Τελευταία Νέα
Οικονομία

Δημοσιονομικό Συμβούλιο: Εφικτός ο στόχος για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ για το 2019

tags :
Δημοσιονομικό Συμβούλιο: Εφικτός ο στόχος για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ για το 2019
Δημοσιονομικό Συμβούλιο: Εφικτός ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2019
Την εκτίμηση ότι παραμένει εφικτός ο στόχος για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ για το 2019 αναφέρει το νέο Τριμηνιαίο Δελτίο του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου «Μακροοικονομικές και Δημοσιονομικές εξελίξεις».
Παράλληλα αναφέρεται πως υπάρχει επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά 1,9% σε σχέση με το 2018.
Η επίτευξη του στόχου για ετήσια μεγέθυνση άνω του 2% προϋποθέτει σημαντικά ισχυρότερες επιδόσεις το επόμενο εξάμηνο.
Τονίζεται ότι δημιουργεί προβληματισμό δημιουργεί η κάμψη στις πάγιες επενδύσεις και στην ιδιωτική κατανάλωση.
∆ιατηρείται η θετική εικόνα στην αγορά εργασίας, με το ποσοστό της ανεργίας να περιορίζεται τον Ιούνιο στο 17%.
Επίσης τονίζεται πως είναι αισθητά μειωμένη η δημιουργία νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το ελληνικό ∆ημόσιο, σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, ενώ σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα παραμένει η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου του ελληνικού ∆ημοσίου.
Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ, η  αύξηση  του ΑΕΠ  επιταχύνθηκε  με  ρυθμό  1,9% το  B’ τρίμηνο του 2019  έναντι  του  αντιστοίχου  τριμήνου του 2018·όπως και έναντι  του  Α’  τριμήνου  οπότε  η  αύξηση  είχε  περιοριστεί  στο  1,1%. 
Σε  εξαμηνιαία  βάση  η  πραγματική  αύξηση  του  ΑΕΠ  κυμαίνεται  περί  το 1,5%.
Κατά συνέπεια, η επίτευξη του στόχου για  ετήσια μεγέθυνση άνω του  2%  προϋποθέτει σημαντικά ισχυρότερες επιδόσεις τα  επόμενα  δύο  τρίμηνα  του  2019. 
Η αύξηση  οφείλεται  κατά  βάση  στη   βελτίωση  του  εξωτερικού  ισοζυγίου,  λόγω  της  ανόδου  της  αξίας των εξαγωγών σε σχέση με το Β’ τρίμηνο του   2018,  καθώς και στη συγκρατημένη   αύξηση της συνολικής τελικής καταναλωτικής δαπάνης και του  Ακαθάριστου  Σχηματισμού  Κεφαλαίου (σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους).
Σε  επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης (ΓΚ)  επίσης  υπάρχει   σημαντική   αύξηση του πρωτογενούς αποτελέσματος  σε  ταμειακή  βάση  κατά  €558  εκατ.   σε σχέση με το επτάμηνο του 2018, αποδιδόμενη,  όπως προαναφέρθηκε  κυρίως  σε  εισπράξεις  οι  οποίες  δεν  συνυπολογίζονται  στο  πρωτογενές  αποτέλεσμα  σε  όρους  ενισχυμένης  εποπτείας.  
Οι εισπράξεις  αυτές  αφορούν  κατά  βάση ποσό ύψους €1.119 εκατ., που εισπράχθηκε ως    τίμημα    της    επέκτασης  της σύμβασης παραχώρησης του ∆ιεθνούς Αερολιμένα Αθηνών και  ένα  επιπλέον  ποσό  ύψους  €271,6  εκατ.  που  αφορά  στο  ΦΠΑ  της  συγκεκριμένης  σύμβασης.  
Ακόμη στο επτάμηνο του 2019 εισπράχθηκε ποσό ύψους €644 εκατ. από ANFAs (επιστροφή κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούν η ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες).
Συνεπώς, λαμβάνοντας  υπόψη  τα  παραπάνω   προκύπτει   σημαντική   υστέρηση   των   αποτελεσμάτων   σε   σχέση    με    πέρυσι, σε  όρους  ενισχυμένης εποπτείας.
Το γεγονός αυτό δεν φαίνεται να θέτει σε  κίνδυνο τον  στόχο  για  επίτευξη  πρωτογενούς  πλεονάσματος  3,5%  του  ΑΕΠ  για  το  2019,  ο  οποίος  παραμένει  εφικτός,  παρά  τα  επεκτατικά  δημοσιονομικά μέτρα που θεσπίστηκαν τόσο τον Μάιο του 2019  (χορήγηση  «13ης  σύνταξης»,  αναπροσαρμογές στις συντάξεις χηρείας,  μειώσεις  των  συντελεστών  ΦΠΑ),  όσο  και  τον  Ιούλιο  του  2019  (διεύρυνση  μειώσεων  ΕΝΦΙΑ),  τα  οποία  δεν  είχαν  προβλεφθεί  στο  ελληνικό  Πρόγραμμα Σταθερότητας 2019-2022.    
Τον  Ιούλιο  του  2019,  οι  συνολικές  ληξιπρόθεσμες  υποχρεώσεις  (συμπεριλαμβανομένων  των  εκκρεμών  επιστροφών φόρων) ανήλθαν σε €2.359 εκατ., έναντι €2.724 εκατ. κατά την αντίστοιχη περίοδο του 2018. Η αποκλιμάκωση   του   συνόλου   των   ληξιπρόθεσμων   υποχρεώσεων, σε ετήσια βάση, οφείλεται κυρίως στην μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορέων της ΓΚ  κατά  €300  εκατ.  και  δευτερευόντως  στην  οριακή  μείωση  του  αποθέματος  των  εκκρεμών  επιστροφών  φόρων. 
Συμβολή  σε  αυτό  είχαν  τα  κεφάλαια  που  αντλήθηκαν  από  τον Ευρωπαϊκό  Μηχανισμό  Στήριξης,  στο  πλαίσιο  του  3ου  προγράμματος,  για  την  πλήρη  εκκαθάριση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων.
Σε μηνιαία βάση, καταγράφεται μείωση στις    ληξιπρόθεσμες    υποχρεώσεις φορέων της ΓΚ, ενώ αντίθετη πορεία είχε  η εξέλιξη του αποθέματος των εκκρεμών επιστροφών φόρων. 
Ανεξαρτήτως  των  μηνιαίων  μεταβολών  κατά  την διάρκεια του έτους, μετρήσιμη, για το αποτέλεσμα της   ΓΚ,   είναι   η   μεταβολή   του   αποθέματος   των ληξιπρόθεσμων   υποχρεώσεων στην   διάρκεια   του   οικονομικού έτους. Στο πλαίσιο αυτό, η αύξηση που του αποθέματος  των  ληξιπρόθεσμων  υποχρεώσεων,    σε  σχέση    με  τον    ∆εκέμβριο    του  2018, η οποία παρατηρείται   προς το   παρόν,   θα   επιβαρύνει  το  δημοσιονομικό  αποτέλεσμα  σε  εθνικολογιστική  βάση  (ESA). 
Πρόκληση  για  την  δημοσιονομική  διαχείριση  εξακολουθεί  να  είναι  η  συρρίκνωση  του  αποθέματος  των  ληξιπρόθεσμων  υποχρεώσεων  κατά  τη  διάρκεια  του 2019.
Την  περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου  του  2019,   οι  συνολικές  εισπράξεις  έναντι    ληξιπρόθεσμων  απαιτήσεων   του   ελληνικού   ∆ημοσίου   ανήλθαν   σε   €2.797   εκατ.   
Οι   εισπράξεις  αυτές   είναι   ανάλογες   σχεδόν  με  αυτές  των  ετών    2016  &  2017,  ωστόσο  υπολείπονται  από  το  αντίστοιχο  περσινό  επίπεδο  κατά  €342   εκατ.  
Θετική ξέλιξη   ωστόσο   αποτελεί  η   χαμηλότερη     συσσώρευση   νέου ληξιπρόθεσμου χρέους.   
Συγκεκριμένα,   την   περίοδο   Ιανουαρίου   –   Ιουλίου   2019   το νέο   ληξιπρόθεσμο   χρέος πουδημιουργήθηκε  περιορίστηκε  σε  €3.929  εκατ.,  έναντι  €5.569  εκατ.  την  αντίστοιχη  περίοδο  του  2018,  και  ήταν  επίσης  αισθητά  χαμηλότερο  σε  σχέση  με  την  περίοδο  2015-2017.  
Η  εξέλιξη  αυτή  ανέκοψε  τον  ρυθμό αύξησης του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου από την αρχή του έτουςκαι  φανερώνει  βελτίωση της ανταπόκρισης των  Ελλήνων φορολογούμενων  στις   φορολογικές  τους υποχρεώσεις.
Κάτω από το 1,55%, σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, διαμορφώθηκε η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου το Σεπτέμβριο του 2019.
Σε ετήσια βάση το μακροπρόθεσμο κόστος δανεισμού της ελληνικής οικονομίας υποχώρησε πάνω από 2,5 ποσοστιαίες μονάδες.
Η παγκόσμια πλεονάζουσα ρευστότητα ωθεί τις τιμές των ομολόγων πανευρωπαϊκά σε υψηλότερα επίπεδα.
Αποτέλεσμα της υψηλής ζήτησης για τα ευρωπαϊκά ομόλογα είναι η σημαντική πτώση των αποδόσεων, ενώ επτά ευρωπαϊκές οικονομίες επιτυγχάνουν μακροχρόνιο δανεισμό με αρνητικά επιτόκια (βλέπε γραφική απεικόνιση στο παράρτημα).


Image

Image


Image


Image

Image


Image


Image


Image

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης