Η Γερμανία αντιμετωπίζει σοβαρούς κινδύνους στην ενεργειακή μετάβαση που θέλει να πετύχει - Η γρήγορη απόσυρση υδρογονανθράκων και η άρνηση του ρωσικού αερίου αντικαθίστανται πολύ αργά που δεν φαίνεται πιθανό να μπορέσει να αποφύγει το ενεργειακό σοκ ως το 2030
Η Γερμανία κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπη με μια σκληρή πραγματικότητα: να αντιμετωπίσει σοβαρό κενό ενέργειας μέχρι το 2030, με την έλλειψη ηλεκτρικής ενέργειας να κυμαίνεται από 10 έως 24 γιγαβάτ κατά τις περιόδους υψηλής κατανάλωσης.
Η κύρια αιτία του κινδύνου έλλειψης ενέργειας είναι η αταξία στους ρυθμούς απόσυρσης των παλαιών γεννητριών και της εισαγωγής νέων.
Η χώρα αποσύρεται πολύ γρήγορα από τις παραδοσιακές πηγές ενέργειας, ενώ η αντικατάσταση αυτών γίνεται αργά και σε ανεπαρκή ποσότητα, σύμφωνα με την έκθεση του Bloomberg.
Η κατάσταση επιδεινώνεται από την ταυτόχρονη έξοδο της Γερμανίας από την πυρηνική ενέργεια και την ταχεία απομάκρυνση των εργοστασίων άνθρακα.
Θεωρητικά, η αναμενόμενη ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έπρεπε να αντισταθμίσει αυτή τη μετάβαση, αλλά στην πράξη το έργο αποδεικνύεται πολύ πιο περίπλοκο και ανεπαρκές.
Η απουσία επαρκούς αγοράς εφεδρικών δυνατοτήτων και η αργή κατασκευή νέων σταθμών
Η χώρα δεν έχει δημιουργήσει ακόμα μια πλήρη αγορά εφεδρικών δυνατοτήτων για την εξασφάλιση της αξιοπιστίας της τροφοδοσίας ενέργειας κατά τις περιόδους ασταθούς παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές. Οι νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν μη ανανεώσιμες πηγές κατασκευάζονται σημαντικά πιο αργά από όσο απαιτείται και δεν μπορούν να καλύψουν τα κενά στην ενεργειακή υποδομή.
Αντίθετα, η κατανάλωση ενέργειας αυξάνεται συνεχώς.
Η μαζική εισαγωγή ηλεκτρικών οχημάτων, η μετάβαση σε ηλεκτρική θέρμανση και η αυξημένη ζήτηση από τη βιομηχανία αυξάνουν συνεχώς την επιβάρυνση στο δίκτυο.
Η Γερμανία, κατά την ενεργειακή μετάβαση, υπολόγιζε ότι οι ανανεώσιμες πηγές θα αποτελούσαν τη βάση του ενεργειακού συστήματος, ωστόσο η παραγωγικότητά τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις καιρικές συνθήκες. Κατά τη διάρκεια ανέμου και ηλιοφάνειας, καλύπτουν μεγάλο μέρος της παραγωγής ενέργειας, αλλά όταν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες καιρικές συνθήκες, η χώρα αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει ακριβές εισαγωγές ή εφεδρικές δυνατότητες που δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες.
Η μελλοντική κρίση και η πολιτική διαχείριση του αερίου
Η κατάσταση περιπλέκεται από τα σχέδια της γερμανικής κυβέρνησης να κατασκευάσει 10 γιγαβάτ μονάδων ανεμογεννητριών μέχρι το 2030.
Ωστόσο, οι αναλυτές αμφιβάλλουν για την δυνατότητα υλοποίησης αυτού του χρονοδιαγράμματος.
Ο ένας από τους κύριους παράγοντες κινδύνου είναι η αργή έγκριση των επιδοτήσεων από την ΕΕ, χωρίς τις οποίες τα έργα φαίνονται πολύ δαπανηρά για τους επενδυτές.
Επιπλέον, η παγκόσμια αγορά αεριοστροβίλων αντιμετωπίζει έλλειψη, λόγω της ταχείας ανάπτυξης των κέντρων δεδομένων για τις τεχνολογίες της τεχνητής νοημοσύνης.
Η ζήτηση για ενεργειακά εξοπλισμένα συστήματα έχει εκτοξευθεί, ενώ οι παραγωγικές δυνατότητες παραμένουν περιορισμένες.
Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι περισσότερες νέες μονάδες αερίου θα μπορέσουν να ξεκινήσουν να λειτουργούν μόνο μετά το 2031, δηλαδή αργότερα από την αναμενόμενη στιγμή του ενεργειακού ελλείμματος.
Σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση, η κυβέρνηση της Γερμανίας μπορεί να επανεξετάσει το χρονοδιάγραμμα απόσυρσης των σταθμών άνθρακα.
Η τρέχουσα πολιτική προβλέπει πλήρη απόσυρση του άνθρακα μέχρι το 2038 και πιο πρώιμο κλείσιμο των δύο μεγαλύτερων σταθμών που χρησιμοποιούν άνθρακα έως το 2033.
Τον Αύγουστο του 2026, αναμένεται να ληφθεί η τελική απόφαση για το εάν το χρονοδιάγραμμα θα παραμείνει αμετάβλητο ή αν θα επαναξιολογηθεί προς την κατεύθυνση της επέκτασης λειτουργίας μέρους των σταθμών άνθρακα.
Οι ειδικοί θεωρούν ότι η ανάγκη για ενεργειακή ασφάλεια τα επόμενα δέκα χρόνια θα αναγκάσει τη Γερμανία να απομακρυνθεί από τις αυστηρές κλιματικές δεσμεύσεις της.
Η παράταση λειτουργίας των σταθμών άνθρακα φαίνεται να είναι το πιο ρεαλιστικό σενάριο για την αποφυγή ενεργειακών ελλειμμάτων.
Η κατάσταση αυτή δείχνει μια σημαντική τάση: η ενεργειακή μετάβαση, η οποία σχεδιάστηκε ως γρήγορη και τεχνολογικά εξελιγμένη διαδικασία, αντιμετωπίζει περιορισμούς υποδομής και παγκόσμιο ανταγωνισμό για τον εξοπλισμό.
Η Γερμανία ανέμενε ταχεία ανάπτυξη της πράσινης ενέργειας, αλλά βρέθηκε σε μια κατάσταση όπου η οικονομία και η βιομηχανία απαιτούν περισσότερη «παραδοσιακή» ενέργεια από αυτήν που είναι διατεθειμένη να διατηρήσει η κυβέρνηση.
Η απόσταση μεταξύ των φιλοδοξιών και των δυνατοτήτων καθίσταται όλο και πιο εμφανής, και η μελλοντική πολιτική θα εξαρτηθεί από την ικανότητα της χώρας να συνδυάσει τους κλιματικούς στόχους με τις πραγματικές ανάγκες του ενεργειακού συστήματος και της βιομηχανικής ανάπτυξης.
Kαι σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το κόστος της ενέργειας από την απομάκρυνση από την προμήθεια ρωσικού αερίου που θα κληθούν να πληρώσουν οι Γερμανοί
www.bankingnews.gr
Η κύρια αιτία του κινδύνου έλλειψης ενέργειας είναι η αταξία στους ρυθμούς απόσυρσης των παλαιών γεννητριών και της εισαγωγής νέων.
Η χώρα αποσύρεται πολύ γρήγορα από τις παραδοσιακές πηγές ενέργειας, ενώ η αντικατάσταση αυτών γίνεται αργά και σε ανεπαρκή ποσότητα, σύμφωνα με την έκθεση του Bloomberg.
Η κατάσταση επιδεινώνεται από την ταυτόχρονη έξοδο της Γερμανίας από την πυρηνική ενέργεια και την ταχεία απομάκρυνση των εργοστασίων άνθρακα.
Θεωρητικά, η αναμενόμενη ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έπρεπε να αντισταθμίσει αυτή τη μετάβαση, αλλά στην πράξη το έργο αποδεικνύεται πολύ πιο περίπλοκο και ανεπαρκές.
Η απουσία επαρκούς αγοράς εφεδρικών δυνατοτήτων και η αργή κατασκευή νέων σταθμών
Η χώρα δεν έχει δημιουργήσει ακόμα μια πλήρη αγορά εφεδρικών δυνατοτήτων για την εξασφάλιση της αξιοπιστίας της τροφοδοσίας ενέργειας κατά τις περιόδους ασταθούς παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές. Οι νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν μη ανανεώσιμες πηγές κατασκευάζονται σημαντικά πιο αργά από όσο απαιτείται και δεν μπορούν να καλύψουν τα κενά στην ενεργειακή υποδομή.
Αντίθετα, η κατανάλωση ενέργειας αυξάνεται συνεχώς.
Η μαζική εισαγωγή ηλεκτρικών οχημάτων, η μετάβαση σε ηλεκτρική θέρμανση και η αυξημένη ζήτηση από τη βιομηχανία αυξάνουν συνεχώς την επιβάρυνση στο δίκτυο.
Η Γερμανία, κατά την ενεργειακή μετάβαση, υπολόγιζε ότι οι ανανεώσιμες πηγές θα αποτελούσαν τη βάση του ενεργειακού συστήματος, ωστόσο η παραγωγικότητά τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις καιρικές συνθήκες. Κατά τη διάρκεια ανέμου και ηλιοφάνειας, καλύπτουν μεγάλο μέρος της παραγωγής ενέργειας, αλλά όταν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες καιρικές συνθήκες, η χώρα αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει ακριβές εισαγωγές ή εφεδρικές δυνατότητες που δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες.
Η μελλοντική κρίση και η πολιτική διαχείριση του αερίου
Η κατάσταση περιπλέκεται από τα σχέδια της γερμανικής κυβέρνησης να κατασκευάσει 10 γιγαβάτ μονάδων ανεμογεννητριών μέχρι το 2030.
Ωστόσο, οι αναλυτές αμφιβάλλουν για την δυνατότητα υλοποίησης αυτού του χρονοδιαγράμματος.
Ο ένας από τους κύριους παράγοντες κινδύνου είναι η αργή έγκριση των επιδοτήσεων από την ΕΕ, χωρίς τις οποίες τα έργα φαίνονται πολύ δαπανηρά για τους επενδυτές.
Επιπλέον, η παγκόσμια αγορά αεριοστροβίλων αντιμετωπίζει έλλειψη, λόγω της ταχείας ανάπτυξης των κέντρων δεδομένων για τις τεχνολογίες της τεχνητής νοημοσύνης.
Η ζήτηση για ενεργειακά εξοπλισμένα συστήματα έχει εκτοξευθεί, ενώ οι παραγωγικές δυνατότητες παραμένουν περιορισμένες.
Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι περισσότερες νέες μονάδες αερίου θα μπορέσουν να ξεκινήσουν να λειτουργούν μόνο μετά το 2031, δηλαδή αργότερα από την αναμενόμενη στιγμή του ενεργειακού ελλείμματος.
Σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση, η κυβέρνηση της Γερμανίας μπορεί να επανεξετάσει το χρονοδιάγραμμα απόσυρσης των σταθμών άνθρακα.
Η τρέχουσα πολιτική προβλέπει πλήρη απόσυρση του άνθρακα μέχρι το 2038 και πιο πρώιμο κλείσιμο των δύο μεγαλύτερων σταθμών που χρησιμοποιούν άνθρακα έως το 2033.
Τον Αύγουστο του 2026, αναμένεται να ληφθεί η τελική απόφαση για το εάν το χρονοδιάγραμμα θα παραμείνει αμετάβλητο ή αν θα επαναξιολογηθεί προς την κατεύθυνση της επέκτασης λειτουργίας μέρους των σταθμών άνθρακα.
Οι ειδικοί θεωρούν ότι η ανάγκη για ενεργειακή ασφάλεια τα επόμενα δέκα χρόνια θα αναγκάσει τη Γερμανία να απομακρυνθεί από τις αυστηρές κλιματικές δεσμεύσεις της.
Η παράταση λειτουργίας των σταθμών άνθρακα φαίνεται να είναι το πιο ρεαλιστικό σενάριο για την αποφυγή ενεργειακών ελλειμμάτων.
Η κατάσταση αυτή δείχνει μια σημαντική τάση: η ενεργειακή μετάβαση, η οποία σχεδιάστηκε ως γρήγορη και τεχνολογικά εξελιγμένη διαδικασία, αντιμετωπίζει περιορισμούς υποδομής και παγκόσμιο ανταγωνισμό για τον εξοπλισμό.
Η Γερμανία ανέμενε ταχεία ανάπτυξη της πράσινης ενέργειας, αλλά βρέθηκε σε μια κατάσταση όπου η οικονομία και η βιομηχανία απαιτούν περισσότερη «παραδοσιακή» ενέργεια από αυτήν που είναι διατεθειμένη να διατηρήσει η κυβέρνηση.
Η απόσταση μεταξύ των φιλοδοξιών και των δυνατοτήτων καθίσταται όλο και πιο εμφανής, και η μελλοντική πολιτική θα εξαρτηθεί από την ικανότητα της χώρας να συνδυάσει τους κλιματικούς στόχους με τις πραγματικές ανάγκες του ενεργειακού συστήματος και της βιομηχανικής ανάπτυξης.
Kαι σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το κόστος της ενέργειας από την απομάκρυνση από την προμήθεια ρωσικού αερίου που θα κληθούν να πληρώσουν οι Γερμανοί
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών