιοποιούν περιφερειακές δυνάμεις για να ενισχύσουν το προφίλ τους. Για την Άγκυρα, ήταν ευκαιρία διεθνούς προβολής· για τα Ιεροσόλυμα, δήλωση αυτονομίας.
Η διπλή λογική είναι σαφής: εκκλησιαστική αυτονομία και πολιτική ορατότητα. Ωστόσο, το ρίσκο είναι να εργαλειοποιηθεί το Πατριαρχείο από κοσμικές ατζέντες, με κόστος για την ενότητα της Εκκλησίας.
Επαναπροσδιορισμός νομιμότητας
Στην καρδιά της στρατηγικής βρίσκεται η προσπάθεια αναδιαμόρφωσης της νομιμότητας.
Τα Ιεροσόλυμα υποστηρίζουν ότι η εξουσία τους δεν απορρέει από την Κωνσταντινούπολη, αλλά από τη διαχρονική φύλαξη των Αγίων Τόπων, τον ρόλο τους στην προστασία των Χριστιανών στη Μέση Ανατολή και την ικανότητα επιβίωσης σε δύσκολες συνθήκες.
Αυτή η αφήγηση πείθει τις τοπικές κοινότητες και βρίσκει απήχηση σε εξωτερικούς εταίρους που τα βλέπουν ως μοναδικό πολιτικοθρησκευτικό παράγοντα.
Με αυτό τον τρόπο, τα Ιεροσόλυμα επιχειρούν να θολώσουν τις γραμμές της κανονικής τάξης, αναδεικνύοντας την ιστορική τους αποστολή πάνω από το πρωτείο τιμής. Πρόκειται για ισχυρό επιχείρημα, αλλά αποσταθεροποιεί την ισορροπία της Ορθοδοξίας.
Η ελληνική διάσταση
Η Ελλάδα παραμένει κρίσιμο υπόβαθρο.
Η Αθήνα έχει ευθυγραμμιστεί με το Φανάρι, στηρίζοντας την ουκρανική αυτοκεφαλία και τα κανονικά του δικαιώματα.
Ωστόσο, τα Ιεροσόλυμα επικαλούνται την Ελλάδα όποτε χρειάζονται νομιμοποίηση ή στήριξη για την προστασία των θεσμών τους.
Αυτή η επιλεκτική στάση αφήνει την Αθήνα εκτεθειμένη σε ελιγμούς χωρίς ουσιαστική επιρροή, σημειώνει το Modern Diplomacy.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η κρίση στο Σινά, όπου τα Ιεροσόλυμα εμπλέκοντας την Ελλάδα συνδύασαν εξάρτηση με εργαλειοποίηση.
Ενώ επισήμως αναγνώρισαν τον ρόλο της ως θεματοφύλακα, στην πράξη λειτούργησαν αυτόνομα, με περιορισμένη διαφάνεια.
Έτσι, η Ελλάδα προβλήθηκε διεθνώς ως αναγκαίος εταίρος, αλλά αποκλείστηκε από ουσιαστική επιρροή, αφήνοντας τα Ιεροσόλυμα να ενισχύσουν το κύρος τους εις βάρος της ελληνικής διπλωματίας.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών