Τελευταία Νέα
Απόψεις - Άρθρα

Οι λόγοι που οδήγησαν στη νέα κρίση ανάμεσα σε Βόρεια και Νότια Κορέα – Πόσο πιθανή είναι μία παρέμβαση από τις ΗΠΑ;

Οι λόγοι που οδήγησαν στη νέα κρίση ανάμεσα σε Βόρεια και Νότια Κορέα – Πόσο πιθανή είναι μία παρέμβαση από τις ΗΠΑ;


Η επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας δεν αποτελεί μία απρόσμενη εξέλιξη
Κατά τη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην κορεατική χερσόνησο ήταν αρκετά ώστε να προκαλέσουν ανησυχίες αναφορικά με το ενδεχόμενο μίας νέας κρίσης στην περιοχή.
Συγκεκριμένα, η Βόρεια Κορέα ανατίναξε το γραφείο διασύνδεσης με τη Νότια Κορέα στην πόλη Καεσονγκ, το οποίο βρίσκεται στα σύνορα των δύο χωρών,  και το οποίο είχε αποτελέσει ένα σύμβολο συμφιλίωσης ανάμεσα στην Πιονγκάνγκ και τη Σεούλ.
Μάλιστα, η κυβέρνηση του Βορρά είχε ανακοινώσει δύο εβδομάδες νωρίτερα ότι θα κλείσει μόνιμα το γραφείο διασύνδεσης, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο τη δυσαρέσκειά της για το γεγονός ότι η Σεούλ δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να περιορίσει τη δράση των Νοτιοκορεατών ακτιβιστών κατά της Πιονγιάνγκ.
Από την πλευρά της, η Νότια Κορέα δεσμεύθηκε να θεσπίσει νέους νόμους που θα απαγορεύουν στους ακτιβιστές να πετάνε φυλλάδια προς τον Βορρά, γεγονός ωστόσο που δεν ικανοποίησε πλήρως το τμήμα δια-κορεατικών σχέσεων της Πιονγιάνγκ, καθώς θεώρησε ότι η υπόσχεση της Σεούλ «στερείται ειλικρίνειας».
«Δε θα κρύψουμε ότι εδώ και πολύ καιρό έχουν σκεφτεί αποφασιστικά μέτρα για να κλείσουμε εντελώς όλους του χώρους επαφής με τον Νότο και να εξαλείψουμε ριζικά τις πηγές προκλήσεων από τον Νότο», ανέφερε χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος του τμήματος.
Ο ίδιος μάλιστα υπογράμμισε ότι «τα τελευταία γεγονότα έχουν ενισχύσει το συμπέρασμά μας πως ένας εχθρός είναι απλώς ένας εχθρός», ενώ διευκρίνισε ότι «εξαρτάται από την αποφασιστικότητά μας το να προχωρήσουμε όσο πιο μακριά μπορούμε σε έναν φαύλο κύκλο αντιπαράθεσης»,
Παρά το γεγονός ότι η νοτιοκορεατική κυβέρνηση προσπάθησε να κρατήσει χαμηλά τους τόνους, γνωρίζοντας ότι το τελευταία πράγμα που θα επιθυμούσε αυτή την περίοδο θα ήταν μία επιδείνωση των σχέσεων της με τη Βόρεια Κορέα, η στασιμότητα που επικρατούσε εδώ και καιρό φαίνεται να εξάντλησε την υπομονή της Πιονγιάνγκ.
Η ανατίναξη του γραφείου διασύνδεσης αποτέλεσε ένα «άνευ προηγουμένου γεγονός για τις δια-κορεατικές σχέσεις», σύμφωνα με τον υφυπουργό Ενοποίηση της Νότιας Κορέας, Suh Ho, ο οποίος χαρακτήρισε το γεγονός ως «μία παράλογη πράξη που δε θα έπρεπε να έχει συμβεί».
Την ίδια στιγμή, το νοτιοκορεατικό Υπουργείο Άμυνας δήλωσε ότι «καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για τη σταθερή διαχείριση της κατάστασης, έτσι ώστε να μην κλιμακωθεί σε στρατιωτική κρίση», διευκρινίζοντας ωστόσο ότι «εάν η Βόρεια Κορέα πραγματοποιήσει στρατιωτική πρόκληση, ο στρατός μας θα ανταποκριθεί με ισχύ».
Πλέον, η κατάσταση στη χερσόνησο αρχίζει να θυμίζει περισσότερο την κατάσταση που επικρατούσε πριν από το 2018, με τις δύο πλευρές να αυξάνουν τη στρατιωτική τους ετοιμότητα και να καταργούν κάθε δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ τους.
Ενδεικτικό της σοβαρότητας της κατάστασης είναι το γεγονός ότι ο υπουργός Ενοποίησης της Νότιας Κορέας, Kim Yeon-chul, ζήτησε άμεσα από την κυβέρνηση της χώρας να υποβάλλει την παραίτησή του, λαμβάνοντας την πλήρη ευθύνη για τις εντάσεις των τελευταίων ημερών.
Ο Kim Yeon-chul είχε τεθεί επικεφαλής του Υπουργείου Ενοποίησης τον Απρίλιο του 2019, σε μία χρονική περίοδο όπου οι συνομιλίες ανάμεσα στη Βόρεια Κορέα και τις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αρχίσει να «παγώνουν», χωρίς να καταφέρνει εν τέλει να υλοποιήσει μία επίσημη συνάντηση ανάμεσα στις δύο χώρες της κορεατικής χερσονήσου.
«Οι σχέσεις ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο έχουν εισέλθει σε μία φάση κρίσης», ανέφερε ο ίδιος σε δήλωσή του, εκφράζοντας παράλληλα την ελπίδα του ότι «η αποχώρησή μου θα μπορέσει να δώσει την ευκαιρία να σταματήσει η διάβρωση των διμερών σχέσεων».
Ωστόσο, εάν εξετάσει κανείς τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, θα καταλάβει ότι η επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας δεν αποτελεί μία απρόσμενη εξέλιξη.
Το πρώτο «αγκάθι» στις προσπάθειες οριστικής επίλυσης του κορεατικού ζητήματος ήταν η διάσταση των απόψεων ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βόρεια Κορέα αναφορικά με την άρση των αμερικανικών κυρώσεων σε βάρος της Πιονγιάνγκ.
Η Βόρεια Κορέα είχε προτείνει να προχωρήσει σε μερικό αφοπλισμό προκειμένου η Διεθνής Κοινότητα να προχωρήσει σε άρση ορισμένων κυρώσεων, με την αμερικανική πλευρά ωστόσο να υποστηρίζει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να καταστεί δυνατό μόνο εάν υπάρξει πλήρης αφοπλισμός της χώρας.
Μάλιστα, η αδιαλλαξία της Ουάσιγκτον άρχισε να προκαλεί δυσαρέσκεια στην  Πιονγιάνγκ, η οποία τόνιζε ότι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αλλάξουν τη στάση τους «θα υπάρξουν συνέπειες».
Καθώς λοιπόν οι μήνες περνούσαν και η κατάσταση παρέμενε στάσιμη, η Βόρεια Κορέα αποφάσισε να προχωρήσει σε δοκιμές πυραύλων μικρού βεληνεκούς, προκειμένου να ασκήσει έμμεση πίεση προς την Ουάσιγκτον, έχοντας ως απώτερο στόχο την επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Μετά από 18 μήνες χωρίς καμία σχετική δραστηριότητα, ο Βορράς «άνοιξε» τον Μάιο του 2019 έναν νέο κύκλο πυραυλικών δοκιμών, ο οποίος κορυφώθηκε τον περασμένο Μάρτιο, παραμένοντας ωστόσο ελεγχόμενος σε όλες τις περιπτώσεις.
Αυτό το γεγονός ενδεχομένως να μαρτυράει από μόνο του ότι η Πιονγιάνγκ δεν αναζητούσε τόσο μία νέα κρίση στην ευρύτερη περιοχή, αλλά ότι προσπαθούσε να στείλει ένα προειδοποιητικό «μήνυμα» προς όλες τις πλευρές ότι τα περιθώρια διαπραγμάτευσης έχουν αρχίσει να στενεύουν.
Στον απόηχο των δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο του περασμένου έτους, ο Αμερικανός πρόεδρος, Donald Trump, είχε αναφέρει ότι η Βόρεια Κορέα μιλάει για διαπραγμάτευση χωρίς να εμφανίζεται έτοιμη να την πραγματοποιήσει, ενώ είχε τονίσει ότι «κανείς δεν είναι χαρούμενος» με τις ενέργειες της Πιονγιάνγκ.
Ο ίδιος ωστόσο έσπευσε εν συνεχεία να υποβαθμίσει το σχετικό περιστατικό, χαρακτηρίζοντάς το ως «συνηθισμένο», επισημαίνοντας παράλληλα ότι «δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση αθέτηση της εμπιστοσύνης».
Ενδεχομένως ένας από τους κύριους λόγους για την επιδείνωση της κατάστασης στην κορεατική χερσόνησο είναι ο ιδιαίτερα παρεμβατικός ρόλος που έχουν διαδραματίσει οι Ηνωμένες Πολιτείες καθ’ όλη τη διάρκεια της επαναπροσέγγισης Βορρά και Νότου.
Ένας από τους σκοπούς του γραφείου διασύνδεσης, άλλωστε, ήταν να συμβάλλει στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των κοινών έργων που είχαν προαναγγείλει οι δύο χώρες της χερσονήσου, σε μία προσπάθεια περαιτέρω σύσφιγξης των δια-κορεατικών σχέσεων.
Όσο όμως οι κυρώσεις των ΗΠΑ παραμένουν σε ισχύ, η υλοποίηση αυτών των έργων δε μπορεί να πραγματοποιηθεί, και η Βόρεια Κορέα δείχνει να έχει αντιληφθεί ότι η υπομονετική στάση που εμφάνιζε το περασμένο έτος δε θα φέρει τα αποτελέσματα που επιθυμεί.
Η κρίση των τελευταίων ημερών ενδέχεται να τραβήξει την προσοχή της διεθνούς κοινότητας, και κατ’ επέκταση των ΗΠΑ, καθώς μέχρι το 2018 βρισκόταν μονίμως στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο η αμερικανική κυβέρνηση μπορεί αυτή τη στιγμή να στρέψει την προσοχή της στα δια-κορεατικά ζητήματα, όντας αντιμέτωπη με μία υγειονομική και κοινωνική κρίση στο εσωτερικό της χώρας.
Αδιαμφισβήτητα, η Βόρεια Κορέα θα επεξεργαστεί προσεκτικά τα επόμενά της βήματα, καθώς γνωρίζει ότι με την κυβέρνηση Trump οι δίαυλοι επικοινωνίας θα μπορούσαν να ανοίξουν ξανά, παρά το γεγονός ότι όσο περνάνε οι μήνες οι σχετικές πιθανότητες δείχνουν να μειώνονται.
Σε περίπτωση όμως που ο Donald Trump δεν επανεκλεγεί τον ερχόμενο Νοέμβριο, τότε οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε Βόρεια Κορέα και ΗΠΑ θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο σημείο μηδέν, και αυτό σίγουρα είναι μία εξέλιξη που δε θα επιθυμούσε καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές.

Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr


Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης