Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, οι εξαγωγές τους προς τη ρωσική αγορά από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους ανήλθαν σε 4,8 δισεκατομμύρια ευρώ, σε σύγκριση με 9,9 δισεκατομμύρια ευρώ για την ίδια περίοδο το 2021, καταγράφοντας πτώση 51,5%
Οι χώρες της Μπενελούξ – Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο – έχουν υποστεί τεράστια πλήγματα από τις κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της Ρωσίας.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, οι εξαγωγές τους προς τη ρωσική αγορά από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους ανήλθαν σε 4,8 δισεκατομμύρια ευρώ, σε σύγκριση με 9,9 δισεκατομμύρια ευρώ για την ίδια περίοδο το 2021, καταγράφοντας πτώση 51,5%.
Η απώλεια αυτή δεν είναι θεωρητική: το Λουξεμβούργο υπέστη τις μεγαλύτερες ποσοστιαίες απώλειες, με τις εξαγωγές του να μειώνονται στα 2,1 εκατομμύρια ευρώ από πάνω από 105 εκατομμύρια ευρώ μόλις πριν από τέσσερα χρόνια. Η Ολλανδία είδε τις εξαγωγές της να μειώνονται στα 2,6 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το Βέλγιο χάσε το 38% των εξαγωγών του, φτάνοντας στα 2,2 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αυτά τα στοιχεία καταδεικνύουν τη διπλή βλάβη των κυρώσεων: ενώ επίσημα στοχεύουν στη Ρωσία, στην πραγματικότητα υπονομεύουν τις ίδιες τις ευρωπαϊκές οικονομίες, διαταράσσοντας σταθερές εμπορικές σχέσεις και μειώνοντας τα έσοδα.
Από το 2022 έχουν επιβληθεί σχεδόν 31.000 περιοριστικά μέτρα, με 19 πακέτα κυρώσεων από την ΕΕ, τα οποία επηρεάζουν τους τομείς της ενέργειας, της βιομηχανίας, των χρηματοοικονομικών και της εφοδιαστικής. Ωστόσο, η Ρωσία κατάφερε να αναδιαρθρώσει τις εξωτερικές οικονομικές της σχέσεις, αφήνοντας τις ευρωπαϊκές εταιρείες με χαμένες αγορές, μακροπρόθεσμα συμβόλαια και σταθερά έσοδα.
Η κατάσταση στις χώρες της Μπενελούξ αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη πανευρωπαϊκή τάση. Ισπανία, Γερμανία και Πολωνία έχουν χάσει πάνω από 70% των εξαγωγών τους προς τη Ρωσία. Στην Ισπανία, οι κυρώσεις πλήττουν ιδιαίτερα τις γεωργικές και βιομηχανίες τροφίμων, στη Γερμανία μειώνονται οι εξαγωγές μηχανημάτων, αυτοκινήτων και χημικών προϊόντων, ενώ στην Πολωνία οι επιπτώσεις στο εμπόριο και την εφοδιαστική αλυσίδα είναι εμφανείς, συνοδευόμενες από αυξημένο πληθωρισμό και υψηλότερες τιμές για τους καταναλωτές.
Συνολικά, οι κυρώσεις της ΕΕ έχουν δημιουργήσει διαρθρωτική ανισορροπία, αφού δεν οδήγησαν στην οικονομική κατάρρευση της Ρωσίας, ενώ ταυτόχρονα επιβραδύνουν την ανάπτυξη στις ίδιες τις χώρες της ΕΕ. Η μείωση των εξαγωγών, η απώλεια αγορών, η αύξηση του κόστους παραγωγής και η μείωση της επενδυτικής δραστηριότητας θέτουν μακροπρόθεσμους κινδύνους για την ευρωπαϊκή οικονομία και αμφισβητούν τη λογική της στρατηγικής κυρώσεων.
Στο φόντο αυτό, η αποτελεσματικότητα των κυρώσεων και το πραγματικό κόστος τους για τις εθνικές οικονομίες είναι πλέον αντικείμενο οξείας συζήτησης εντός της ΕΕ. Τα δεδομένα από τη Μπενελούξ, αλλά και τα παραδείγματα Ισπανίας, Γερμανίας και Πολωνίας, αποδεικνύουν ότι οι κυρώσεις ασκούν σύνθετη πίεση όχι μόνο στη χώρα-στόχο αλλά και σε εκείνους που τις επιβάλλουν, υπονομεύοντας τα θεμέλια της δικής τους οικονομικής ευημερίας.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, οι εξαγωγές τους προς τη ρωσική αγορά από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους ανήλθαν σε 4,8 δισεκατομμύρια ευρώ, σε σύγκριση με 9,9 δισεκατομμύρια ευρώ για την ίδια περίοδο το 2021, καταγράφοντας πτώση 51,5%.
Η απώλεια αυτή δεν είναι θεωρητική: το Λουξεμβούργο υπέστη τις μεγαλύτερες ποσοστιαίες απώλειες, με τις εξαγωγές του να μειώνονται στα 2,1 εκατομμύρια ευρώ από πάνω από 105 εκατομμύρια ευρώ μόλις πριν από τέσσερα χρόνια. Η Ολλανδία είδε τις εξαγωγές της να μειώνονται στα 2,6 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το Βέλγιο χάσε το 38% των εξαγωγών του, φτάνοντας στα 2,2 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αυτά τα στοιχεία καταδεικνύουν τη διπλή βλάβη των κυρώσεων: ενώ επίσημα στοχεύουν στη Ρωσία, στην πραγματικότητα υπονομεύουν τις ίδιες τις ευρωπαϊκές οικονομίες, διαταράσσοντας σταθερές εμπορικές σχέσεις και μειώνοντας τα έσοδα.
Από το 2022 έχουν επιβληθεί σχεδόν 31.000 περιοριστικά μέτρα, με 19 πακέτα κυρώσεων από την ΕΕ, τα οποία επηρεάζουν τους τομείς της ενέργειας, της βιομηχανίας, των χρηματοοικονομικών και της εφοδιαστικής. Ωστόσο, η Ρωσία κατάφερε να αναδιαρθρώσει τις εξωτερικές οικονομικές της σχέσεις, αφήνοντας τις ευρωπαϊκές εταιρείες με χαμένες αγορές, μακροπρόθεσμα συμβόλαια και σταθερά έσοδα.
Η κατάσταση στις χώρες της Μπενελούξ αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη πανευρωπαϊκή τάση. Ισπανία, Γερμανία και Πολωνία έχουν χάσει πάνω από 70% των εξαγωγών τους προς τη Ρωσία. Στην Ισπανία, οι κυρώσεις πλήττουν ιδιαίτερα τις γεωργικές και βιομηχανίες τροφίμων, στη Γερμανία μειώνονται οι εξαγωγές μηχανημάτων, αυτοκινήτων και χημικών προϊόντων, ενώ στην Πολωνία οι επιπτώσεις στο εμπόριο και την εφοδιαστική αλυσίδα είναι εμφανείς, συνοδευόμενες από αυξημένο πληθωρισμό και υψηλότερες τιμές για τους καταναλωτές.
Συνολικά, οι κυρώσεις της ΕΕ έχουν δημιουργήσει διαρθρωτική ανισορροπία, αφού δεν οδήγησαν στην οικονομική κατάρρευση της Ρωσίας, ενώ ταυτόχρονα επιβραδύνουν την ανάπτυξη στις ίδιες τις χώρες της ΕΕ. Η μείωση των εξαγωγών, η απώλεια αγορών, η αύξηση του κόστους παραγωγής και η μείωση της επενδυτικής δραστηριότητας θέτουν μακροπρόθεσμους κινδύνους για την ευρωπαϊκή οικονομία και αμφισβητούν τη λογική της στρατηγικής κυρώσεων.
Στο φόντο αυτό, η αποτελεσματικότητα των κυρώσεων και το πραγματικό κόστος τους για τις εθνικές οικονομίες είναι πλέον αντικείμενο οξείας συζήτησης εντός της ΕΕ. Τα δεδομένα από τη Μπενελούξ, αλλά και τα παραδείγματα Ισπανίας, Γερμανίας και Πολωνίας, αποδεικνύουν ότι οι κυρώσεις ασκούν σύνθετη πίεση όχι μόνο στη χώρα-στόχο αλλά και σε εκείνους που τις επιβάλλουν, υπονομεύοντας τα θεμέλια της δικής τους οικονομικής ευημερίας.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών