Τελευταία Νέα
Τραπεζικά νέα

ΤτΕ: NPEs και DTC οι δυο μεγάλες προκλήσεις των ελληνικών τραπεζών - Να μειωθούν οι δεσμοί με το κράτος

ΤτΕ: NPEs και DTC οι δυο μεγάλες προκλήσεις των ελληνικών τραπεζών - Να μειωθούν οι δεσμοί με το κράτος

Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και η ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων παραμένουν οι μεγαλύτερες προκλήσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της διασύνδεσής του με το κράτος

Η πανδημία COVID-19 επηρέασε καθοριστικά την οικονομική δραστηριότητα το 2020, οδηγώντας την οικονομία σε βαθιά ύφεση και προκαλώντας κλυδωνισμούς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Ωστόσο, μια σειρά μέτρων, που εφαρμόστηκαν από τις αρχές (ελληνική κυβέρνηση, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός) και καταγράφονται αναλυτικά στην παρούσα Έκθεση, περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις της πανδημίας, αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Οι 2 προκλήσεις

Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας καλείται να αντιμετωπίσει τόσο τις υπάρχουσες όσο και τις νέες προκλήσεις που σχετίζονται με την πανδημία και να διασφαλίσει την αδιάκοπη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), μαζί με το νέο κύμα αθετήσεων που αναμένεται να προκύψει από την πανδημία, παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα.
Οι σημαντικές πρωτοβουλίες εκ μέρους των τραπεζών και της ελληνικής κυβέρνησης με την εφαρμογή του Προγράμματος Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων (Hellenic Asset Protection Scheme) αναμφισβήτητα συνέβαλαν επιτυχώς στη μείωση των ΜΕΔ.
Ωστόσο, το ποσοστό τους ως προς το σύνολο των χορηγήσεων εξακολουθεί να βρίσκεται σε επίπεδα πολλαπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα νέα ΜΕΔ που εν δυνάμει θα δημιουργηθούν από την πανδημία.
Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες θα πρέπει να επισπεύσουν τη διαδικασία αναγνώρισης των νέων ΜΕΔ στους ισολογισμούς τους, καθώς, με τη κατάργηση των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών, θα πρέπει να αποτυπώσουν με διαφάνεια τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν.

Ικανοποιητικά τα κεφάλαια

Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα, λαμβάνοντας υπόψη τα εποπτικά μέτρα για την κεφαλαιακή ελάφρυνση.
Ωστόσο, η ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων, δεδομένου του υψηλού μεριδίου της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (Deferred Tax Credits), η οποία θα αυξηθεί περαιτέρω, καθώς οι τράπεζες εφαρμόζουν τις στρατηγικές μείωσης των ΜΕΔ, δημιουργεί αυξημένους κινδύνους μεσοπρόθεσμα.
Η επί μακρόν συνέχιση του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων και τα υφιστάμενα μέτρα νομισματικής πολιτικής επηρέασαν ευνοϊκά τις συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα, συμβάλλοντας στο λειτουργικό του αποτέλεσμα για τη χρήση 2020.
Ωστόσο, η οργανική κερδοφορία παρέμεινε χαμηλή, καθώς η αύξηση του μεγέθους των ισολογισμών των τραπεζών δεν αποδίδεται στην αυξημένη προσφορά πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία.
Τέλος, η αυξανόμενη διασύνδεση του ελληνικού τραπεζικού τομέα με την κεντρική κυβέρνηση αποτελεί εν δυνάμει πηγή κινδύνων, καθώς η έκθεση των ελληνικών τραπεζών, μέσω τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, προγραμμάτων χορήγησης εγγυήσεων δανείων και της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης, θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για μακρό χρονικό διάστημα.

Αναγκαίες οι πρωτοβουλίες περιορισμού του κινδύνου

Καθώς η οικονομική ανάκαμψη θα εδραιώνεται σταδιακά, ο τραπεζικός τομέας θα κληθεί να διαδραματίσει ενεργά το διαμεσολαβητικό του ρόλο.
Ως εκ τούτου, η επαγρύπνηση και οι πρόσθετες πρωτοβουλίες σχετικά με την επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ και την ενίσχυση της ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών εξακολουθούν να αναδεικνύονται ως προτεραιότητες για τον περιορισμό των κινδύνων και την ενίσχυση της παροχής πιστώσεων στην πραγματική οικονομία.
Επίσης, καθίσταται σαφές ότι η απόσυρση των μέτρων στήριξης θα πρέπει να είναι σταδιακή και κρίνεται επιβεβλημένη η ενισχυμένη παρακολούθηση της διασύνδεσης του κράτους και του τραπεζικού τομέα.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι μετά από αρκετές εισηγήσεις, η Τράπεζα της Ελλάδος "εγκατέλειψε" την πρόταση για τη δημιουργία bad bank στην Ελλα΄δα, ωστόσο αναφέρει ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες, οι οποίες θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή αναγνώριση των ζημιών λόγω αυξημένου πιστωτικού κινδύνου εξαιτίας της πανδημίας και την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών μαζί με την αντιμετώπιση του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.

Οι προοπτικές του 2021

Όσον αφορά τις προοπτικές για το 2021, η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει σημαντική αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,2% το 2021 και 5,3% το 2022, καθώς εκτιμάται ότι τόσο η εξωτερική όσο και η εγχώρια ζήτηση θα ανακάμψουν από το β΄ εξάμηνο του 2021, μεταξύ άλλων με τη συμβολή και των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU).
Ο ρυθμός της ανάκαμψης εξαρτάται και από την ταχύτητα επίτευξης ανοσίας του πληθυσμού και την εξέλιξη της επιδημιολογικής κατάστασης, η οποία θα καθορίσει και την πορεία των τουριστικών εισπράξεων.
Αρνητικά ενδέχεται να επιδράσουν τυχόν καθυστερήσεις στην απορρόφηση πόρων από το NGEU. Αντίθετα, ταχύτερη του αναμενομένου ρυθμού απορρόφηση πόρων αλλά και ανάκαμψη της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών θα επιταχύνει και το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τόσο το 2021 όσο και τα επόμενα χρόνια.

Ανάγκη εναλλακτικών πηγών εσόδων για τις τράπεζες

Ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί άμεσα στο νέο αυτό περιβάλλον προκειμένου να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει, ούτως ώστε να διασφαλιστεί τόσο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα όσο και η ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας στη μετά την πανδημία περίοδο.
Όσον αφορά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την κερδοφορία, αυτές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την εξέλιξη της πανδημίας και τις επιπτώσεις της στην πραγματική οικονομία.
Το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων ασκεί πίεση στα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών, αναδεικνύοντας την ανάγκη αναζήτησης εναλλακτικών πηγών εσόδων και περαιτέρω εξορθολογισμού του κόστους.
Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων, με την πελατεία τους να εμφανίζεται πιο δεκτική στην αλλαγή αυτή κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ωστόσο, η αναμενόμενη αύξηση του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών εξαιτίας της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης επιχειρήσεων και νοικοκυριών θα οδηγήσει στην ανάγκη σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων, περιορίζοντας περαιτέρω τη δυνατότητά τους για εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου βραχυπρόθεσμα.
Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη ενός διατηρήσιμου επιχειρηματικού μοντέλου που θα επιτρέπει την επίτευξη ενός ικανοποιητικού επιπέδου οργανικής κερδοφορίας αποτελεί μια από τις προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες.

Συνεχώς αυξανόμενη διασύνδεση του τραπεζικού συστήματος με την κεντρική κυβέρνηση

Επιπρόσθετα, χρήζει προσοχής το ζήτημα της υψηλής και συνεχώς αυξανόμενης διασύνδεσης του τραπεζικού συστήματος με την κεντρική κυβέρνηση.
Τον Ιούνιο του 2018 η διασύνδεση ανερχόταν σε 13,8% ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού και 18,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ με στοιχεία τέλους έτους 2020 έχει πλέον διαμορφωθεί σε 21,4% ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού και 36,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Με δεδομένα τα ποσοστά διακράτησης τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου από τις τράπεζες και τις αποτιμήσεις των ομολόγων που παραμένουν υψηλές, μια απότομη προσαρμογή στις τιμές τους λόγω μιας μη αναμενόμενης επιδείνωσης των μακροοικονομικών δεδομένων και σύσφιξης στις συνθήκες χρηματοδότησης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της μεταβλητότητας και μείωση της ρευστότητας της αγοράς.
Συνολικά, τα ανοίγματα των ελληνικών σημαντικών τραπεζών σε χρεωστικούς τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα και, κατά συνέπεια, ο κίνδυνος από τις μεταβολές στην αποτίμηση των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου θα παραμείνει.
Ομοίως, η διασύνδεση των σημαντικών τραπεζών με την κεντρική κυβέρνηση μέσω της ύπαρξης της οριστικής και εκκαθαρισμένης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC), η οποία με στοιχεία τέλους 2020 ανέρχεται σε 53% των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών, αναμένεται επίσης να αυξηθεί εάν δεν ληφθούν μέτρα.
Ο λόγος είναι ότι κατά την υλοποίηση των τιτλοποιήσεων με σκοπό την ελάφρυνση των ισολογισμών από τα ΜΕΔ χρησιμοποιούνται κεφάλαια για την κάλυψη των ζημιών, με αποτέλεσμα να ενισχύεται συνολικά το ποσοστό της φορολογικής απαίτησης ως ποσοστό των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών.
Τέλος, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός, πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ αναμένεται η καταγραφή νέων ΜΕΔ με τη σταδιακή άρση των μέτρων προστασίας των δανειοληπτών και των δημοσιονομικών μέ-τρων στήριξης κατά τη διάρκεια του 2021.
Συμπερασματικά, καθίσταται σαφές ότι ενέργειες και πρωτοβουλίες για τη θωράκιση του τραπεζικού συστήματος, που περιλαμβάνουν τον άμεσο υπολογισμό των επιπτώσεων της πανδημίας στους ισολογισμούς των τραπεζών, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις των εποπτικών αρχών, την ανάπτυξη και εφαρμογή στρατηγικών για την αποτελεσματική διαχείριση των νέων ΜΕΔ, καθώς και αποφάσεις ενίσχυσης των κεφαλαίων, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Η γρήγορη επαναφορά σε μία νέα κανονικότητα στη μετά την πανδημία εποχή απαιτεί την ενεργό συνδρομή του τραπεζικού συστήματος, το οποίο θα πρέπει να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει ομαλά την πραγματική οικονομία, επιτελώντας τη δια-μεσολαβητική του λειτουργία.


Δείτε εδώ την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας
ΕΚΘΕΣΗ_ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ_ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ__ΙΟΥΝΙΟΣ_2021.pdf

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης