Τελευταία Νέα
Οικονομία

Οι 7 παρατηρήσεις του ΔΝΤ για την Ελλάδα: Μέτρια οικονομική ανάπτυξη 2% έως το 2020, ύψιστη προτεραιότητα NPLs, ιδιωτικοποιήσεις

tags :
Οι 7 παρατηρήσεις του ΔΝΤ για την Ελλάδα: Μέτρια οικονομική ανάπτυξη 2% έως το 2020, ύψιστη προτεραιότητα NPLs, ιδιωτικοποιήσεις
Θα χρειαστεί άλλη μια δεκαπενταετία προκειμένου τα πραγματικά εισοδήματα ανά κάτοικο για να φθάσουν στα επίπεδα πριν από την κρίση
Τις 7 παρατηρήσεις μετά την αποστολή του κλιμακίου του στην Ελλάδα δημοσιοποίησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι η οικονομική ανάπτυξη ήταν μέτρια και αναμένεται να είναι γύρω στο 2% το 2019 και το 2020.
Όπως τόνισε, η εκκαθάριση των ισολογισμών των τραπεζών είναι ο βασικός κινητήριος μοχλός ανάπτυξης γι' αυτό και πρέπει να αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα.
Ειδικότερα, στην τελική δήλωση των συμπερασμάτων, το ΔΝΤ περιγράφει τα προκαταρκτικά πορίσματα της επίσκεψης του κλιμακίου στην Ελλάδα.
Οι αποστολές πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των τακτικών (συνήθως ετήσιων) διαβουλεύσεων βάσει του άρθρου IV της συμφωνίας.
Σύμφωνα με το πόρισμα, η νέα κυβέρνηση κληρονόμησε μια "χλιαρή" οικονομική ανάκαμψη, η οποία μετριάστηκε από τις "κληρονομιές" κρίσης και τις γενικευμένες ανατροπές πολιτικής μετά την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα προσαρμογής.
Αυτή η εξέλιξη αύξησε περαιτέρω τις δημοσιονομικές, χρηματοοικονομικές και εξωτερικές ευπάθειες.
Ενώ η κυβέρνηση έχει κάνει ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα για την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων και προωθεί την εκκαθάριση των ισολογισμών των τραπεζών, απαιτείται επειγόντως μεγαλύτερη προσπάθεια σε όλους τους τομείς πολιτικής, προκειμένου η Ελλάδα να γίνει ανταγωνιστική εντός της νομισματικής ένωσης, να εξαλείψει το χρέος και να επιτύχει μια χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη.

Οι 7 παρατηρήσεις

1. Η νέα κυβέρνηση ορθώς δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη, αλλά αντιμετωπίζει μια ανησυχητική μάχη.
Το κατά κεφαλήν εισόδημα παραμένει κάτω από τα επίπεδα της ένταξης στην ευρωζώνη, γεγονός που αντανακλά σημαντικές κληρονομιές από την κρίση (υψηλό δημόσιο χρέος, υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια, υπερχρεωμένους δανειολήπτες), χαμηλή παραγωγικότητα, έλλειψη επενδύσεων, αδυναμία καλλιέργειας κουλτούρας πληρωμών και δυσμενή δημογραφικά στοιχεία.
Οι προοπτικές υποβαθμίστηκαν περαιτέρω από τις πολιτικές μετά την έξοδο από το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018, με την αναστολή των μεταρρυθμίσεων (π.χ. δημοσιονομικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις), π.χ. PIT) ή αντιστρόφως (π.χ., βασικά στοιχεία των μεταρρυθμίσεων του εργατικού δυναμικού 2011-2013 και προσπάθειες για διεύρυνση της φορολογικής βάσης και ενίσχυση της κουλτούρας πληρωμών).
2. Η ανάπτυξη αναμένεται να είναι γύρω στο 2% το 2019 και το 2020.
Η βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη επωφελείται από μια κυκλική ανάκαμψη και τη βελτίωση του κλίματος των αγορών και των καταναλωτών, γεγονός που θα οδηγήσει σε υψηλότερες επενδύσεις.
Παρόλα αυτά, η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη εκτιμάται στο 0,9%, και θα χρειαστεί άλλη μια δεκαπενταετία προκειμένου τα πραγματικά εισοδήματα ανά κάτοικο για να φθάσουν στα επίπεδα πριν από την κρίση.
Το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά την επόμενη δεκαετία με σχετικά χαμηλό κίνδυνο ρευστότητας μεσοπρόθεσμα, αν και η μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα δεν εξασφαλίζεται με ρεαλιστικές μακροοικονομικές υποθέσεις.
Οι αδύναμες τράπεζες εμποδίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης και δημιουργούν σημαντικούς κινδύνους για τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Αυτοί και άλλοι παράγοντες αφήνουν την Ελλάδα ευάλωτη σε μια σειρά από εξωτερικές και εγχώριες διαταραχές.
Λαμβάνοντας υπόψη την κυκλική θέση της Ελλάδας και τις επιθυμητές πολιτικές μεσοπρόθεσμα, το προσωπικό εκτιμά ότι υπάρχει σημαντική υπεραξία της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την πολιτική της εντολή και να βελτιώσει το κλίμα των επενδυτών για να αναπτύξει ένα πλήρες φάσμα εργαλείων πολιτικής και να ξεπεράσει τα μακροχρόνια συμφέροντα, με στόχο να ωθήσει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη ουσιαστικά πάνω από τις τρέχουσες προβλέψεις.
3. Η εκκαθάριση των τραπεζικών ισολογισμών, που αποτελεί σήμερα κινητήριο μοχλό ανάπτυξης, αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα.
Ο στόχος της κυβέρνησης να επιτευχθούν μονοψήφια ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έως τα μέσα του 2022 πηγαίνει προς τη σωστή κατεύθυνση και το προτεινόμενο σύστημα προστασίας περιουσιακών στοιχείων "Ηρακλής" θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική υποστήριξη (αν και δεν έχουν ακόμη προκύψει σημαντικές λεπτομέρειες).
Ωστόσο, για να αποκατασταθεί πλήρως η ποιότητα του ενεργητικού, μαζί με την ποιότητα και τα επίπεδα τραπεζικού κεφαλαίου, ρευστότητας και κερδοφορίας, η νέα κυβέρνηση πρέπει να αναπτύξει μια πιο ολοκληρωμένη, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική.
Αυτές οι προσπάθειες θα πρέπει να βασίζονται κυρίως στην αγορά, με οποιαδήποτε δημόσια στήριξη να υπόκειται σε μια δυναμική ανάλυση κόστους-οφέλους και να υποστηρίζονται από περαιτέρω βελτιώσεις στο νομικό πλαίσιο (π.χ. πιο αποτελεσματικές δικαστικές διαδικασίες και εκσυγχρονισμός του καθεστώτος αφερεγγυότητας).
Η προστασία των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων και των ad hoc συστημάτων φορολογικών και κοινωνικών ασφαλίσεων εμπόδιζε την ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους και υπονόμευε την κουλτούρα πληρωμών και θα έπρεπε να καταργηθεί σταδιακά.
4. Η μείωση των δημοσιονομικών στόχων θα υποστήριζε την οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη. Το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα για το 2019 αναμένεται να είναι σύμφωνο με την δέσμευση της Ελλάδας προς τους Ευρωπαίους εταίρους για πλεόνασμα 3,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ- αν και για ακόμη μια φορά εξαρτάται από την υπο-εκτέλεση των δημοσίων επενδύσεων, γεγονός που μετριάζει την ανάπτυξη. Για το 2020, το προσωπικό προτείνει η κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι εταίροι να συναινέσουν σε μια πορεία χαμηλότερων δημοσιονομικών πλεονασμάτων, με δεδομένο το ευρύ οικονομικό περιθωρίο και τις σημαντικές μη εξυπηρετούμενες ανάγκες σε κοινωνική και επενδυτική δαπάνη και για τη συμπερίληψη δαπανών που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν συνέργειες με ενισχυμένες δομικές μεταρρυθμίσεις.
5. Το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να επανασταθμιστεί για την ενίσχυση της ανάπτυξης και της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Σχέδια για την μείωση των άμεσων φόρων και για την ενίσχυση της φορολογικής συνέπειας είναι ευπρόσδεκτα αλλά περισσότερα θα μπορούσαν να επιτευχθούν με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Η Ελλάδα παραμένει κοντά στον πυθμένα της ΕΕ αναφορικά με το ποσοστό των εργαζόμενων που πληρώνουν φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και έχει ένα από τα υψηλότερα κενά συμμόρφωσης αναφορικά με τον ΦΠΑ. Σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΕΕ, πολύ μεγάλο ποσοστό της δημόσιας δαπάνης κατευθύνεται σε συντάξεις και μισθολογικές δαπάνες του δημοσίου και πολύ μικρό ποσοστό σε άλλες κοινωνικές δαπάνες. Για την αντιμετώπιση καίριων αναγκών, η Ελλάδα θα πρέπει να αυξήσει σημαντικά την κοινωνική δαπάνη (π.χ. για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που παρέχεται με βάση εισοδηματικά κριτήρια και τη δημόσια υγεία) και τις επενδύσεις. Για την ελευθέρωση δημοσιονομικού χώρου, οι συνταξιοδοτικές παροχές των τωρινών συνταξιούχων θα πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με τον νέο τρόπο υπολογισμού (και η πρόσφατη αποκατάσταση των δώρων που χορηγούνταν πριν από την κρίση θα πρέπει να ανατραπεί). Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της δημόσιας οικονομικής διαχείρισης θα βοηθήσει στην καλύτερη εκτέλεση του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων, θα ενισχύσει τον έλεγχο του προϋπολογισμού και θα ενδυναμώσει τη διαχείριση κινδύνου (συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων προερχόμενων από δικαστικές υποθέσεις σε εξέλιξη), ενώ απαιτούνται συνεχιζόμενες προσπάθειες για την ενίσχυση της ΑΑΔΕ και για την κινητοποίηση του πλαισίου κατά του ξεπλύματος χρήματος (AML) για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
6. Η νέα κυβέρνηση αξίζει αναγνώριση για την άρση εμποδίων στις ιδιωτικοποιήσεις και για την προώθηση της διευκόλυνσης των επιχειρήσεων και της ψηφιοποίησης, αλλά ένα σημαντικό κομμάτι της δομικής μεταρρύθμισης της Ελληνικής οικονομίας βρίσκεται ακόμη μπροστά μας. Η οικονομία παραμένει υπερ-ρυθμισμένη και κυριαρχείται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις που λειτουργούν σε ένα μη φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, και η Ελλάδα βρίσκεται στο τέλος ή κοντά στο τέλος της κατάταξης της Ευρωζώνης σε πολλές διακρατικές έρευνες. Απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες για την εκ των πραγμάτων απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και των κλειστών επαγγελμάτων και για την ενίσχυση του ανταγωνισμού.
7. Οι πρόσφατες προτάσεις της κυβέρνησης για την αγορά εργασίας είναι άξιες στήριξης, αν και χρειάζονται παραπάνω προσπάθειες για τη στήριξη της υψηλότερης απασχόλησης, της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας. Το προσωπικό στηρίζει την πρόσφατη νομοθεσία για την άρση των νέων περιορισμών στις απολύσεις και την πρόθεση να περιοριστεί η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία. Τα σχέδια αναφορικά με την εισαγωγή ενός μηχανισμού εξαίρεσης από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις (opt-out) είναι προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά θα έπρεπε να στοχεύουν στην πλήρη αποκατάσταση των μεταρρυθμίσεων-ορόσημο που εισήχθησαν κατά την περίοδο 2011-2013. Η μείωση του μη μισθολογικού κόστους, η διασύνδεση της προσαρμογής των κατώτατων μισθών με το επίπεδο παραγωγικότητας, η ενίσχυση των ενεργών πολιτικών απασχόλησης και η απομάκρυνση εμποδίων στη γυναικεία συμμετοχή στην αγορά εργασίας θα είναι καίριας σημασίας για την αντιμετώπιση της υστέρησης, της φτώχειας (συμπεριλαμβανομένης της φτώχειας στην εργασία) και του κοινωνικού αποκλεισμού.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης