
Η «γραμμή άμυνας» που χτίζει η κυβέρνηση
Οι διαπραγματεύσεις το επόμενο διάστημα θεωρούνται κρίσιμες, με τη στρατηγική της ελληνικής πλευράς να επικεντρώνεται στη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των 27 κρατών-μελών της ΕΕ.
Πηγές του υπουργείου Οικονομικών τόνιζαν χαρακτηριστικά ότι στόχος είναι να απελευθερωθούν πόροι και για χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία δαπανά για εξοπλισμό σχεδόν το 3% του ΑΕΠ της που αποτελεί ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των κρατών - μελών του ΝΑΤΟ.
Παράλληλα, σημείωναν ότι το όριο για τον προσδιορισμό των πρόσθετων δαπανών που δεν θα προσμετρώνται στο έλλειμμα του προϋπολογισμού και στην οροφή για την αύξηση των πρωτογενών δαπανών - η οποία για το 2026 έχει τοποθετηθεί στο 3,6% - θα πρέπει να καθορίζεται με βάση το μέσο ευρωπαϊκό όρο των αμυντικών δαπανών. Με βάση τις ίδιες πηγές πιθανότατα η αύξηση των πρόσθετων αμυντικών δαπανών θα υπολογιστεί με αφετηρία το 2021, δηλαδή πριν από την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας με την Ουκρανία.
Η ρήτρα διαφυγής θα έχει τετραετή διάρκεια και δεν θα είναι οριζόντια καθώς κάθε χώρα θα θέτει τα όρια με βάση τις δεσμεύσεις του κρατικού προϋπολογισμού. Με τα σημερινά δεδομένα εκτιμάται ότι η Ελλάδα θα έχει περιθώριο να αυξάνει τις δαπάνες για την άμυνα σε ποσοστό 0,5%-1% ετησίως χωρίς αυτό να σημαίνει αυτόματα ανάλογο δημοσιονομικό χώρο.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού, οι δαπάνες για τα εξοπλιστικά προγράμματα θα αυξηθούν κατά περίπου 900 εκατ. ευρώ το 2025, κατά 500 εκατ. ευρώ το 2026 και κατά 150 εκ. ευρώ το 2027 με το συνολικό κονδύλι να κινείται στη περιοχή των 2 δισ. ευρώ.
Την ίδια ώρα, πέρα από τον μετρητή για το ύψος των δαπανών που θα κρίνει τον βαθμό ευελιξίας ένα από τα βασικά ζητούμενα για τη κυβέρνηση είναι η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το «ταμειακό μαξιλάρι» για νέες φοροελαφρύνσεις με επίκεντρο τη μεσαία τάξη.
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης έχει συνδέσει τη μείωση των φόρων με τις αποφάσεις που θα ληφθούν στην Ευρώπη για τη ρήτρα διαφυγής λέγοντας όσο πιο γενναία είναι η απόφαση σε σχέση με την άμυνα, τόσο μεγαλύτερο περιθώριο θα έχουμε για μειώσεις φορολογικών συντελεστών.
Στο μεταξύ, σε ανάλυση της Alpha Bank για το νέο τοπίο στις αμυντικές δαπάνες και στην αρχιτεκτονική ασφάλειας για την Ευρώπη, αναφέρεται ότι συγκριτικά με άλλες χώρες - μέλη του ΝΑΤΟ, το ποσοστό των αμυντικών δαπανών ως προς το ΑΕΠ της χώρας μας είναι από τα υψηλότερα και, το 2024, διαμορφώθηκε σε 3,08% από 2,22%, το 2014, το 5ο υψηλότερο στο σύνολο των κρατών - μελών του ΝΑΤΟ. Τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες (% του ΑΕΠ) παρουσιάζουν η Πολωνία και οι ΗΠΑ, ενώ οι μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία) δαπανούν πέριξ του 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα.
Η ανάλυση των επιμέρους κατηγοριών των αμυντικών δαπανών παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον. Οι αμυντικές δαπάνες των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ το 2024 υποδιαιρούνται σε τέσσερις μείζονες κατηγορίες και με βάση τη συγκεκριμένη στην Ελλάδα το 55,9% των αμυντικών της δαπανών αφορούσε λειτουργικό κόστος (μισθοδοσία στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού, συντάξεις κ.ά.), το 36,1% ήταν δαπάνες εξοπλιστικών προγραμμάτων, συμπεριλαμβανομένων αυτών για Έρευνα & Ανάπτυξη (Ε&Α), το 7,7% αφορούσε δαπάνες συντήρησης και λοιπές λειτουργικές δαπάνες και το 0,3% ήταν δαπάνες για την κατασκευή στρατιωτικών υποδομών.
Σχετικά με τον αντίχτυπο της αύξησης των δαπανών στην ανάπτυξη της οικονομίας οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η συσχέτιση είναι μάλλον ασαφής, δεδομένης, μάλιστα, της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν βασίζεται στη βαριά βιομηχανία, αλλά κυρίως στις υπηρεσίες και τον τουρισμό. Το πόσο σημαντικός θα είναι ο αντίκτυπος στην αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας, στα επόμενα χρόνια, θα εξαρτηθεί από το αν θα μπορέσει η χώρα να κατευθύνει επιπλέον πόρους προς τον τομέα της άμυνας.
Μάριος Χριστοδούλου
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών