Εάν η συμφωνία εξαγοράς της Chipita από την αμερικανική πολυεθνική Mondelez είχε πραγματοποιηθεί με βάση τον ισολογισμό του 2021, τότε το τίμημα εξαγοράς θα ανερχόταν σε 2 δισ. ευρώ και όχι σε 1,6 δισ. ευρώ.
Αυτό δηλώνει Έλληνας τραπεζίτης το bankingnews, επιχειρώντας να καταδείξει και την αξία των ελληνικών εξωστρεφών επιχειρήσεων.
Εκτός του γεγονότος ότι, οι προαναφερόμενοι υπολογισμοί είναι λογικοί - διότι τα μεγέθη του 2020 είχαν επηρεαστεί από την πανδημία - αντικατοπτρίζουν, όμως, έως ένα βαθμό και την δυναμική των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων.
Άλλωστε, αυτή την ανάπτυξη στους κλάδους της οικονομίας διακρίνουν οι ξένοι επενδυτές για να τοποθετηθούν στην Ελλάδα, και όχι φυσικά τις αναμενόμενες επιδοτήσεις από Ταμείο Ανάκαμψης.
Εκ των πραγμάτων, η συμφωνία πώλησης της Chipita προς την Mondelez την οποία ολοκλήρωσε ο επιχειρηματίας κ. Σπ. Θεοδωρόπουλος, αποτελεί μια από τις συμφωνίες- ορόσημα του 2021, μια χρόνια όπου αυξήθηκε η ροή επενδύσεων προς την Ελλάδα.
Το 2020, ο κύκλος εργασιών της Chipita ανήλθε σε 546,8 εκατ. ευρώ έναντι 567 εκατ. ευρώ του 2019 ενώ τα κέρδη προ φόρων τόκων και αποσβέσεων ανήλθαν σε 87,2 εκατ. ευρώ, έναντι 83,3 εκατ. ευρώ το 2019.
Η δε καθαρή κερδοφορία το 2020 ανήλθε σε 35,4 εκατ. ευρώ από 66 εκατ. ευρώ το 2019 εξαιτίας και ζημιάς από πώλησης συμμετοχής.
Σε πρώτη ανάγνωση λοιπόν μπορεί να φαίνονται υψηλοί οι πολλαπλασιαστές που πλήρωσε η αμερικανική εταιρεία (20 φορές τα κέρδη Ebidta του 2020), ωστόσο η ρευστότητα στις διεθνείς αγορές και ο αναμενόμενος υψηλός πληθωρισμός ( κόστος ενέργειας, μεταφορικά κόστη ) οδηγεί τις παραγωγικές εταιρείες σε υψηλότερες επενδύσεις.
Επιπρόσθετα, οι επενδύσεις πραγματοποιούνται κατά κανόνα σε αγορές οι οποίες αναμένεται να εμφανίσουν υψηλή ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, όπως η ελληνική, καθώς τους τελευταίους μήνες έχουν αυξηθεί κατακόρυφα οι άμεσες ξένες επενδύσεις (12 δισ. ευρώ) και με όρους (πολλαπλασιαστές) οι οποίες φανερώνουν μείωση του ρίσκου της χώρας.
Η αύξηση, όμως, των επενδύσεων σε παραγωγικούς τομείς είναι μια από τις αιτίες για τις οποίες λ.χ το αμερικανικό CVC Capital αυξάνει τις εξαγορές στον τομέα των τροφίμων.
Πέραν των υπεραξιών που αναμένει για τα επόμενα χρόνια στις επενδύσεις του, είτε αυτές αφορούν τον κλάδο της υγείας, των τροφίμων ή της τεχνολογίας, σε ότι αφορά τα τρόφιμα η άνοδος της παραγωγικότητας είναι μια “ασπίδα” έναντι των πληθωριστικών πιέσεων.
Μετά την αναδιάρθρωση δανεισμού της Vivartia προχώρησε στην εξαγορά της Δωδώνη και συνεχώς αναζητά νέες εξαγορές στον κλάδο σε παρεμφερή προϊόντα (κλάδος τυροκομείων κλπ).
Οι πρόσθετες επενδύσεις και η παραγωγικότητα αντισταθμίζουν το κόστος του πληθωρισμού
Ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η Μondelez προχώρησε στην εξαγορά της Chipita ήταν η παραγωγική παρουσία και τα δίκτυα διανομής στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Με τις αναμενόμενες πληθωριστικές πιέσεις ( αυξημένα κόστη ενέργειας καθώς και την άνοδο των εξόδων μεταφοράς και διανομής ) θα περίμενε κανείς η αμερικανική πολυεθνική να καταγράφει επιπτώσεις. Αντίθετα, όμως, η διοίκηση της Mondelez, παρουσιάζοντας την εξαγορά της Chipita δήλωνε ότι, οι κίνδυνοι από τον πληθωρισμό είναι διαχειρίσιμοι καθώς η άνοδος σε διάφορα κόστη, αντισταθμίζεται από την πρόσθετη παραγωγικότητα που απέκτησε ( μονάδες, δίκτυο Chipita ), τις μεικτές προωθητικές ενέργειες κα.
ΔEH – Macquairie
Η ίδια σχεδόν συλλογιστική ( αύξηση επενδύσεων και αναμενόμενες επενδύσεις ) κρύβεται πίσω και από το τίμημα ύψους 2,1 δισ. ευρώ που δόθηκε από το Αυστραλιανό Macquarie για το 49% του ΔΕΔΔΗΕ. Οι επενδύσεις μέσα στην επόμενη τετραετία αναμένονται να φθάσουν το 1,6 δισ. ευρώ. Και από τις επενδύσεις αυτές αναμένονται αποδόσεις τόσο από το υφιστάμενο δίκτυο, όσο και στην επικείμενη είσοδο του διαχειριστή σε δίκτυο οπτικών ινών. Επίσης, ο επενδυτής το 2021, όπως και η ΔΕΗ θα εισπράξουν μέρισμα από τον ΔΕΔΔΗΕ τουλάχιστον 85 εκατ. ευρώ, με βάση την συμφωνία πώλησης.
Δημήτρης Παφίλας
dpafilas@yahoo.com
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών