Τελευταία Νέα
Οικονομία

Ξεκινά από τον Ιανουάριο 2023 η «μάχη» της αύξησης του κατώτατου μισθού – Τα αγκάθια της Ελληνικής οικονομίας που εντοπίζει η ΓΣΕΕ

Ξεκινά από τον Ιανουάριο 2023 η «μάχη» της αύξησης του κατώτατου μισθού – Τα αγκάθια της Ελληνικής οικονομίας που εντοπίζει η ΓΣΕΕ
Σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, «η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού είναι διαρκής όσο αυξάνεται το επίπεδο τιμών και επομένως θα πρέπει να υπάρξει νέα και σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού το 2023»
Σχετικά Άρθρα

Κατά 5 θέσεις ανέβηκε -στην 11η από τη 16η - η Ελλάδα ανάμεσα στις 27 χώρες μέλη της ΕΕ στους κατώτατους μισθούς μετά τις τελευταίες αυξήσεις που χορηγήθηκαν τα τελευταία δύο έτη, όπως καταγράφει η ενδιάμεση έκθεση της ΓΣΕΕ για την Ελληνική οικονομία, η οποία ωστόσο μιλά για «θολά σημεία» λόγω των σημαντικών προκλήσεων και της αβεβαιότητας, καθώς «δεν διαθέτει ισχυρούς ενδογενείς μηχανισμούς που θα εξασφαλίσουν τη διατηρησιμότητα της δυναμικής της».
Ήδη, οι αυξήσεις που χορηγήθηκαν το 2021-22 κατά 9,7% βελτίωσαν για πρώτη φορά το επίπεδο όσων αμείβονται με τον κατώτατο, και αναμένεται εκ νέου αύξηση τον προσεχή Μάϊο 2023, μετά από διαβούλευση των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης. Οι προτάσεις αναμένεται να αποσταλούν τον Ιανουάριο, και σύμφωνα με τους εταίρους θα επιδιωχθεί η κάλυψη του μέσου πληθωρισμού, ενώ οι εργοδοτικές οργανώσεις καλούνται να καλύψουν επιπλέον κομμάτι από την ανάπτυξη.
Σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, «η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού είναι διαρκής όσο αυξάνεται το επίπεδο τιμών και επομένως θα πρέπει να υπάρξει νέα και σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού το 2023».
Η προστασία των εργαζομένων στην Ελλάδα από συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι αξιοσημείωτα περιορισμένη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα πρέπει να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Για τους συντάκτες της έκθεσης, εστία προβληματισμού αποτελεί η συνεχιζόμενη αύξηση των εισαγωγών προϊόντων.
Το β’ τρίμηνο του 2022 αντιστοιχούσαν στο 44,4% του ΑΕΠ έναντι 34,3% του ΑΕΠ το ίδιο τρίμηνο του 2021. Η αύξηση αυτή υπερκαλύπτει την αύξηση των εξαγωγών, με αποτέλεσμα το β’ τρίμηνο του 2022 η Ελλάδα να καταγράφει εμπορικό έλλειμμα ύψους 6,6% του ΑΕΠ. Το εμπορικό έλλειμμα, σε συνδυασμό με την αναγκαία προσαρμογή του δημοσιονομικού ισοζυγίου, επιδεινώνει τη διατηρησιμότητα της οικονομικής μεγέθυνσης και την ευθραυστότητα της οικονομίας.

Η άνοδος του πληθωρισμού

Σε κλαδικό επίπεδο, μεγαλύτερη συμβολή στην παραγωγή ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας είχε ο ενοποιημένος κλάδος εμπορίου, μεταφορών, αποθήκευσης, καταλυμάτων και εστίασης (ετήσια αύξηση περίπου 4 δισ.ευρώ το β’ τρίμηνο του 2022). Περιορισμένη αύξηση παρουσίασε και ο κλάδος της μεταποίησης, η συμβολή όμως του οποίου στην εγχώρια παραγωγή είναι περιορισμένη (5,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ χαμηλότερα σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης). Αντίστοιχα μικρή ήταν η συμβολή των επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων. Τα στοιχεία αυτά επισημαίνουν την ανάγκη παραγωγικής αναδιάρθρωσης για την ενίσχυση της αναπτυξιακής βιωσιμότητας της χώρας μας.
Η άνοδος του πληθωρισμού φαίνεται να έχει συμβάλει στη βελτίωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης του Δημοσίου, επηρεάζοντας θετικά την εξέλιξη του ποσοστού των πληρωμών για τόκους της Γενικής Κυβέρνησης στο σύνολο των εσόδων της από άμεσους φόρους, έμμεσους φόρους και κοινωνικές εισφορές. Ειδικότερα, το διάστημα γ΄ τρίμηνο 2021-β΄ τρίμηνο 2022 το συγκεκριμένο ποσοστό στη χώρα μας διαμορφώθηκε στο 5,6%, μειωμένο κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με την προ πανδημίας περίοδο. Παράλληλα, ο πληθωρισμός συνέβαλε, μεταξύ άλλων, και στην αποκλιμάκωση του ποσοστού του δημόσιου χρέους. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το 2022 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 171,1% (μείωση 23,4 ποσοστιαίων μονάδων έναντι του προηγούμενου έτους), ενώ το 2023 θα κατέλθει στο 161,9%.
Ωστόσο, παρά τη βελτίωση αυτή, η χρηματοπιστωτική εικόνα του Δημοσίου αναμένεται να παραμείνει σχετικά εύθραυστη, δεδομένης, μεταξύ άλλων, της επιδείνωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, της αύξησης των επιτοκίων εξαιτίας της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής διεθνώς και της γεωπολιτικής αστάθειας. Ο δείκτης φερεγγυότητας του Δημοσίου εκτιμάται ότι το 2022 θα παραμείνει σε καθεστώς ultra-Ponzi, εξέλιξη που θα ασκήσει αυξητικές πιέσεις στις χρηματοδοτικές ανάγκες και στον όγκο του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης.
Τέλος, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η χρηματοπιστωτική κατάσταση του Δημοσίου θα παραμείνει εύθραυστη και τη διετία 2023-2024, με τον δείκτη φερεγγυότητας να βρίσκεται στο καθεστώς Ponzi.
Στο πλαίσιο αυτό, η δημοσιονομική διαχείριση της πληθωριστικής κρίσης πρέπει να γίνει με τρόπο συνετό, δίνοντας προτεραιότητα σε μέτρα που στηρίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, ενισχύουν τις ροές ρευστότητας στην οικονομία και έχουν υψηλό επεκτατικό αποτέλεσμα σε όρους εισοδήματος και ποιοτικής απασχόλησης. Μια τέτοια σύνθετη επιλογή αποτελεί πρόκληση αλλά και αναγκαιότητα, ώστε να διασφαλιστεί σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα η φερεγγυότητα της χώρας, ειδικά μέσα στο επιδεινούμενο εξωτερικό περιβάλλον της οικονομίας.

Αντώνης Βασιλόπουλος
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης