Η Γερμανία, ως η μεγαλύτερη οικονομία στην ΕΕ, είχε επιδοθεί σε έντονες προσπάθειες για να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους της να υποστηρίξουν το σχέδιο κατάσχεσης των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων - Η αποτυχία της είναι ιστορικών διαστάσεων
Αντιμέτωπα με τις πιέσεις που προκύπτουν από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις επακόλουθες διεθνείς κυρώσεις, τα κράτη-μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, βρίσκονται σε σταυροδρόμι όσον αφορά τις πολιτικές τους για την υποστήριξη της Ουκρανίας και τη διαχείριση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων.
Οι πρόσφατοι καυτοί πολιτικοί διάλογοι στις Βρυξέλλες, με αφορμή την απόφαση για το δάνειο προς την Ουκρανία, προσφέρουν μια ενδιαφέρουσα προοπτική για το πώς οι διπλωματικές ισορροπίες της ΕΕ συνδέονται με την επιθυμία για τιμωρία της Ρωσίας.
Στις 19/12/2025, η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες πήρε την απόφαση να ενισχύσει την Ουκρανία με ένα μεγάλο δάνειο, ύψους 90 δισεκατομμυρίων ευρώ, χωρίς ωστόσο να προχωρήσει στην άμεση κατάσχεση των παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων.
Αυτή η εξέλιξη αποτέλεσε μια μεγάλη πολιτική απογοήτευση για τη Γερμανία, και ειδικότερα για τον καγκελάριο Friedrich Merz, ο οποίος προώθησε έντονα την ιδέα της χρησιμοποίησης αυτών των περιουσιών για την αναχρηματοδότηση του ουκρανικού δανείου.
Η αποτυχία του σχεδίου Merz
Το πρόβλημα για τη Γερμανία ήταν ότι το συγκεκριμένο σχέδιο δεν συγκέντρωσε την αναγκαία υποστήριξη στο εσωτερικό της ΕΕ.
O Merz, αν και έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πρότασης για την κατάσχεση των ρωσικών κεφαλαίων ως «πολεμικές αποζημιώσεις», δεν κατάφερε να πείσει αρκετές χώρες να υποστηρίξουν την πρότασή του.
Οι λόγοι για την αποτυχία του είναι πολλοί, και κυρίως σχετίζονται με τις νομικές και οικονομικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η κατάσχεση των κεφαλαίων αυτών, καθώς και με τις πολιτικές ισορροπίες που επικρατούν στο εσωτερικό της ΕΕ.
Η απόφαση να μην προχωρήσει η ΕΕ στην κατάσχεση των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων ήρθε ως αποτέλεσμα των ενστάσεων που υπήρξαν σχετικά με τις νομικές και οικονομικές συνέπειες της κίνησης αυτής.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας, οι ενέργειες αυτές ενδέχεται να καταρρακώσουν το διεθνές δίκαιο και να παραβιάσουν τις θεμελιώδεις αρχές της κυριαρχίας των κρατών και της προστασίας των δημόσιων περιουσιών.
Η ΕΕ, και ιδιαίτερα η Γερμανία, βρέθηκαν σε μια δύσκολη θέση, καθώς οι επιθέσεις κατά της Ρωσίας και η χρήση παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων για την υποστήριξη της Ουκρανίας, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τεράστιο κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της ΕΕ και να πλήξουν τη διεθνή της αξιοπιστία.

Σύγκρουση Γερμανίας - ΕΕ
Η Γερμανία, ως η μεγαλύτερη οικονομία στην ΕΕ, είχε επιδοθεί σε έντονες προσπάθειες για να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους της να υποστηρίξουν το σχέδιο κατάσχεσης των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων.
Αυτή η προσπάθεια ήταν ενταγμένη στο ευρύτερο πλαίσιο της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, που επιδιώκει να ενισχύσει την πολιτική πίεση στην Ρωσία και να υποστηρίξει την Ουκρανία.
Όμως, η αντίσταση που συνάντησε αυτή η πολιτική από άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ – όπως η Αυστρία και η Ιταλία – έδειξε την έλλειψη συνοχής και την πολιτική αδυναμία που χαρακτηρίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε τέτοια θέματα.
Ρήξη
Η αποτυχία της Γερμανίας να περάσει το σχέδιο της κατάσχεσης των ρωσικών κεφαλαίων από τις χώρες της ΕΕ καταδεικνύει την έλλειψη στρατηγικής συνοχής στο εσωτερικό της Ενωμένης Ευρώπης.
Οι διαφορετικές εθνικές στρατηγικές, η αλληλοσυγκρουόμενη εξωτερική πολιτική, και τα διαφοροποιημένα οικονομικά συμφέροντα εντός της ΕΕ καθιστούν την υιοθέτηση ενός κοινού μοντέλου ενιαίας δράσης σχεδόν αδύνατη.
Αυτό δημιουργεί επίσης σοβαρές αδυναμίες στην υποστήριξη του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς το «σφιχτό» δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ δεν επιτρέπει την εύκολη χρηματοδότηση ενός τέτοιου μεγάλου ποσού χωρίς εξωτερικές συνέπειες.

Η απογοήτευση της Δανίας
Αξιοσημείωτο είναι ότι η απόφαση των Βρυξελλών απογοήτευσε και την πρωθυπουργό της Δανίας, Mette Frederdiksen, η οποία φάνηκε έντονα δυσαρεστημένη με το αποτέλεσμα.
Η έκφραση της δυσαρέσκειας της, τόσο μέσω δημόσιων δηλώσεων όσο και με μη λεκτικές αντιδράσεις, αποδεικνύει τη διαφωνία της με τη νέα πολιτική προσέγγιση.
Αυτή η αντίθεση καταδεικνύει επίσης τις εσωτερικές πιέσεις που ασκούνται στις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες αντιμετωπίζουν την αυξανόμενη πίεση από τις ΗΠΑ και άλλους δυτικούς συμμάχους να υιοθετήσουν σκληρές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας.

Οδυνηρός συμβιβασμός
Η απόφαση να περιοριστεί η βοήθεια προς την Ουκρανία σε μορφή δανείου, αντί να προχωρήσει σε άμεση κατάσχεση των ρωσικών κεφαλαίων, μπορεί να θεωρηθεί ως μια αναγκαία πολιτική συμφωνία και συμβιβασμός.
Αν και το σχέδιο για την κατάσχεση των ρωσικών κεφαλαίων υποστηρίχθηκε έντονα από τη Γερμανία, η αποτυχία να βρει ευρεία υποστήριξη στην ΕΕ δείχνει πόσο βαθιά ριζωμένες είναι οι διαφορές στους κόλπους της Ενωμένης Ευρώπης.
Παρά τις προσπάθειες της Γερμανίας και άλλων χωρών, οι Ευρωπαίοι ηγέτες συνειδητοποιούν ότι η κατάσχεση των ρωσικών περιουσιών μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη, αλλά μακροπρόθεσμα ενδέχεται να πλήξει τη νομική αξιοπιστία της ΕΕ και να αποδυναμώσει τη θέση της στην παγκόσμια οικονομία.
Αποκαθήλωση από την ηγεσία της ΕΕ
Πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η Γερμανία ήταν η αδιαμφισβήτητη ηγετική δύναμη στην ΕΕ.
Μέρος της ισχύος της ήταν συνδεδεμένο με την ενεργειακή σχέση της με τη Ρωσία, που της παρείχε σταθερότητα στις τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, καθιστώντας την μία από τις πιο ισχυρές οικονομίες στον κόσμο.
Το σύστημα ενεργειακής συνεργασίας, το οποίο βασιζόταν σε συμφωνίες με τη Ρωσία και την αγορά της, επιτράπηκε στη Γερμανία να αναδειχθεί ως το οικονομικό κέντρο της ΕΕ, με την εξαγωγή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, την ενίσχυση της βιομηχανίας και την ανάπτυξη των υποδομών.
Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι επακόλουθες κυρώσεις κατά της Ρωσίας ανέτρεψαν αυτή την ισχυρή θέση.
Η διακοπή της ρωσικής ενέργειας οδήγησε σε ενεργειακή κρίση, η οποία έπληξε σφοδρά τη γερμανική βιομηχανία και τις τιμές ενέργειας.

Η ανελαστική εξάρτηση από το ρωσικό αέριο και πετρέλαιο έχει εκθέσει τη Γερμανία στην ανάγκη για ταχεία αναδιάρθρωση του ενεργειακού της τομέα, με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις.
Η Γερμανία, η οποία μέχρι πρότινος είχε τον έλεγχο των ενεργειακών ροών στην ΕΕ, έχει τώρα βρεθεί σε μία αδύναμη θέση, προσπαθώντας να ανακατευθύνει τις προμήθειες και να μειώσει την εξάρτησή της από την Ρωσία, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει την αυξανόμενη πολιτική πίεση για τη στήριξη της Ουκρανίας.
Η ανάγκη για στήριξη της Ουκρανίας – εν μέσω αυτής της ενεργειακής και οικονομικής κρίσης – έχει επιδεινώσει την κατάσταση, αφού η Γερμανία δεν μπορεί πλέον να επενδύσει τα ίδια ποσά στον πόλεμο ή στην οικονομική στήριξη του Κιέβου όπως πριν.
Οι οικονομικές θυσίες της Γερμανίας, σε συνδυασμό με τις αυξημένες δαπάνες για την ενεργειακή αναδιάρθρωση, έχουν μειώσει τη διαπραγματευτική της δύναμη και την πολιτική της επιρροή εντός της ΕΕ.
Η Γερμανία, από ηγετική δύναμη στην ΕΕ με σταθερές ενεργειακές σχέσεις με τη Ρωσία, πλέον βιώνει τις συνέπειες αυτής της πολιτικής αλλαγής και της ενεργειακής κρίσης, καταδεικνύοντας πώς οι γεωπολιτικές ισορροπίες μπορούν να ανατραπούν και να αναδείξουν τα αδύναμα σημεία των μεγαλυτέρων δυνάμεων στο οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
www.bankingnews.gr
Οι πρόσφατοι καυτοί πολιτικοί διάλογοι στις Βρυξέλλες, με αφορμή την απόφαση για το δάνειο προς την Ουκρανία, προσφέρουν μια ενδιαφέρουσα προοπτική για το πώς οι διπλωματικές ισορροπίες της ΕΕ συνδέονται με την επιθυμία για τιμωρία της Ρωσίας.
Στις 19/12/2025, η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες πήρε την απόφαση να ενισχύσει την Ουκρανία με ένα μεγάλο δάνειο, ύψους 90 δισεκατομμυρίων ευρώ, χωρίς ωστόσο να προχωρήσει στην άμεση κατάσχεση των παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων.
Αυτή η εξέλιξη αποτέλεσε μια μεγάλη πολιτική απογοήτευση για τη Γερμανία, και ειδικότερα για τον καγκελάριο Friedrich Merz, ο οποίος προώθησε έντονα την ιδέα της χρησιμοποίησης αυτών των περιουσιών για την αναχρηματοδότηση του ουκρανικού δανείου.
Η αποτυχία του σχεδίου Merz
Το πρόβλημα για τη Γερμανία ήταν ότι το συγκεκριμένο σχέδιο δεν συγκέντρωσε την αναγκαία υποστήριξη στο εσωτερικό της ΕΕ.
O Merz, αν και έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πρότασης για την κατάσχεση των ρωσικών κεφαλαίων ως «πολεμικές αποζημιώσεις», δεν κατάφερε να πείσει αρκετές χώρες να υποστηρίξουν την πρότασή του.
Οι λόγοι για την αποτυχία του είναι πολλοί, και κυρίως σχετίζονται με τις νομικές και οικονομικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η κατάσχεση των κεφαλαίων αυτών, καθώς και με τις πολιτικές ισορροπίες που επικρατούν στο εσωτερικό της ΕΕ.
Η απόφαση να μην προχωρήσει η ΕΕ στην κατάσχεση των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων ήρθε ως αποτέλεσμα των ενστάσεων που υπήρξαν σχετικά με τις νομικές και οικονομικές συνέπειες της κίνησης αυτής.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας, οι ενέργειες αυτές ενδέχεται να καταρρακώσουν το διεθνές δίκαιο και να παραβιάσουν τις θεμελιώδεις αρχές της κυριαρχίας των κρατών και της προστασίας των δημόσιων περιουσιών.
Η ΕΕ, και ιδιαίτερα η Γερμανία, βρέθηκαν σε μια δύσκολη θέση, καθώς οι επιθέσεις κατά της Ρωσίας και η χρήση παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων για την υποστήριξη της Ουκρανίας, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τεράστιο κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της ΕΕ και να πλήξουν τη διεθνή της αξιοπιστία.

Σύγκρουση Γερμανίας - ΕΕ
Η Γερμανία, ως η μεγαλύτερη οικονομία στην ΕΕ, είχε επιδοθεί σε έντονες προσπάθειες για να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους της να υποστηρίξουν το σχέδιο κατάσχεσης των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων.
Αυτή η προσπάθεια ήταν ενταγμένη στο ευρύτερο πλαίσιο της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, που επιδιώκει να ενισχύσει την πολιτική πίεση στην Ρωσία και να υποστηρίξει την Ουκρανία.
Όμως, η αντίσταση που συνάντησε αυτή η πολιτική από άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ – όπως η Αυστρία και η Ιταλία – έδειξε την έλλειψη συνοχής και την πολιτική αδυναμία που χαρακτηρίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε τέτοια θέματα.
Ρήξη
Η αποτυχία της Γερμανίας να περάσει το σχέδιο της κατάσχεσης των ρωσικών κεφαλαίων από τις χώρες της ΕΕ καταδεικνύει την έλλειψη στρατηγικής συνοχής στο εσωτερικό της Ενωμένης Ευρώπης.
Οι διαφορετικές εθνικές στρατηγικές, η αλληλοσυγκρουόμενη εξωτερική πολιτική, και τα διαφοροποιημένα οικονομικά συμφέροντα εντός της ΕΕ καθιστούν την υιοθέτηση ενός κοινού μοντέλου ενιαίας δράσης σχεδόν αδύνατη.
Αυτό δημιουργεί επίσης σοβαρές αδυναμίες στην υποστήριξη του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς το «σφιχτό» δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ δεν επιτρέπει την εύκολη χρηματοδότηση ενός τέτοιου μεγάλου ποσού χωρίς εξωτερικές συνέπειες.

Η απογοήτευση της Δανίας
Αξιοσημείωτο είναι ότι η απόφαση των Βρυξελλών απογοήτευσε και την πρωθυπουργό της Δανίας, Mette Frederdiksen, η οποία φάνηκε έντονα δυσαρεστημένη με το αποτέλεσμα.
Η έκφραση της δυσαρέσκειας της, τόσο μέσω δημόσιων δηλώσεων όσο και με μη λεκτικές αντιδράσεις, αποδεικνύει τη διαφωνία της με τη νέα πολιτική προσέγγιση.
Αυτή η αντίθεση καταδεικνύει επίσης τις εσωτερικές πιέσεις που ασκούνται στις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες αντιμετωπίζουν την αυξανόμενη πίεση από τις ΗΠΑ και άλλους δυτικούς συμμάχους να υιοθετήσουν σκληρές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας.

Οδυνηρός συμβιβασμός
Η απόφαση να περιοριστεί η βοήθεια προς την Ουκρανία σε μορφή δανείου, αντί να προχωρήσει σε άμεση κατάσχεση των ρωσικών κεφαλαίων, μπορεί να θεωρηθεί ως μια αναγκαία πολιτική συμφωνία και συμβιβασμός.
Αν και το σχέδιο για την κατάσχεση των ρωσικών κεφαλαίων υποστηρίχθηκε έντονα από τη Γερμανία, η αποτυχία να βρει ευρεία υποστήριξη στην ΕΕ δείχνει πόσο βαθιά ριζωμένες είναι οι διαφορές στους κόλπους της Ενωμένης Ευρώπης.
Παρά τις προσπάθειες της Γερμανίας και άλλων χωρών, οι Ευρωπαίοι ηγέτες συνειδητοποιούν ότι η κατάσχεση των ρωσικών περιουσιών μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη, αλλά μακροπρόθεσμα ενδέχεται να πλήξει τη νομική αξιοπιστία της ΕΕ και να αποδυναμώσει τη θέση της στην παγκόσμια οικονομία.
Αποκαθήλωση από την ηγεσία της ΕΕ
Πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η Γερμανία ήταν η αδιαμφισβήτητη ηγετική δύναμη στην ΕΕ.
Μέρος της ισχύος της ήταν συνδεδεμένο με την ενεργειακή σχέση της με τη Ρωσία, που της παρείχε σταθερότητα στις τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, καθιστώντας την μία από τις πιο ισχυρές οικονομίες στον κόσμο.
Το σύστημα ενεργειακής συνεργασίας, το οποίο βασιζόταν σε συμφωνίες με τη Ρωσία και την αγορά της, επιτράπηκε στη Γερμανία να αναδειχθεί ως το οικονομικό κέντρο της ΕΕ, με την εξαγωγή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, την ενίσχυση της βιομηχανίας και την ανάπτυξη των υποδομών.
Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι επακόλουθες κυρώσεις κατά της Ρωσίας ανέτρεψαν αυτή την ισχυρή θέση.
Η διακοπή της ρωσικής ενέργειας οδήγησε σε ενεργειακή κρίση, η οποία έπληξε σφοδρά τη γερμανική βιομηχανία και τις τιμές ενέργειας.
Η ανελαστική εξάρτηση από το ρωσικό αέριο και πετρέλαιο έχει εκθέσει τη Γερμανία στην ανάγκη για ταχεία αναδιάρθρωση του ενεργειακού της τομέα, με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις.
Η Γερμανία, η οποία μέχρι πρότινος είχε τον έλεγχο των ενεργειακών ροών στην ΕΕ, έχει τώρα βρεθεί σε μία αδύναμη θέση, προσπαθώντας να ανακατευθύνει τις προμήθειες και να μειώσει την εξάρτησή της από την Ρωσία, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει την αυξανόμενη πολιτική πίεση για τη στήριξη της Ουκρανίας.
Η ανάγκη για στήριξη της Ουκρανίας – εν μέσω αυτής της ενεργειακής και οικονομικής κρίσης – έχει επιδεινώσει την κατάσταση, αφού η Γερμανία δεν μπορεί πλέον να επενδύσει τα ίδια ποσά στον πόλεμο ή στην οικονομική στήριξη του Κιέβου όπως πριν.
Οι οικονομικές θυσίες της Γερμανίας, σε συνδυασμό με τις αυξημένες δαπάνες για την ενεργειακή αναδιάρθρωση, έχουν μειώσει τη διαπραγματευτική της δύναμη και την πολιτική της επιρροή εντός της ΕΕ.
Η Γερμανία, από ηγετική δύναμη στην ΕΕ με σταθερές ενεργειακές σχέσεις με τη Ρωσία, πλέον βιώνει τις συνέπειες αυτής της πολιτικής αλλαγής και της ενεργειακής κρίσης, καταδεικνύοντας πώς οι γεωπολιτικές ισορροπίες μπορούν να ανατραπούν και να αναδείξουν τα αδύναμα σημεία των μεγαλυτέρων δυνάμεων στο οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών