
Ο Μάρκ Μπέηκερ πρότεινε τον οπλουργό Τζιμ Τσέημπερς (“Jim Chambers Flintlocks”) ως τον καταλληλότερο για να φτιάξει δύο τουφέκια (1+1 εφεδρικό) που αντανακλούσαν τη σωστή τεχνοτροπία της εποχής.
Το κλασικό μυθιστόρημα «Τελευταίος των Μοϊκανών» γράφτηκε το 1826 από τον James Fenimore Cooper (Τζέημς Φένιμορ Κούπερ).
Περιγράφει την ιστορία της (υποτιθέμενης) τελευταίας οικογένειας από μια φυλή Μοϊκανών.
Ο πατριάρχης και οι δύο γιοί του (ο Ούνκας και ο - υιοθετημένος λευκός- Ναθάνιελ “Χόκαϊ) εμπλέκονται σε περιπέτειες κατά τη διάρκεια των Γαλλικών και Ινδιάνικων Πολέμων.
Oι συγκρούσεις ήταν μέρος του Επταετή πολέμου μεταξύ Άγγλων και Γάλλων. Εκτυλίχθηκαν για την κυριαρχία στις περιοχές που σήμερα αποτελούν τη Νέα Υόρκη, το Νιού Χάμσαιρ και το Μοντρεάλ.
Οι Ευρωπαίοι πολεμούσαν για τα εδάφη της Αμερικής, χρησιμοποιώντας ως «πληρεξούσιους» ινδιάνικες φυλές (Χιούρον, Ότταβα, Μοχώκ) και αποίκους.
Στην ιστορία περιπλέκονται μυθοπλασία και ιστορικά γεγονότα που διαδραματίζονται κατά την πολιορκία του οχυρού Φόρτ Γουίλιαμ Χένρυ (κοντά στη λίμνη Τζόρτζ της Νέας Υόρκης) τον Αυγουστο του 1757.

Αναπαριστώντας το παρελθόν
Η ιστορία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και ήδη από το 1936 είχε μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη.
Στις αρχές του 1990 ο σκηνοθέτης Michael Mann (Heat, Miami Vice, Collateral) καταπιάστηκε με αυτήν.
Άλλαξε το σενάριο ώστε ο δύο Μοϊκανοί πολεμιστές να αναπτύσσουν ένα ειδύλιο με τις κόρες του βρετανού διοικητή του οχυρού.
Η πλοκή εκτυλίσεται γύρω απο την προσπάθεια να τις προστατεύσουν εν μέσω της πολιορκίας. Η «Νέμεση» τους είναι ο πολεμιστής Χιούρον με το όνομα Μάγκουα. Θέλει να τις θανατώσει ως εκδίκηση της σφαγής της δικής του οικογένειας από τους Άγγλους.
Ο Μανν θέλησε να αναπαραστήσει τον 18ο αιώνα με ακρίβεια.
Ανέγγιχτες τοποθεσίες με παρθένα φύση εντοπίστηκαν για να αποδοθεί η αίσθηση των δασών που αντίκριζαν οι πρώτοι Ευρωπαίοι. Εκατοντάδες κομπάρσοι από ινδιάνικες φυλές προσλήφθηκαν για τα γυρίσματα. Ένα ολόκληρο οχυρό χτίστηκε με ξυλεία και πέτρα ώστε να αναπαραστήσει το Φόρτ Χένρυ. Αναζητήθηκαν ειδικοί γύρω από τα έθιμα, τη μουσική και την τεχνολογία της εποχής.
Ο σκηνοθέτης εμπιστεύθηκε το ρόλο του Ναθάνιελ στον Daniel Day Lewis (Ντάνιελ Ντέη Λούις). Ο βρετανός που είναι γνωστός για την τελειομανία στην απόδοση των χαρακτήρων που ερμηνεύει, απομονώθηκε επί μήνες στα Απαλάχια Όρη υπό την επίβλεψη δύο εκπαιδευτών «επιβίωσης».
Δίδαξαν στον ηθοποιό τις πρωτόγονες δεξιότητες που θα είχε ένας ορεσίβιος του 1750: ιχνηλασία, άναμμα φωτιάς, παγίδευση και εκδορά θηραμάτων. Έμαθε να κατασκευάζει κανώ και να κωπηλατεί.
Τον εκπαίδευσαν στο χειρισμό μαχαιριού και τσεκουριού τόμαχοκ για τις σκηνές μάχης. Ο Ντέη Λούις δεν είχε ποτέ αγγίξει πυροβόλο όπλο στη ζωή του. Διδάχτηκε από τον ειδήμονα Μάρκ Μπέηκερ το χειρισμό τουφεκιών με πυρόλιθο που χρησιμοποιεί ο “Χόκαϊ”.
Στο τέλος ήταν ικανός να πυροβολεί και να γεμίζει το εμπροσθογεμές όπλο εν κινήσει.
Η προετοιμασία απέδωσε και η ταινία περιέχει συναρπαστικές σκηνές με ρεαλιστική χρήση αρχαίων όπλων.

Το «Μακρύ Τουφέκι»
Στο μυθιστόρημα ο Χόκαϊ είναι δεινός σκοπευτής και χειρίζεται ένα «όπλο μακρύτερο από τα συνηθισμένα”, ικανό για αξιοσημείωτη ακρίβεια. Οι ιθαγενείς τον προσφωνούν με τις γαλλικές λέξεις “Le Longue Carabine”.
Ο συγγραφέας διευκρινίζει πως το τουφέκι του ήρωα έχει ραβδωτή κάνη και οι σφαιρικές βολίδες του ζυγίζουν «30 στη λίβρα». Αυτό αντιστοιχεί με το αρχαϊκό αγγλικό σύστημα σε διάμετρο .538 της ίντσας
(13,66mm). Η «φωτιά” (πυροδοτικός μηχανισμός) έχει το χρώμα του ασημιού και το ξύλινο κοντάκι εκτείνεται, τυλίγοντας την κάνη μέχρι σχεδόν το στόμιο.
Μικρά ασημένια στολίδια κοσμούν τα ψέλια κατά μήκος της κάνης, «αλλά θα περνούσαν σχεδόν απαρατήρητα».
Στο κοντάκι κρύβεται ένα κουτί με ξύλινο καπάκι για τη φύλαξη τεμαχίων πανιού. Με αυτά τύλιγαν τις μολύβδινες σφαίρες για σφικτό ταίριασμα με το κοίλο της κάνης.
Την εποχή που εκτυλίσσεται η ιστορία, το κύριο όπλο ήταν το λειόκανο μουσκέτο. Ήταν φθηνότερο να κατασκευαστεί σε βιομηχανική κλίμακα και πιο εύχρηστο γιατί οι μολυβένιες μπάλες κυλούσαν ευκολοτερα στο εσωτερικό της κάνης. Έτσι ένας μαχητής μπορούσε να βάλλει μια σφαίρα ανά 20-25 δευτερόλεπτα.
Τα τουφέκια με ραβδώσεις απαιτούσαν μεγαλύτερη δύναμη και προσπάθεια ώστε να γεμιστούν και η συσσώρευση καμμένης πυρίτιδας στο εσωτερικό τα καθιστούσε άχρηστα γρηγορότερα.
Στον αντίποδα, το βεληνεκές τους άγγιζε τα 150-200 μέτρα όταν τα μουσκέτα ήταν χρήσιμα στη μισή απόσταση. Οδηγούμενα από σταθερά χέρια ήταν τρομερά όπλα.

Καλλιτεχνική ελευθερία
Ο Μάρκ Μπέηκερ πρότεινε τον οπλουργό Τζιμ Τσέημπερς (“Jim Chambers Flintlocks”) ως τον καταλληλότερο για να φτιάξει δύο τουφέκια (1+1 εφεδρικό) που αντανακλούσαν τη σωστή τεχνοτροπία της εποχής.
Κόστισαν 12.000 δολλάρια, αλλά ο Μανν δε τα χρησιμοποίησε γιατί δε ταίριαζαν στην αισθητική του για το όπλο του Χόκαϊ.
Επιστρατεύτηκε ο Γουέην Γουότσον (Wayne Watson). Δέχτηκε έναντι 10.000 δολαρίων να φτιάξει τουφέκια με κάνες μήκους 136cm και ξύλο στο χρώμα που υπέδειξε ο σκηνοθέτης. Ο οπλουργός κατασκεύασε «φωτιές» μικρότερου μεγέθους από το συνηθισμένο, ώστε να φαίνεται η κάνη ακόμη μακρύτερη. Η διάμετρος ήταν .50 ιντσες (12,7mm).
Αυτά τα δύο κατέληξαν στη μεγάλη οθόνη.
O Φένιμορ Κούπερ έγραφε μυθοπλασία, όχι Ιστορία. Όπλα παρόμοια με αυτό που περιγράφει στο βιβλίο (και πέρασε στην ταινία του Μάικλ Μανν) αποτελούν «αναχρονισμό”. Άρχισαν να εμφανίζονται γύρω στο 1810, όταν Γερμανοί άποικοι έφεραν μαζί τους την τέχνη της οπλοκατασκευής και εξέλιξαν το εμπροσθογεμές Jagger για τις συνθήκες της Αμερικής.
Η κάνη μάκρυνε στα 120-125cm, η διάμετρος μειώθηκε και το κοντάκιο απέκτησε μεγαλύτερη κλίση. Με τον καιρό, το σχέδιο παγιώθηκε ως τυφέκιο «Πενσυλβάνια» ή «Κεντάκυ» από τους τόπους που κατασκευαζόταν και ήταν δημοφιλές.
Ιστορικά ορθό ή μη, το όπλο το Χόκαϊ αποτέλεσε πέτυχε το σκοπό του, δίνοντας μια ξεχωριστή ποιότητα στο χαρακτήρα με τη μοναδική του εμφάνιση.

www.bankingnews.gr
Περιγράφει την ιστορία της (υποτιθέμενης) τελευταίας οικογένειας από μια φυλή Μοϊκανών.
Ο πατριάρχης και οι δύο γιοί του (ο Ούνκας και ο - υιοθετημένος λευκός- Ναθάνιελ “Χόκαϊ) εμπλέκονται σε περιπέτειες κατά τη διάρκεια των Γαλλικών και Ινδιάνικων Πολέμων.
Oι συγκρούσεις ήταν μέρος του Επταετή πολέμου μεταξύ Άγγλων και Γάλλων. Εκτυλίχθηκαν για την κυριαρχία στις περιοχές που σήμερα αποτελούν τη Νέα Υόρκη, το Νιού Χάμσαιρ και το Μοντρεάλ.
Οι Ευρωπαίοι πολεμούσαν για τα εδάφη της Αμερικής, χρησιμοποιώντας ως «πληρεξούσιους» ινδιάνικες φυλές (Χιούρον, Ότταβα, Μοχώκ) και αποίκους.
Στην ιστορία περιπλέκονται μυθοπλασία και ιστορικά γεγονότα που διαδραματίζονται κατά την πολιορκία του οχυρού Φόρτ Γουίλιαμ Χένρυ (κοντά στη λίμνη Τζόρτζ της Νέας Υόρκης) τον Αυγουστο του 1757.
Αναπαριστώντας το παρελθόν
Η ιστορία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και ήδη από το 1936 είχε μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη.
Στις αρχές του 1990 ο σκηνοθέτης Michael Mann (Heat, Miami Vice, Collateral) καταπιάστηκε με αυτήν.
Άλλαξε το σενάριο ώστε ο δύο Μοϊκανοί πολεμιστές να αναπτύσσουν ένα ειδύλιο με τις κόρες του βρετανού διοικητή του οχυρού.
Η πλοκή εκτυλίσεται γύρω απο την προσπάθεια να τις προστατεύσουν εν μέσω της πολιορκίας. Η «Νέμεση» τους είναι ο πολεμιστής Χιούρον με το όνομα Μάγκουα. Θέλει να τις θανατώσει ως εκδίκηση της σφαγής της δικής του οικογένειας από τους Άγγλους.
Ο Μανν θέλησε να αναπαραστήσει τον 18ο αιώνα με ακρίβεια.
Ανέγγιχτες τοποθεσίες με παρθένα φύση εντοπίστηκαν για να αποδοθεί η αίσθηση των δασών που αντίκριζαν οι πρώτοι Ευρωπαίοι. Εκατοντάδες κομπάρσοι από ινδιάνικες φυλές προσλήφθηκαν για τα γυρίσματα. Ένα ολόκληρο οχυρό χτίστηκε με ξυλεία και πέτρα ώστε να αναπαραστήσει το Φόρτ Χένρυ. Αναζητήθηκαν ειδικοί γύρω από τα έθιμα, τη μουσική και την τεχνολογία της εποχής.
Ο σκηνοθέτης εμπιστεύθηκε το ρόλο του Ναθάνιελ στον Daniel Day Lewis (Ντάνιελ Ντέη Λούις). Ο βρετανός που είναι γνωστός για την τελειομανία στην απόδοση των χαρακτήρων που ερμηνεύει, απομονώθηκε επί μήνες στα Απαλάχια Όρη υπό την επίβλεψη δύο εκπαιδευτών «επιβίωσης».
Δίδαξαν στον ηθοποιό τις πρωτόγονες δεξιότητες που θα είχε ένας ορεσίβιος του 1750: ιχνηλασία, άναμμα φωτιάς, παγίδευση και εκδορά θηραμάτων. Έμαθε να κατασκευάζει κανώ και να κωπηλατεί.
Τον εκπαίδευσαν στο χειρισμό μαχαιριού και τσεκουριού τόμαχοκ για τις σκηνές μάχης. Ο Ντέη Λούις δεν είχε ποτέ αγγίξει πυροβόλο όπλο στη ζωή του. Διδάχτηκε από τον ειδήμονα Μάρκ Μπέηκερ το χειρισμό τουφεκιών με πυρόλιθο που χρησιμοποιεί ο “Χόκαϊ”.
Στο τέλος ήταν ικανός να πυροβολεί και να γεμίζει το εμπροσθογεμές όπλο εν κινήσει.
Η προετοιμασία απέδωσε και η ταινία περιέχει συναρπαστικές σκηνές με ρεαλιστική χρήση αρχαίων όπλων.
Το «Μακρύ Τουφέκι»
Στο μυθιστόρημα ο Χόκαϊ είναι δεινός σκοπευτής και χειρίζεται ένα «όπλο μακρύτερο από τα συνηθισμένα”, ικανό για αξιοσημείωτη ακρίβεια. Οι ιθαγενείς τον προσφωνούν με τις γαλλικές λέξεις “Le Longue Carabine”.
Ο συγγραφέας διευκρινίζει πως το τουφέκι του ήρωα έχει ραβδωτή κάνη και οι σφαιρικές βολίδες του ζυγίζουν «30 στη λίβρα». Αυτό αντιστοιχεί με το αρχαϊκό αγγλικό σύστημα σε διάμετρο .538 της ίντσας
(13,66mm). Η «φωτιά” (πυροδοτικός μηχανισμός) έχει το χρώμα του ασημιού και το ξύλινο κοντάκι εκτείνεται, τυλίγοντας την κάνη μέχρι σχεδόν το στόμιο.
Μικρά ασημένια στολίδια κοσμούν τα ψέλια κατά μήκος της κάνης, «αλλά θα περνούσαν σχεδόν απαρατήρητα».
Στο κοντάκι κρύβεται ένα κουτί με ξύλινο καπάκι για τη φύλαξη τεμαχίων πανιού. Με αυτά τύλιγαν τις μολύβδινες σφαίρες για σφικτό ταίριασμα με το κοίλο της κάνης.
Την εποχή που εκτυλίσσεται η ιστορία, το κύριο όπλο ήταν το λειόκανο μουσκέτο. Ήταν φθηνότερο να κατασκευαστεί σε βιομηχανική κλίμακα και πιο εύχρηστο γιατί οι μολυβένιες μπάλες κυλούσαν ευκολοτερα στο εσωτερικό της κάνης. Έτσι ένας μαχητής μπορούσε να βάλλει μια σφαίρα ανά 20-25 δευτερόλεπτα.
Τα τουφέκια με ραβδώσεις απαιτούσαν μεγαλύτερη δύναμη και προσπάθεια ώστε να γεμιστούν και η συσσώρευση καμμένης πυρίτιδας στο εσωτερικό τα καθιστούσε άχρηστα γρηγορότερα.
Στον αντίποδα, το βεληνεκές τους άγγιζε τα 150-200 μέτρα όταν τα μουσκέτα ήταν χρήσιμα στη μισή απόσταση. Οδηγούμενα από σταθερά χέρια ήταν τρομερά όπλα.
Καλλιτεχνική ελευθερία
Ο Μάρκ Μπέηκερ πρότεινε τον οπλουργό Τζιμ Τσέημπερς (“Jim Chambers Flintlocks”) ως τον καταλληλότερο για να φτιάξει δύο τουφέκια (1+1 εφεδρικό) που αντανακλούσαν τη σωστή τεχνοτροπία της εποχής.
Κόστισαν 12.000 δολλάρια, αλλά ο Μανν δε τα χρησιμοποίησε γιατί δε ταίριαζαν στην αισθητική του για το όπλο του Χόκαϊ.
Επιστρατεύτηκε ο Γουέην Γουότσον (Wayne Watson). Δέχτηκε έναντι 10.000 δολαρίων να φτιάξει τουφέκια με κάνες μήκους 136cm και ξύλο στο χρώμα που υπέδειξε ο σκηνοθέτης. Ο οπλουργός κατασκεύασε «φωτιές» μικρότερου μεγέθους από το συνηθισμένο, ώστε να φαίνεται η κάνη ακόμη μακρύτερη. Η διάμετρος ήταν .50 ιντσες (12,7mm).
Αυτά τα δύο κατέληξαν στη μεγάλη οθόνη.
O Φένιμορ Κούπερ έγραφε μυθοπλασία, όχι Ιστορία. Όπλα παρόμοια με αυτό που περιγράφει στο βιβλίο (και πέρασε στην ταινία του Μάικλ Μανν) αποτελούν «αναχρονισμό”. Άρχισαν να εμφανίζονται γύρω στο 1810, όταν Γερμανοί άποικοι έφεραν μαζί τους την τέχνη της οπλοκατασκευής και εξέλιξαν το εμπροσθογεμές Jagger για τις συνθήκες της Αμερικής.
Η κάνη μάκρυνε στα 120-125cm, η διάμετρος μειώθηκε και το κοντάκιο απέκτησε μεγαλύτερη κλίση. Με τον καιρό, το σχέδιο παγιώθηκε ως τυφέκιο «Πενσυλβάνια» ή «Κεντάκυ» από τους τόπους που κατασκευαζόταν και ήταν δημοφιλές.
Ιστορικά ορθό ή μη, το όπλο το Χόκαϊ αποτέλεσε πέτυχε το σκοπό του, δίνοντας μια ξεχωριστή ποιότητα στο χαρακτήρα με τη μοναδική του εμφάνιση.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών