Η τεράστια καθίζηση της παραγωγής αλουμίνου στην Ευρώπη την υποχρεώνει να αναζητήσει άλλες λύσεις - γιατί τελικά θα τις βρει μόνο στη Ρωσία και στη Rusal
Η Ευρώπη άρχισε να πληρώνει το κόστος των κυρώσεων κατά της Ρωσίας από το φθινόπωρο του 2022.
Το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε τόσο πολύ που μία στις δύο μεταλλουργίες αλουμινίου και ψευδαργύρου ανέστειλε τη λειτουργία της, ενώ τα μεγαλύτερα εργοστάσια μείωσαν την παραγωγή τους κατά 20-30%.
Αυτό συνέβη επειδή η παραγωγή αλουμινίου είναι εξαιρετικά ενεργοβόρα.
Η τήξη του απαιτεί σχεδόν 40 φορές περισσότερη ενέργεια από τον χαλκό, περίπου 15 μεγαβατώρες ανά τόνο.
Σε χαμηλά 40 ετών η ευρωπαϊκή παραγωγή αλουμινίου, λόγω της έκρηξης του ενεργειακού κόστους
Ο κλάδος βρέθηκε σε αδιέξοδο.
Οι τιμές αλουμινίου εκτοξεύτηκαν κατά περισσότερο από 40%, η ζήτηση για προϊόντα πρωτογενούς αλουμινίου εκτινάχθηκε στα ύψη και τα περιθώρια κέρδους σχεδόν μηδενίστηκαν, λόγω του εξωφρενικού κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας - που σε ορισμένες περιπτώσεις αυξήθηκε ως και 300%.
Η ευρωπαϊκή παραγωγή αλουμινίου έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο από τη δεκαετία του 1970.
Για τη European Aluminium, η κατάσταση χαρακτηρίστηκε ως «υπαρξιακή κρίση»: τα εργοστάσια της Alcoa στην Ισπανία, της Aldel στην Ολλανδία, της ALRO Slatina στη Ρουμανία, της Podgorica PKA στο Μαυροβούνιο έκλεισαν.
Ο γαλλικός κολοσσός Aluminium Dunkerque μείωσε την παραγωγή κατά 15% και η μεγαλύτερη μεταλλουργία της Ευρήπως, η Slovalco, κατά 60%.
Σε μόλις 15 χρόνια, η ευρωπαϊκή παραγωγή μειώθηκε από 4,5 εκατομμύρια μετρικούς τόνους σε 2,7 εκατομμύρια ετησίως.
Η κατανάλωση όμως διπλασιάστηκε στα 5 εκατομμύρια.
Η Ρωσία, βασική πηγή προμήθειας της Ευρώπης σε αλουμίνιο
Έτσι οι ανάγκες της Ευρώπης σε αλουμίνιο άρχισαν να καλύπτονται με εισαγωγές.
Οι εισαγωγές έφτασαν μάλιστα να καλύπτουν το 60% της κατανάλωσης, με τις ρωσικές πρώτες ύλες να επικρατούν μεταξύ του πρωτογενούς αλουμινίου, αντιπροσωπεύοντας το 33% του συνόλου.
Οι άλλοι μεγαλύτεροι προμηθευτές αλουμινίου της Ευρώπης είναι η Μοζαμβίκη (17%) και η Ισλανδία (14%).
Λόγω των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, όμως οι παραδόσεις ακατέργαστου αλουμινίου από τη Ρωσία στην ΕΕ μειώθηκαν κατά 32% το πρώτο τετράμηνο 2023 σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι, σε 213,7 χιλιάδες τόνους.
Συγκεκριμένα, σε επίπεδο ευρωπαϊκών κρατών τις εισαγωγές ακατέργαστου αλουμινίου από τη Ρωσία μείωσαν το Βέλγιο (906 τόνοι, -67%), η Βουλγαρία (2.644 τόνοι, -22%), η Γερμανία (5.043,3 τόνοι, -28%), η Ισπανία (1.053,2 τόνους, - 68%), η Γαλλία (4.256 τόνους, - 59,59%), η Πολωνία (732,3 τόνοι, μείον 24%).
Η ένταξη του αλουμινίου στη λίστα των κρίσιμων πρώτων υλών
Αλλά η Ευρώπη φοβούμενη ότι θα μείνει χωρίς πηγές προμήθειας αλουμινίου, ενώ ήθελε να επιβάλλει κυρώσεις στα ρωσικά μέταλλα, απέφυγε να επιβάλλει κυρώσεις στη μεγάλη παραγωγό ρωσικού αλουμίνου, τη Rusal.
Η ζήτηση για πρωτογενές αλουμίνιο αυξάνεται συνεχώς, ειδικά στην ΕΕ, η οποία επιδιώκει την ενεργειακή μετάβαση.
Για το λόγο αυτό, οι Βρυξέλλες πρόσθεσαν το αλουμίνιο στον κατάλογο ορυκτών και μετάλλων που υπόκεινται στον νόμο περί κρίσιμων πρώτων υλών (CRMA).
Ο νόμος αυτός αποτελεί το βασικό στρατηγικό εργαλείο της ΕΕ στην προσπάθειά της να βρει πόρους ώστε να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ και την Κίνα στην παγκόσμια κούρσα για τον περιορισμό των εκπομπών διεοδειδίου του άνθρακα.
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η Ευρώπη θα μπορέσει να λύσει έτσι το πρόβλημά της.
Το Διεθνές Ινστιτούτο Αλουμινίου (IAI) προβλέπει ότι η παγκόσμια κατανάλωση θα αυξηθεί σχεδόν κατά 40% έως το 2030, σε 119,5 εκατομμύρια μετρικούς τόνους.
Αυτό σημαίνει ότι είναι απαραίτητο να παραχθούν επιπλέον 33,3 εκατομμύρια μετρικοί τόνοι αλουμινίου μέσα σε μια δεκαετία.
Όπως εξηγεί ο Leonid Khazanov, ανεξάρτητος βιομηχανικός εμπειρογνώμονας, στο πρακτορείο Ria Novosti το γεγονός ότι το αλουμίνιο έχει κηρυχθεί κρίσιμο υλικό απλοποιεί τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και μειώνει την περίοδο για την έκδοση των απαραίτητων αδειών στους 24 μήνες.
Η συγκεκριμένη νομοθεσία ασφαλώς και επηρεάζει θετικά τις επιχειρήσεις που εξορύσσουν και επεξεργάζονται πρώτες ύλες.
Επιπλέον, παρέχει στις κυβερνήσεις τη δυνατότητα να δώσουν οικονομικά και φορολογικά κίνητρα.
Γιατί, παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η προμήθεια ρωσικού αλουμίνιου παραμένει η καλύτερη λύση για την Ευρώπη
Αλλά δεν είναι δυνατό να αυξηθεί γρήγορα η παραγωγή πρωτογενούς αλουμινίου.
Και η παραγωγή δευτερογενούς αλουμινίου τα επόμενα χρόνια δεν θα αρκεί για να ικανοποιήσει τη ζήτηση, σημειώνει ο Khazanov.
«Η ΕΕ έχει πολλές επιλογές: να αυξήσει τις αγορές αλουμινίου από τη Ρωσία, τις χώρες της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών, την Κίνα ή τη Μέση Ανατολή.
Ωστόσο, τα εργοστάσια της Μικράς Ασίας και της Βόρειας Αφρικής, το Αζερμπαϊτζάν και το Καζακστάν λειτουργούν ήδη στο όριο της δυναμικότητας τους.
Τα συμβόλαια με την Κίνα ενέχουν το κίνδυνο του ντάμπινγκ, που μπορεί να οδηγήσει ξανά στην κατάρρευση της ευρωπαϊκής παραγωγής αλουμινίου.
Μόνο από τη Ρωσία μπορεί η Ευρώπη να αυξήσει τις εισαγωγές της, παρά τις δυσκολίες της εξωτερικής πολιτικής», λέει ο ειδικός.
Το βρώμικο κινέζικο αλουμίνιο και ο μηχανισμός ντάμπινγκ σε βάρος της ευρωπαϊκής μετααλλουργίας
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρώπη βασίζεται εδώ και πολύ καιρό στις κινεζικές εισαγωγές αλουμινίου, κυρίως με τη μορφή ημικατεργασμένων προϊόντων, παρά το γεγονός ότι οι κινέζικες εισαγωγές πλήττουν λόγω των χαμηλότερων τιμών τους τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αλουμινίου.
Το αλουμίνιο της Κίνας παράγεται με μεγάλες εκπομπές άνθρακα και είναι «βρώμικο» κατά τη λογική της ΕΕ.
Γεγονός είναι ότι η ΕΕ συζητά έναν νέο μηχανισμό προσαρμογής των εκπομπών άνθρακα.
Σύμφωνα με αυτόν, το σκραπ αλουμινίου που τήκεται θα μπορεί να πωληθεί ως προϊόν μηδενικού άνθρακα, ακόμη κι αν το πρωτογενές υλικό παρήχθη με χρήση άνθρακα ή άλλων ρυπογόνων καυσίμων.
Οι Ευρωπαίοι βιομήχανοι προειδοποιούν όμως ότι αν γίνει αυτό, η Κίνα θα πλημμυρίσει την ΕΕ με φτηνό και «βρώμικο» αλουμίνιο, υπονομεύοντας δραστικά την ανταγωνιστικότητα των δυτικών εταιρειών που συμμορφώνονται αυστηρά με τους νόμους της ΕΕ για το κλίμα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών