Τελευταία Νέα
Ασφαλιστικά Νέα

Στα 6 δισ. το κόστος μεταφοράς στο νέο επικουρικό ταμείο, το οποίο αυξάνει τις συντάξεις μέχρι 47%

Στα 6 δισ. το κόστος μεταφοράς στο νέο επικουρικό ταμείο, το οποίο αυξάνει τις συντάξεις μέχρι 47%
Στα 6 δις ευρώ θα ανέλθει το κόστος μετάβασης στο νέο Επικουρικό Κεφαλαιοποιητικό Ταμείο μέχρι το 2070
Σχετικά Άρθρα

Στα 6 δισ ευρώ θα ανέλθει το κόστος μετάβασης στο νέο Επικουρικό Κεφαλαιοποιητικό Ταμείο μέχρι το 2070 και 300 εκ. ευρώ περίπου την πρώτη δεκαετία σύμφωνα με τις αναλογιστικές μελέτες, ενώ η αύξηση σε σχέση με τις υπάρχουσες επικουρικές συντάξεις μπορεί να φτάσει το 47% για 40 έτη ασφάλισης.
Το κόστος προκύπτει από το παλιό σύστημα το οποίο ασφαλίζει σήμερα τους εργαζόμενους, το οποίο από το 2022 θα αρχίσει να δέχεται μειούμενες κάθε χρόνο εισφορές, καθώς δεν θα εισέρχονται σε αυτό νέοι εργαζόμενοι.
Σύμφωνα με την παρουσίαση των βασικών παραμέτρων που θα παρουσίασαν την Πέμπτη ο υπουργός και ο υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ.κ. Κ. Χατζηδάκης και Π. Τσακλόγλου, τα βασικά πλεονεκτήματα της παρέμβασης είναι τα ακόλουθα:
Οδηγεί σε υψηλότερες επικουρικές συντάξεις για τους νέους ασφαλισμένους, όπως δείχνει η ευρωπαϊκή εμπειρία την οποία ακολουθούμε, με πλήρη διασφάλιση των υφιστάμενων συντάξεων
Εισάγει τη λογική του «ατομικού κουμπαρά», δίνοντας στον νέο ασφαλισμένο περισσότερες επιλογές και μεγαλύτερο έλεγχο στο τελικό ύψος της σύνταξής του.
Βοηθά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων προς το ασφαλιστικό σύστημα συνδέοντάς τους με την σύνταξή τους και απαντώντας στην ανησυχία που εκφράζουν πολλοί νέοι ότι «δεν θα πάρω ποτέ σύνταξη»
Δημιουργεί καινούρια κουλτούρα αποταμίευσης, με σημαντικά οφέλη για την εθνική οικονομία.
Γιατί μέσα από το νέο σύστημα θα δημιουργηθεί και ένας εθνικός «κουμπαράς», οι πόροι του οποίου θα επενδυθούν στην εθνική οικονομία. Οι επενδύσεις σημαίνουν ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας, αυξημένα έσοδα για το κράτος
Ενισχύει τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος αποσυνδέοντας την επικουρική ασφάλιση από τις δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις

Το πρόβλημα

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής σήμερα 1,2 εκατομμύρια δικαιούχοι επικουρικής σύνταξης μοιράζονται τις εισφορές 3,3 εκατομμυρίων ασφαλισμένων. Το 2050, 1,9 εκατομμύρια συνταξιούχοι θα μοιράζονται τις εισφορές 3,2 εκατομμυρίων ασφαλισμένων. Ως αποτέλεσμα, προβλέπεται ότι η μέση επικουρική σύνταξη θα μειωθεί από 16% του μέσου μισθού που είναι σήμερα σε λιγότερο από 10% το 2050.

Η προτεινόμενη λύση και ο «κουμπαράς»

Βασικό χαρακτηριστικό του νέου συστήματος είναι ότι δημιουργούνται ατομικοί λογαριασμοί («κουμπαράδες») από τους οποίους θα καταβληθούν οι μελλοντικές συντάξεις των νέων εργαζομένων. Αντί δηλαδή οι εισφορές των νέων να χρησιμοποιούνται για την πληρωμή της επικουρικής σύνταξης των σημερινών συνταξιούχων, θα αποταμιεύονται και θα επενδύονται, δημιουργώντας ένα αποθεματικό, από το οποίο θα πληρωθούν οι μελλοντικές τους συντάξεις. Οι εισφορές που πληρώνει ο κάθε νέος εργαζόμενος θα πηγαίνουν στη δική του σύνταξη, η οποία θα υπολογίζεται στη βάση του σωρευμένου ποσού εισφορών και αποδόσεων.
Το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα είναι υποχρεωτικό για το σύνολο των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας από 1η Ιανουαρίου 2022 και είναι υπόχρεοι επικουρικής ασφάλισης. Πρόκειται για τους μισθωτούς του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, τους δικηγόρους και τους μηχανικούς.
Προαιρετικά, αν δηλαδή το επιθυμούν, μπορούν να ενταχθούν σε αυτό ασφαλισμένοι κάτω των 35 ετών οι οποίοι είτε δεν έχουν υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση (π.χ. ένας λογιστής), είτε είναι ήδη ασφαλισμένοι στο υφιστάμενο σύστημα. Το ύψος των εισφορών για το νέο επικουρικό σύστημα παραμένει ως έχει. Δηλαδή 6,5% μέχρι τα μέσα του 2022 και 6% από εκεί και πέρα.
Η διαχείριση των ατομικών λογαριασμών θα γίνεται μέσω ενός νέου δημοσίου φορέα, (Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης-ΤΕΚΑ) που θα διοικείται από πιστοποιημένους επαγγελματίες.
Θα δημιουργηθεί περιορισμένος αριθμός προσεκτικά σχεδιασμένων επενδυτικών χαρτοφυλακίων, όπου -με επιλογή του ασφαλισμένου και ανάλογα με το προφίλ του- θα επενδύονται τα κεφάλαια του «ασφαλιστικού κουμπαρά» του. Θα υπάρχει η συντηρητική επιλογή, η ενδιάμεση και μια πιο «επιθετική» με στόχο τη διασφάλιση μεγαλύτερων αποδόσεων. Ο ασφαλισμένος θα έχει τη δυνατότητα ανά τακτά χρονικά διαστήματα να αλλάζει την στρατηγική του. Θα μπορεί δε να έχει τον πλήρη έλεγχο των εισφορών του και των αποδόσεών τους μέσω πρόσβασης από το κινητό ή/και τον υπολογιστή του ανά πάσα στιγμή, όπως συμβαίνει και με το e-banking.
Ο νόμος θα προβλέπει έναν μαθηματικό τύπο («ράντα») που θα υπολογίζει το ύψος της σύνταξης με βάση διάφορους παράγοντες, με κυρίαρχο τις ασφαλιστικές εισφορές που θα έχουν συσσωρευτεί στον ατομικό κουμπαρά του κάθε ασφαλισμένου αλλά και την απόδοση που θα έχει εξασφαλίσει.
Δεν τίθεται κανένα θέμα ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης. Η νέα επικουρική παραμένει δημόσια. Στο νομοσχέδιο θα προβλέπεται ρητά εγγύηση του Δημοσίου περί μη αρνητικής απόδοσης που σημαίνει ότι κανείς δεν θα πάρει επικουρική σύνταξη χαμηλότερη από αυτή που αντιστοιχεί στις εισφορές που κατέβαλε.

Καμία αλλαγή στις υφιστάμενες συντάξεις

Από τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση δεν επηρεάζεται ούτε η καταβολή ούτε το ύψος των επικουρικών συντάξεων του υφιστάμενου συστήματος. Θα αναγράφεται ρητά στο νόμο πως οι καταβαλλόμενες από το «παλιό» Επικουρικό Ταμείο συντάξεις δεν θα θιγούν από τη μεταρρύθμιση και για το λόγο αυτό θα υπάρχουν επιχορηγήσεις από τον προϋπολογισμό προς το «παλιό» ταμείο επικουρικής ασφάλισης. Το ποσό που απαιτείται υπολογίζεται σε 300 εκατ. ευρώ –κατά μέσο όρο- κάθε χρόνο για την πρώτη δεκαετία εφαρμογής του νέου συστήματος. Ποσό απόλυτα διαχειρίσιμο, αν ληφθεί υπόψη ότι ο κρατικός προϋπολογισμός ενισχύει το συνταξιοδοτικό σύστημα με 15 δις. ευρώ σε ετήσια βάση.
Για τη συνολική περίοδο αναφοράς (2022-2070) η πραγματική μέση ετήσια επιβάρυνση του προϋπολογισμού υπολογίζεται στα 120 εκατ. ευρώ (6 δισ. ευρώ σωρευτικά). Το ποσό αυτό προκύπτει εάν από το ταμειακό κενό αφαιρεθούν τα πρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα που θα προκύψουν χάρις στη μεταρρύθμιση. Δηλαδή, το «μέρισμα ανάπτυξης» σε μεγάλο βαθμό αντισταθμίζει το ακαθάριστο κόστος μετάβασης αφήνοντας πολύ μικρά κενά που μπορούν εύκολα να απορροφηθούν από τον προϋπολογισμό.

Οι τρεις μελέτες (Αναλογιστική, Μακροοικονομική, Ανάλυση Βιωσιμότητας Δημοσίου Χρέους) για τις επιδράσεις της μεταρρύθμισης

Το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ανάθεσε την εκπόνηση τριών μελετών ώστε να έχει πλήρη εικόνα των επιπτώσεων της μεταρρύθμισης στην οικονομία. Οι μελέτες θα κατατεθούν στη Βουλή μαζί με το νομοσχέδιο και προκύπτει ότι:
Το αποθεματικό του νέου Ταμείου στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070) εκτιμάται στο 31% του ΑΕΠ
Οι ετήσιες εγχώριες επενδύσεις θα αυξηθούν μεσοσταθμικά κατά 0,6% του ΑΕΠ την περίοδο 2022-2070
Σταδιακή αύξηση ΑΕΠ σε σύγκριση με το σενάριο της μη υλοποίησης της μεταρρύθμισης η οποία θα φτάσει σε ύψος 6-7% στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070)
Ενίσχυση της απασχόλησης, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών, άμεσων και έμμεσων φόρων
Τέλος, η ανάλυση βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους που εκπονήθηκε από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), δείχνει ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2045 οι επιπτώσεις της μεταρρύθμισης στο δημόσιο χρέος είναι πολύ μικρές.

Τι κερδίζουν οι νέοι από τη μεταρρύθμιση

Από τις μελέτες και τις προβολές που έχον γίνει προκύπτει ότι το νέο σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά υψηλότερες επικουρικές συντάξεις σε σχέση με το υφιστάμενο.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, ενώ αυτή τη στιγμή το ύψος της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης για μέσο μισθό 1.400 ευρώ και 40 έτη ασφάλισης ανέρχεται σε 235 ευρώ, με το νέο σύστημα η επικουρική σύνταξη μπορεί να φτάσει στα 326 ευρώ με βάση την επαγγελματική διαχείριση των κεφαλαίων του ΕΦΚΑ και στα 479 ευρώ με βάση τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ που έχουν τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα με τις υψηλότερες αποδόσεις.
Σε ένα άλλο παράδειγμα, η μηνιαία επικουρική σύνταξη εργαζόμενου που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό (650 ευρώ) και διαθέτει 40 χρόνια ασφάλισης διαμορφώνεται με το υφιστάμενο σύστημα στα 153 ευρώ. Με το νέο κεφαλαιοποητικό σύστημα η σύνταξη μπορεί να ανέλθει στα 219 ευρώ, να αυξηθεί δηλαδή κατά 43%, με αποδόσεις ίσες με τον μέσο όρο των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Μπορεί δε να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, στα 257 ευρώ (+68% σε σχέση με το υφιστάμενο σύστημα) εάν επιτευχθούν αποδόσεις ίσες με τη μέση ετήσια απόδοση των αποθεματικών του ΕΦΚΑ που διαχειρίζεται το Μικτό Αμοιβαίο Κεφαλαίο της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών.

Αντώνης Βασιλόπουλος
antonpaper@yahoo.com
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης