Τελευταία Νέα
Απόψεις - Άρθρα

Πώς θα επηρεάσει το διεθνές σύστημα η «Φάση 1» της εμπορικής συμφωνίας ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα

Πώς θα επηρεάσει το διεθνές σύστημα η «Φάση 1» της εμπορικής συμφωνίας ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα
Η «Φάση 1» της συμφωνίας ΗΠΑ-Κίνας θα ασκήσει περισσότερες πιέσεις προς τους υπόλοιπους εμπορικούς εταίρους της Ουάσιγκτον
Μετά από σχεδόν ενάμιση χρόνο εμπορικών εντάσεων ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, οι δύο πλευρές προχώρησαν την περασμένη εβδομάδα στην υπογραφή της πρώτης φάσης της εμπορικής συμφωνίας, η οποία αποτελεί το αρχικό βήμα για την οριστική επίλυση των διαφορών τους.
Ύστερα από αρκετές συζητήσεις σχετικά με το μέρος και την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας, ο Αμερικανός πρόεδρος, Donald Trump, συναντήθηκε εν τέλει στις 15 Ιανουαρίου με τον Κινέζο αντιπρόεδρο, Liu He, στην Ουάσιγκτον, προκειμένου να ολοκληρώσουν τη «Φάση 1» των διαπραγματεύσεων.
«Σηματοδοτούμε κάτι περισσότερο από μία συμφωνία», τόνισε κατά τη διάρκεια της συνάντησης ο Donald Trump, διευκρινίζοντας ότι «σηματοδοτούμε μία ριζική αλλαγή στο διεθνές εμπόριο».
«Διορθώνουμε τα λάθη του παρελθόντος και παρέχουμε ένα μέλλον οικονομικής δικαιοσύνης και ασφάλειας για Αμερικανούς εργαζόμενους, αγρότες και οικογένειες», ανέφερε μεταξύ άλλων ο πρόεδρος των ΗΠΑ.
Από την πλευρά του, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Steven Mnuchin, υπογράμμισε ότι «είναι μία μεγάλη νίκη για τον πρόεδρο», αν και παραδέχθηκε εν συνεχεία ότι η πρώτη φάση της συμφωνίας δεν επιτυγχάνει όλες τις μεταρρυθμίσεις που επιδίωκε αρχικά η αμερικανική κυβέρνηση.
«Δεν είναι όλα, θα υπάρξει και μία Φάση 2», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι «αυτή είναι η πρώτη φορά που είχαμε μία πλήρη συμφωνία με την Κίνα».
Μέσω της πρώτης φάσης η Κίνα συμφώνησε να αγοράσει αμερικανικά προϊόντα και υπηρεσίες συνολικής αξίας τουλάχιστον 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.
Σημειώνεται ότι για το σύνολο του 2017, η συνολική αξία των αμερικανικών προϊόντων που αγόρασε η Κίνα ανήλθε στα 130 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η αντίστοιχη αξίας των αμερικανικών υπηρεσιών ξεπέρασε τα 55 δισεκατομμύρια δολάρια.
Παράλληλα, η συμφωνία αναφέρει ότι η Κίνα «πρέπει να εξασφαλίσει» την αγορά γεωργικών προϊόντων από τις ΗΠΑ συνολικής αξίας 32 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι το τέλος του 2021.
Από την πλευρά του, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα περιορίσουν κατά το ήμισυ τους δασμούς που επέβαλαν τον περασμένο Σεπτέμβριο στις εισαγωγές κινεζικών αγαθών αξίας 120 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και συγκεκριμένα στο 7,5% έναντι 15% προηγουμένως.
Οι δασμοί που είχε προγραμματίσει η Ουάσιγκτον να επιβάλει σε εισαγωγές κινεζικών αγαθών αξίας 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων έχουν ανασταλεί από τον περασμένο μήνα,  ως κίνηση «καλής θέλησης» από την πλευρά των ΗΠΑ προκειμένου να ολοκληρωθεί η πρώτη φάση της συμφωνίας.
Ωστόσο, οι δασμοί 25% που είχαν επιβάλει οι Ηνωμένες Πολιτείες σε κινεζικά προϊόντα συνολικής αξίας 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων παρέμειναν σε ισχύ, με τον Steven Mnuchin να δηλώνει ότι η ανάκλησή τους θα μπορούσε να λάβει χώρα κατά τη διάρκεια των συνομιλιών για τη δεύτερη φάση της συμφωνίας.
Η άνοδος στις αγορές γεωργικών προϊόντων των ΗΠΑ αναμένεται να βοηθήσει σημαντικά τους αγρότες της χώρας, οι οποίοι δέχθηκαν σημαντικό πλήγμα κατά τη διάρκεια του εμπορίου πολέμου, καθώς το Πεκίνο είχε περιορίσει σημαντικά τις σχετικές αγορές όλο αυτό το διάστημα.
Σημειώνεται ότι το 2017, τη χρονιά δηλαδή πριν από την έναρξη του εμπορικού πολέμου, οι αγορές αμερικανικών γεωργικών προϊόντων ανήλθαν στα 24 δισεκατομμύρια δολάρια, με την κυβέρνηση να στοχεύει πλέον αυτός ο αριθμός να αυξηθεί στα 36,5 δισεκατομμύρια δολάρια το τρέχον έτος.
Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι αναλυτές εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί σχετικά με το εάν η Κίνα μπορεί να αγοράσει αγροτικά προϊόντα τόσο μεγάλης αξίας, ο Liu He τόνισε ότι οι αγορές της χώρας θα αυξηθούν με φυσικό τρόπο, ως αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης.
«Καθώς το βιοτικό επίπεδο του κινεζικού λαού αυξάνεται, θα εισάγουμε γεωργικά προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας από διάφορες χώρες του κόσμου», δήλωσε ο Liu He, ο οποίος μάλιστα πρόσθεσε ότι οι εισαγωγές «θα βασίζονται στη ζήτηση της κινεζικής αγοράς».
Επιπλέον, το Πεκίνο δεσμεύθηκε να προσφέρει μεγαλύτερη προστασία στην πνευματική ιδιοκτησία των αμερικανικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, καθώς και να εξαλείψει οποιαδήποτε πίεση για μεταφορά τεχνολογίας σε κινεζικές επιχειρήσεις.
«Αυτή η συμφωνία θα λειτουργήσει εάν η Κίνα το θελήσει», δήλωσε μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας ο αντιπρόσωπος Εμπορίου των ΗΠΑ, Robert Lighthizer, διευκρινίζοντας μάλιστα ότι «αναμένουν και αναμένουμε ότι η συμφωνία θα τεθεί σε εφαρμογή κατά γράμμα».
Μία μέρα πριν από την υπογραφή της πρώτης φάσης, η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων της Κίνας δημοσίευσε τα στοιχεία που αφορούν το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας τόσο τον περασμένο Δεκέμβριο όσο και το 2019 συνολικά.
Το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας με τις ΗΠΑ περιορίστηκε στα 23,2 δισεκατομμύρια δολάρια για τον Δεκέμβριο του 2019 έναντι 24,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον προηγούμενο μήνα, ενώ το αντίστοιχο εμπορικό πλεόνασμα για το σύνολο του έτους διαμορφώθηκε στα 295,8 δισεκατομμύρια δολάρια, έναντι 323,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2018.
Παρά το γεγονός ότι το εμπορικό πλεόνασμα για το 2019 υποχώρησε κατά 8,5% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, εξακολουθεί να παραμένει ιδιαίτερα αυξημένο, εάν λάβει κανείς υπόψιν ότι το πλεόνασμα του 2018 ήταν το υψηλότερο που έχει καταγραφεί ποτέ.
Μετά τη δημοσίευση των σχετικών στοιχείων, η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων της Κίνας δήλωσε ότι η υπογραφή της πρώτης φάσης της εμπορικής συμφωνίας θα έχει «σημαντική και θετική επίδραση» όχι μόνο για τις δύο χώρες, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο.
Αν και τους δύο τελευταίους μήνες του 2019 η Κίνα αύξησε τις αγορές σπόρων σόγιας και χοιρινού κρέατος από τις ΗΠΑ, αυτό δεν επηρέασε τις σχετικές αγορές από άλλες χώρες, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Διεύθυνσης, Zou Zhiwu.
Ο ίδιος μάλιστα, αναφερόμενος στις εξαγωγές της χώρας, τόνισε ότι παρά τη μείωση των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, η αποτελεσματικότητα της «στροφής» που έκαναν οι επιχειρήσεις της Κίνας προς άλλες χώρες ήταν «αξιοσημείωτη», διευκρινίζοντας ότι οι συνολικές εξαγωγές στις υπόλοιπες χώρες του κόσμου έχουν αυξηθεί και εξακολουθούν να αυξάνονται.
Επιπλέον, δύο μέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας, η Στατιστική Υπηρεσία της Κίνας δημοσίευσε τα στοιχεία που αφορούν την ανάπτυξη της οικονομίας για το σύνολο του 2019, σύμφωνα με τα οποία το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε με έναν από τους ασθενέστερους ρυθμούς ανάπτυξης των τελευταίων τριάντα ετών.
Το ΑΕΠ της Κίνας αυξήθηκε κατά 6,1% σε ετήσια βάση, έναντι 6,6% το 2018, παραμένοντας ωστόσο εντός του στόχου που είχε θέσει η κυβέρνηση για το 2019, στο εύρος του 6% με 6,5%.
Μάλιστα, η Στατιστική Υπηρεσία της Κίνας δήλωσε ότι οι κύριοι στόχοι ανάπτυξης για το 2019 εκπληρώθηκαν και ότι τα στοιχεία για το ΑΕΠ «έθεσαν της βάσεις για την ολοκλήρωση της οικοδόμησης μίας ευημερούσας κοινωνίας».
Ωστόσο, εάν η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας αποδειχθεί κατώτερη των προσδοκιών το 2020 και η ζήτηση της αγοράς είναι περιορισμένη, η Κίνα θα αναγκαστεί να μειώσει τις αγορές προϊόντων από άλλες χώρες προκειμένου να τηρήσει τις δεσμεύσεις της συμφωνίας.
Αυτό το σενάριο σίγουρα δε θα έβρισκε αντίθετο τον Donald Trump, ο οποίος έχει καταστήσει σαφές από την αρχή της θητείας του ότι μία από τις βασικές του προτεραιότητες είναι να μειώσει τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ με τις άλλες χώρες.
«Επιτέλους, οι Αμερικανοί έχουν μία κυβέρνηση που τους τοποθετεί πρώτους», ήταν το χαρακτηριστικό σχόλιο το Αμερικανού προέδρου μετά την υπογραφή της συμφωνίας, καθώς έχει τονίσει κατά το παρελθόν ότι δεν πρόκειται να δεχθεί οι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ να «εκμεταλλεύονται» τη χώρα του.
Η πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει καταστήσει σαφές ότι θα απευθυνθεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου εάν η πρώτη φάση της εμπορικής συμφωνίας τους φέρει σε μειονεκτική θέση.
«Η συμφωνία με την Κίνα δεν παραβιάζει τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ούτε περιορίζει τα εμπορικά δικαιώματα οποιασδήποτε άλλης χώρας», ανέφερε σχετικά ο Robert Lighthizer, ο οποίος έχει ταχθεί υπέρ των μεμονωμένων εμπορικών διαπραγματεύσεων μεταξύ των χωρών έναντι των συλλογικών διαπραγματεύσεων στα πλαίσια ενός διεθνούς εμπορικού συστήματος.
«Εάν είσαι η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, είσαι καλύτερα με τις διμερείς συμφωνίες», δήλωσε ο αντιπρόσωπος Εμπορίου των ΗΠΑ, για να προσθέσει ότι «εάν είσαι οι ΗΠΑ δε χρειάζεται να εργάζεσαι σε μία ομάδα και να προσπαθείς να αποκτήσεις έναν συνασπισμό».
Από τον Μάιο του 2018 μέχρι και τον Νοέμβριο του 2019, οι εισαγωγές αμερικανικών αγαθών που πραγματοποίησε η Κίνα μειώθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε η πρώτη φάση της εμπορικής συμφωνίας να αποτελεί ουσιαστικά μία «επαναφορά» των εμπορικών συναλλαγών στα επίπεδα που βρίσκονταν στις αρχές του 2018.
Παράλληλα, οι δασμοί που έχουν παραμείνει σε ισχύ θα συνεχίσουν να επηρεάζουν τον μεταποιητικό κλάδο στις ΗΠΑ, καθώς αρκετοί από τους δασμούς αφορούν εξαρτήματα που χρησιμοποιούν τα αμερικανικά εργοστάσια για τη συναρμολόγηση τελικών προϊόντων.
Η αμερικανική κυβέρνηση γνωρίζει ότι προκειμένου να επιτύχει μία ουσιαστική επίλυση των εμπορικών ζητημάτων, καθώς και τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος με την Κίνα, θα  πρέπει να λάβει μεγαλύτερες εγγυήσεις από το Πεκίνο στις διαπραγματεύσεις της «Φάσης 2».
Την ίδια στιγμή, αυτή η εξέλιξη θα ασκήσει περισσότερες πιέσεις προς τους υπόλοιπους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίοι θα πρέπει να διαπραγματευτούν νέες συμφωνίες με τις ΗΠΑ και ταυτόχρονα να μη βγουν ζημιωμένοι από τη δεύτερη φάση της εμπορικής συμφωνίας Ουάσιγκτον και Πεκίνου.
Μπορεί λοιπόν η πρώτη φάση της εμπορικής συμφωνίας να αποτελεί περισσότερο μία «εκεχειρία» ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, και λιγότερο μία ουσιαστική συμφωνία, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί ένα μέσο πίεσης για τις υπόλοιπες χώρες, στην εποχή των μεμονωμένων διαπραγματεύσεων της Ουάσιγκτον.

Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης