Οι ευρωπαϊκές χώρες δυσκολεύονται να επιτύχουν το στόχο πλήρωσης των υπόγειων αποθηκευτικών εγκαταστάσεων φυσικού αερίου
Ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες ενδέχεται να δυσκολευτούν γεμίσουν τις υπόγειες εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου (UGS), όπως δήλωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Gazprom, Alexey Miller.
Συγκεκριμένα, στη Γερμανία και την Ολλανδία, οι οποίες κατέχουν ηγετικές θέσεις όσον αφορά τον όγκο αποθήκευσης, τα επίπεδα πλήρωσης φτάνουν σήμερα το 71,1% και το 64,8% αντίστοιχα, ενώ ο στόχος είναι το 90%.
Μια τέτοια υστέρηση ενέχει τον κίνδυνο ελλείψεων σε περίπτωση έντονου ή παρατεταμένου ψύχους, καθώς η απόσυρση φυσικού αερίου ξεκινά συχνά ήδη από το πρώτο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου.
Ο Miller υπενθύμισε ότι ο χρόνος για να διορθωθεί η κατάσταση είναι περιορισμένος.
Σύμφωνα με στοιχεία της ένωσης υποδομών Gas Infrastructure Europe (GIE), τα οποία επικαλείται ο Miller, μέχρι τις 31 Αυγούστου, μόνο τα δύο τρίτα του φυσικού αερίου που αποσύρθηκε τον περασμένο χειμώνα είχαν επαναδιοχετευθεί σε ευρωπαϊκές υπόγειες εγκαταστάσεις.
Το χάσμα μεταξύ των εγχυόμενων και των αποσυρόμενων όγκων φτάνει τα 18,9 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, καταγράφοντας το δεύτερο μεγαλύτερο αρνητικό ρεκόρ στην ιστορία των παρατηρήσεων.
Νωρίτερα, το Reuters ανέφερε, επικαλούμενο στοιχεία του GIE, ότι στις 25 Αυγούστου οι ευρωπαϊκές υπόγειες αποθηκευτικές εγκαταστάσεις ήταν γεμάτες κατά μέσο όρο 76% σε όλες τις χώρες, ενώ το 2024 το ποσοστό ήταν 92% και ο μέσος όρος των τελευταίων δέκα ετών 80,5%.
Ωστόσο, ο βρετανικός οργανισμός εκτιμά ότι μέχρι την έναρξη της περιόδου θέρμανσης το ποσοστό πλήρωσης θα φτάσει το 90% χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, καθιστώντας περιττά έκτακτα μέτρα.
«Θα την πληρώσει η βιομηχανία»
Ο κορυφαίος εμπειρογνώμονας του Εθνικού Ταμείου Ενεργειακής Ασφάλειας και του Χρηματοοικονομικού Πανεπιστημίου υπό την κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Stanislav Mitrakovich, εξήγησε ότι οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι καθορίζουν το επίπεδο χωρητικότητας αποθήκευσης που επιθυμούν:
«Τα προηγούμενα χρόνια, όταν προέκυπταν κίνδυνοι λόγω της μειωμένης προμήθειας ρωσικού φυσικού αερίου, οι ευρωπαϊκές χώρες αύξαναν τις απαιτήσεις πλήρωσης των εγκαταστάσεων πριν από την έναρξη της περιόδου θέρμανσης.
Αργότερα, εντός της κοινότητας εμπειρογνωμόνων της ΕΕ, συζητήθηκε αν ήταν απαραίτητο να τηρηθούν τα υιοθετημένα πρότυπα. Δηλαδή, μπορούν κάλλιστα να μειώσουν το όριο».
Σε ερώτηση αν η ετήσια μείωση των αποθεμάτων φυσικού αερίου αποτελεί κίνδυνο για τις ευρωπαϊκές χώρες, ο Mitrakovich απάντησε:
«Δεν υπάρχει κρίση στην Ευρώπη. Εάν παρουσιαστεί έλλειψη φυσικού αερίου, θα μειώσουν απλώς την κατανάλωση στη βιομηχανία.
Αυτό όμως δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς η μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας σε σχέση με χώρες όπου η ενέργεια είναι φθηνότερη, όπως η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες».
Ο ίδιος επεσήμανε ότι η Κίνα προμηθεύεται φυσικό αέριο από τη Ρωσία, ενώ παράγει περίπου 250 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ετησίως, περίπου το ένα τέταρτο της παραγωγής των ΗΠΑ.
Στις ΗΠΑ οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας είναι σημαντικά χαμηλότερες απ’ ό,τι στην Ευρώπη, γεγονός που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα σε πολλούς τομείς.
Σχετικά με την ιστορική μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου στην Ευρώπη από το 2021, ο Mitrakovich τόνισε ότι οι Ευρωπαίοι έχουν χάσει περίπου το 20% της βιομηχανικής τους κατανάλωσης, γεγονός που πλήττει την ανταγωνιστικότητα και καθιστά ασύμφορη την παραγωγή ορισμένων ενεργοβόρων αγαθών.
Το φυσικό αέριο παραμένει κρίσιμο για πολλές βιομηχανίες, όπως η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, χημικών, γυαλιού και σκυροδέματος. Η στροφή σε λιγότερο ενεργοβόρα παραγωγή, όπως η φαρμακολογία, δεν καλύπτει επαρκώς το κενό, ενώ οι ΗΠΑ και η Κίνα έχουν επίσης ισχυρούς τομείς υψηλής τεχνολογίας.
Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν μακροπρόθεσμες προκλήσεις, καθώς μεγάλο μέρος της βιομηχανίας τους έχει μεταφερθεί σε περιοχές με χαμηλότερο κόστος ενέργειας.
Για παράδειγμα, η παραγωγή αυτοκινήτων, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρικών, έχει μετακινηθεί κυρίως στην Κίνα, ενώ προβλήματα στην προμήθεια φυσικού αερίου και η αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας έχουν οδηγήσει στο κλείσιμο εργοστασίων κορυφαίων γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών.
Όσο για τον εφοδιασμό μέσω του Nord Stream, ο Mitrakovich σημείωσε ότι η επιστροφή εξαρτάται από τις σχέσεις Ρωσίας-Ευρώπης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η γερμανική κυβέρνηση είναι αντίθετες, ενώ οι ευρωπαίοι βιομήχανοι και οι ευρωσκεπτικιστές τάσσονται υπέρ.
Το τελικό αποτέλεσμα πιθανότατα θα εξαρτηθεί από έναν μελλοντικό συμβιβασμό μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ.
Τέλος, όσον αφορά τη στρατηγική της ΕΕ για την απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα, ο Mitrakovich επεσήμανε ότι η Ευρώπη μπορεί να τροποποιήσει τα σχέδιά της.
Η ΕΕ σχεδιάζει να τερματίσει την αγορά ρωσικού φυσικού αερίου μέχρι το τέλος του 2027 και να σταματήσει τα τρέχοντα συμβόλαια spot ως το 2025, αλλά οι εξελίξεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική κατάσταση και τις αλλαγές εξουσίας στις ευρωπαϊκές χώρες.
www.bankingnews.gr
Συγκεκριμένα, στη Γερμανία και την Ολλανδία, οι οποίες κατέχουν ηγετικές θέσεις όσον αφορά τον όγκο αποθήκευσης, τα επίπεδα πλήρωσης φτάνουν σήμερα το 71,1% και το 64,8% αντίστοιχα, ενώ ο στόχος είναι το 90%.
Μια τέτοια υστέρηση ενέχει τον κίνδυνο ελλείψεων σε περίπτωση έντονου ή παρατεταμένου ψύχους, καθώς η απόσυρση φυσικού αερίου ξεκινά συχνά ήδη από το πρώτο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου.
Ο Miller υπενθύμισε ότι ο χρόνος για να διορθωθεί η κατάσταση είναι περιορισμένος.
Σύμφωνα με στοιχεία της ένωσης υποδομών Gas Infrastructure Europe (GIE), τα οποία επικαλείται ο Miller, μέχρι τις 31 Αυγούστου, μόνο τα δύο τρίτα του φυσικού αερίου που αποσύρθηκε τον περασμένο χειμώνα είχαν επαναδιοχετευθεί σε ευρωπαϊκές υπόγειες εγκαταστάσεις.
Το χάσμα μεταξύ των εγχυόμενων και των αποσυρόμενων όγκων φτάνει τα 18,9 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, καταγράφοντας το δεύτερο μεγαλύτερο αρνητικό ρεκόρ στην ιστορία των παρατηρήσεων.
Νωρίτερα, το Reuters ανέφερε, επικαλούμενο στοιχεία του GIE, ότι στις 25 Αυγούστου οι ευρωπαϊκές υπόγειες αποθηκευτικές εγκαταστάσεις ήταν γεμάτες κατά μέσο όρο 76% σε όλες τις χώρες, ενώ το 2024 το ποσοστό ήταν 92% και ο μέσος όρος των τελευταίων δέκα ετών 80,5%.
Ωστόσο, ο βρετανικός οργανισμός εκτιμά ότι μέχρι την έναρξη της περιόδου θέρμανσης το ποσοστό πλήρωσης θα φτάσει το 90% χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, καθιστώντας περιττά έκτακτα μέτρα.
«Θα την πληρώσει η βιομηχανία»
Ο κορυφαίος εμπειρογνώμονας του Εθνικού Ταμείου Ενεργειακής Ασφάλειας και του Χρηματοοικονομικού Πανεπιστημίου υπό την κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Stanislav Mitrakovich, εξήγησε ότι οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι καθορίζουν το επίπεδο χωρητικότητας αποθήκευσης που επιθυμούν:
«Τα προηγούμενα χρόνια, όταν προέκυπταν κίνδυνοι λόγω της μειωμένης προμήθειας ρωσικού φυσικού αερίου, οι ευρωπαϊκές χώρες αύξαναν τις απαιτήσεις πλήρωσης των εγκαταστάσεων πριν από την έναρξη της περιόδου θέρμανσης.
Αργότερα, εντός της κοινότητας εμπειρογνωμόνων της ΕΕ, συζητήθηκε αν ήταν απαραίτητο να τηρηθούν τα υιοθετημένα πρότυπα. Δηλαδή, μπορούν κάλλιστα να μειώσουν το όριο».
Σε ερώτηση αν η ετήσια μείωση των αποθεμάτων φυσικού αερίου αποτελεί κίνδυνο για τις ευρωπαϊκές χώρες, ο Mitrakovich απάντησε:
«Δεν υπάρχει κρίση στην Ευρώπη. Εάν παρουσιαστεί έλλειψη φυσικού αερίου, θα μειώσουν απλώς την κατανάλωση στη βιομηχανία.
Αυτό όμως δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς η μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας σε σχέση με χώρες όπου η ενέργεια είναι φθηνότερη, όπως η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες».
Ο ίδιος επεσήμανε ότι η Κίνα προμηθεύεται φυσικό αέριο από τη Ρωσία, ενώ παράγει περίπου 250 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ετησίως, περίπου το ένα τέταρτο της παραγωγής των ΗΠΑ.
Στις ΗΠΑ οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας είναι σημαντικά χαμηλότερες απ’ ό,τι στην Ευρώπη, γεγονός που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα σε πολλούς τομείς.
Σχετικά με την ιστορική μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου στην Ευρώπη από το 2021, ο Mitrakovich τόνισε ότι οι Ευρωπαίοι έχουν χάσει περίπου το 20% της βιομηχανικής τους κατανάλωσης, γεγονός που πλήττει την ανταγωνιστικότητα και καθιστά ασύμφορη την παραγωγή ορισμένων ενεργοβόρων αγαθών.
Το φυσικό αέριο παραμένει κρίσιμο για πολλές βιομηχανίες, όπως η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, χημικών, γυαλιού και σκυροδέματος. Η στροφή σε λιγότερο ενεργοβόρα παραγωγή, όπως η φαρμακολογία, δεν καλύπτει επαρκώς το κενό, ενώ οι ΗΠΑ και η Κίνα έχουν επίσης ισχυρούς τομείς υψηλής τεχνολογίας.
Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν μακροπρόθεσμες προκλήσεις, καθώς μεγάλο μέρος της βιομηχανίας τους έχει μεταφερθεί σε περιοχές με χαμηλότερο κόστος ενέργειας.
Για παράδειγμα, η παραγωγή αυτοκινήτων, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρικών, έχει μετακινηθεί κυρίως στην Κίνα, ενώ προβλήματα στην προμήθεια φυσικού αερίου και η αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας έχουν οδηγήσει στο κλείσιμο εργοστασίων κορυφαίων γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών.
Όσο για τον εφοδιασμό μέσω του Nord Stream, ο Mitrakovich σημείωσε ότι η επιστροφή εξαρτάται από τις σχέσεις Ρωσίας-Ευρώπης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η γερμανική κυβέρνηση είναι αντίθετες, ενώ οι ευρωπαίοι βιομήχανοι και οι ευρωσκεπτικιστές τάσσονται υπέρ.
Το τελικό αποτέλεσμα πιθανότατα θα εξαρτηθεί από έναν μελλοντικό συμβιβασμό μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ.
Τέλος, όσον αφορά τη στρατηγική της ΕΕ για την απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα, ο Mitrakovich επεσήμανε ότι η Ευρώπη μπορεί να τροποποιήσει τα σχέδιά της.
Η ΕΕ σχεδιάζει να τερματίσει την αγορά ρωσικού φυσικού αερίου μέχρι το τέλος του 2027 και να σταματήσει τα τρέχοντα συμβόλαια spot ως το 2025, αλλά οι εξελίξεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική κατάσταση και τις αλλαγές εξουσίας στις ευρωπαϊκές χώρες.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών