Τελευταία Νέα
Πολιτική

Ομόφυλα ζευγάρια - Πρόταση νόμου από τον ΣΥΡΙΖΑ, με 16 επιμέρους άρθρα για γάμο και τεκνοθεσία

Ομόφυλα ζευγάρια - Πρόταση νόμου από τον ΣΥΡΙΖΑ, με 16 επιμέρους άρθρα για γάμο και τεκνοθεσία
Την πρόταση νόμου υπογράφει σύσσωμη η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ
Σχετικά Άρθρα
Πρόταση Νόμου για τα ομόφυλα ζευγάρια και την τεκνοθεσία κατέθεσε στη Βουλή σύσσωμη η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία.
Η πρόταση αποτελείται από 16 επιμέρους άρθρα και έχει τίτλο: «Άρση Διακρίσεων Λόγω Φύλου στο Οικογενειακό Δίκαιο, Κατοχύρωση Δικαιώματος Γάμου για όλα τα Πρόσωπα και Αναγκαίες Προσαρμογές της Νομοθεσίας».

Αιτιολογική έκθεση

Στην Αιτιολογική Έκθεση της Πρόταση Νόμου της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ επισημαίνεται:
«Τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+, όπως υπενθυμίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με το Ψήφισμα της 14ης Σεπτεμβρίου 2021 (2021/2679/(RSP)), είναι ανθρώπινα δικαιώματα. Με δεδομένη την τρέχουσα τάση αντιμετώπισής τους με τρόπο που να αντιστοιχεί σε αυτήν τη διαπίστωση, η ΕΕ έχει διαμορφώσει ήδη μια ειδική στρατηγική για την ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+ για την περίοδο 2020-2025 την οποία αντιλαμβάνεται ως όχημα μετατροπής της ίδιας σε μια πραγματική «Ένωση ισότητας».
Τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ είναι, λοιπόν, ανάγκη να τεθούν ως πρόταγμα και πραγματικό πολιτικό πρόγραμμα για τις δημοκρατικές, τις κοινωνικά φιλελεύθερες και προοδευτικές δυνάμεις και στην Ελλάδα, όπως στην Ευρώπη.
Ήδη, κατά την περίοδο 2015 - 2019 στην Ελλάδα έλαβαν χώρα μια σειρά από μείζονος χαρακτήρα παρεμβάσεις, οι οποίες όμως μόνο ως πρώτο βήμα μπορούν να γίνουν σήμερα αντιληπτές και θα πρέπει, μετά από περισσότερο από 3 χρόνια αδράνειας στην επέκταση των δικαιωμάτων των συγκεκριμένων πολιτών, να συνεχιστούν.
Το σύμφωνο συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια, ακριβώς όπως προβλεπόταν και για τα ετερόφυλα ζευγάρια, (ν. 4356/2015), η νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου (ν. 4491/2017), το δικαίωμα αναδοχής τέκνων από ομόφυλα ζευγάρια (ν. 4538/2018) αποτέλεσαν ορισμένες από τις πιο χαρακτηριστικές δημόσιες πολιτικές παρεμβάσεις νομοθετικού χαρακτήρα που έδειξαν ότι στην Ελλάδα μπορεί να εμπεδώνεται ένα πρόγραμμα φιλελευθεροποίησης και επέκτασης μιας νέας γενιάς δικαιωμάτων, με ορίζοντα την συμπεριληπτική νομοθέτηση, την όλο και μεγαλύτερη ορατότητα και εντέλει, μέσω της παιδαγωγικής λειτουργίας των νόμων, την καλλιέργεια της κοινωνικής αποδοχής και της αλληλεγγύης και της αντιμετώπισης των διακρίσεων και των προκαταλήψεων γύρω από τα ζητήματα του φύλου.
Σήμερα, επιβάλλεται άμεσα η πρόοδος στον τομέα των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+ όσον αφορά ιδίως τον γάμο και τη δυνατότητα απόλαυσης όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτόν, με τρόπο ισότιμο σε σχέση με τα ετερόφυλα ζευγάρια (τεκνοθεσία, ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή κ.α.). Στον στόχο αυτόν αποβλέπει η παρούσα πρόταση νόμου, εισάγοντας μεταρρυθμίσεις στα παραπάνω, αλλά και σε άλλα ενδιαφέροντα πεδία, που μια μελλοντική προοδευτική διακυβέρνηση, έχοντας πλήρη δυνατότητα να εφαρμόσει ειδική ατζέντα για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+, θα πρέπει ακόλουθα να επεξεργαστεί περαιτέρω, να συστηματοποιήσει και εμπεδώσει.
Ειδικότερα, ο γάμος συνιστά μια ιδιόρρυθμη συμβατική σχέση, δηλαδή μια κοινωνία βίου, που έχει κατά κύριο λόγο ιδιωτικό χαρακτήρα, αλλά ενδιαφέρει παράλληλα και το κράτος, του οποίου, όμως, η παρέμβαση εξαντλείται στην προστασία της (βλ. έτσι σε Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τομ. 1, 2021, σελ. 56). Στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται βασικά ως ένα κλασικό ατομικό δικαίωμα του πολίτη για την προστασία της ιδιωτικής του ζωής μέσα στον γάμο και στην οικογένεια, και παράλληλα 1 προβλέπεται η κρατική προστασία του ως θεσμού, («εγγύηση θεσμού»), όπως αυτός εκάστοτε γίνεται αντιληπτός στο πεδίο των ιδιωτικών σχέσεων, που ρυθμίζονται από το οικογενειακό δίκαιο (βλ. Αθ. Κοτζάμπαση, σε Σύνταγμα, Κατ' άρθρο ερμηνεία, επιμ. Φ. Σπυρόπουλος/ Ξ. Κοντιάδης/ Χ. Ανθόπουλος/ Γ. Γεραπετρίτης, 2017, σελ. 528).
Διαχρονικά, κατά την εξέλιξη του θεσμού του γάμου, προβλέφθηκαν από το νομοθέτη διάφορες θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις (κωλύματα) για τη σύναψή του με έγκυρο τρόπο, οι οποίες αποτέλεσαν τον θεωρούμενο σε κάθε εποχή θεμιτό περιορισμό της ελευθερίας της σύναψης γάμου, όπως αυτή πηγάζει από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου. Αν θεωρηθεί, όμως, ιδίως η διάσταση του γάμου ως ατομικού δικαιώματος, τότε περιορισμοί όπως ο σχετικός με το φύλο συνεπάγονται ότι μια κρίσιμη μάζα πολιτών, τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, δεν μπορούν να απολαύσουν ούτε κατ' ελάχιστον αυτό το δικαίωμα, συμμετέχοντας σε γάμο με τον τρόπο και το πρόσωπο που τα ίδια θα επέλεγαν, δηλ. υφίστανται μια παραβίαση που πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματός τους και οδηγεί εντέλει στην πλήρη αποστέρησή του.
Μάλιστα, όσον αφορά την προϋπόθεση το φύλο των μερών ενός γάμου να είναι διαφορετικό, δεν υφίσταται σχετική υποχρεωτική διατύπωση στο ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 21 παρ. 1, ούτε και στις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, επιτρέποντας ευχερώς την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη των σύγχρονων εξελίξεων που αφορούν το ζήτημα αυτό, χωρίς περιορισμούς ως προς το φύλο και τα χαρακτηριστικά φύλου.
Στην πράξη η σχετική προϋπόθεση εφαρμόζεται έως σήμερα συναγόμενη ερμηνευτικά με επιχείρημα «από την ίδια τη φύση του γάμου». Είναι φανερό ότι οι αξιολογήσεις που χαρακτηρίζουν μια επιλογή ως τη συναγόμενη «από τη φύση ενός πράγματος» δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές σε μια φιλελεύθερη κοινωνία αφού αποκρύπτουν τη διαδικασία φυσικοποίησης και εντέλει την επιβολή με μονολιθικό τρόπο μιας συγκεκριμένης αντίληψης έναντι άλλων.
Σε κάθε περίπτωση, η «φύση του πράγματος» σε σχέση με τις ιδιωτικές σχέσεις σήμερα, μεταξύ αυτών και σε σχέση με τον γάμο, έχει αλλάξει και δεν συνίσταται στην ύπαρξη διαφορετικού φύλου, αλλά υπό τη σύγχρονη, εξελιγμένη θεώρηση συνίσταται στην ελεύθερη, συναινετική δημιουργία μιας κοινότητας αγάπης και αλληλεγγύης μεταξύ των προσώπων, η οποία βιώνεται, ανεξάρτητα από το φύλο ή τα χαρακτηριστικά φύλου αυτών. Εξ ου και κοινωνικά πληθαίνει η εμφάνιση σχέσεων ελεύθερης συμβίωσης, ενώ θεσμικά υφίστανται ήδη θεσμοί με λειτουργία αντίστοιχη με αυτή του γάμου (όπως το σύμφωνο συμβίωσης, ν. 4356/2015), που υποδέχονται τη δυναμική των νεότερων αντιλήψεων σύμφωνα με τις οποίες η ετερότητα φύλου των μερών δεν πρέπει να θεωρείται ως αυτονόητη προϋπόθεση στις διαπροσωπικές και οικογενειακές βιοτικές σχέσεις.
Εξάλλου, ο γάμος μεταξύ ζευγαριών του ίδιου φύλου αναγνωρίζεται ήδη σε 14 χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Αυστρία, Ολλανδία, Βέλγιο, Γερμανία, Μάλτα, Ιρλανδία, Φιλανδία, Γαλλία, Δανία, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Σουηδία και Πορτογαλία, Σλοβενία) και σε 18 χώρες μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης (πέραν των παραπάνω και Ηνωμένο Βασίλειο, Ελβετία, Νορβηγία, Ισλανδία). Επίσης, η από κοινού τεκνοθεσία από ζευγάρια ιδίου φύλου συναντάται σε αρκετές ευρωπαϊκές (Ανδόρα, Αυστρία, Βέλγιο, Κροατία, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ισλανδία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ολλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλία, Ισπανία, Σλοβενία, Σουηδία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο), όπως, άλλωστε, στις ίδιες περίπου χώρες προβλέπονται διαδικασίες ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής για ΛΟΑΤΚΙ+ ζευγάρια. Άλλωστε, τα ζητήματα οικογενειακού δικαίου μπορεί να ρυθμίζονται από τα κράτη μέλη, όμως, στα περιθώρια εφαρμογής του ευρωενωσιακού δικαίου, υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που στηριγμένη αντίστοιχα στη Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει παραγάγει σημαντικές επεκτάσεις και συμπεριλήψεις των ομόφυλων ζευγαριών σε αντίστοιχα δικαιώματα. Κατ' αρχάς, με τις E.B. v. France, 2008, και Christine Goodwin v. The UK, 2002, κρίθηκε, ότι η ΕΣΔΑ συνιστά ένα ζωντανό εργαλείο το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως των σημερινών συνθηκών κάτι που ως αντίληψη μας απομακρύνει από την επιχειρηματολογία «από τη φύση του πράγματος» και από την χρήση βιολογικών κριτηρίων ως καθοριστικών σε σχέση με τον προσδιορισμό ζητημάτων συναφών με το φύλο, οδηγώντας σε μια νέα μεθοδολογία που συνίσταται στη μη προσκόλληση στη στενή γραμματική ερμηνεία ως προς νομικά κείμενα που διατυπώθηκαν πριν από πολλές δεκαετίες. Ιδίως, με την Christine Goodwin v. The UK κρίθηκε χαρακτηριστικά ότι παρότι ο θεσμός του γάμου ρυθμίζεται από το εθνικό δίκαιο των κρατών, οι περιορισμοί που εισάγονται σχετικά δεν θα πρέπει να οδηγούν σε περιορισμό ή απομείωση του δικαιώματος με τρόπο ή σε έκταση που πλήττεται ο πυρήνας του. Κριτήριο, που είναι χρήσιμο σήμερα για την επέκταση του δικαιώματος του γάμου σε όλα τα πρόσωπα, αφού περιορισμοί σχετικοί με το φύλο θα οδηγούσαν μια συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών σε αποστέρησή του καθ' ολοκληρία. Με την απόφαση ΕΔΔΑ Oliari and Others v. Italy, 2015, κρίθηκε ότι ανάλογα και με τις κοινωνικές εξελίξεις και τάσεις σε διεθνές επίπεδο τα κράτη μέλη έχουν θετική υποχρέωση να εισαγάγουν μέτρα που εξασφαλίζουν το σεβασμό στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή ακόμη και στη σφαίρα των σχέσεων των ατόμων μεταξύ τους καθώς και ότι τα κράτη μέλη που δεν προχωρούν σε τέτοια μπορεί έτσι να υπερβαίνουν το σχετικό περιθώριο διακριτικής ευχέρειας που έχουν. Σημαντικές ήταν περαιτέρω αποφάσεις όπως η απόφαση του ΕΔΔΑ, Taddeucci and McCall v. Italy, 2016, σύμφωνα με την οποία οι σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου αντιμετωπίζονται -εν προκειμένω στο πλαίσιο του μεταναστευτικού δικαίου- ως οικογενειακές σχέσεις, καθώς και, προγενέστερα, η Schalk and Kopf v. Austria, 2010, παρ. 61- 63, με την οποία είχε κριθεί ότι το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ, όπου ανευρίσκεται περιοριστική λεκτική διατύπωση σε σχέση με το γάμο, θα έπρεπε να αναγνωσθεί παράλληλα με το άρθρο 9 της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, κάνοντας το δικαστήριο να μην θεωρεί πλέον ότι το δικαίωμα στο γάμο περιορίζεται σε κάθε περίπτωση μεταξύ δυο προσώπων διαφορετικού φύλου. Τα παραπάνω δείχνουν την ύπαρξη όλο και διευρυνόμενης συναίνεσης (consensus) στον ευρωπαϊκό χώρο σε σχέση με αξιολογήσεις που αφορούν θεσμούς οικογενειακού δικαίου και ζητήματα των διαπροσωπικών σχέσεων που εμπίπτουν σε σχέσεις που ρυθμίζονται από το οικογενειακό δίκαιο. Η περαιτέρω προώθηση πολιτικών συμπερίληψης θα λειτουργήσει και ως τρόπος υπέρβασης των προκαταλήψεων και των διακρίσεων. Στην ετήσια κατάταξη 49 ευρωπαϊκών χωρών που διενεργεί η ILGA-Europe για το βαθμό σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πλήρους ισότητας στο πεδίο που αφορά τα δικαιώματα των LGQBT+, με κριτήριο τη νομοθεσία τους και τις πολιτικές που ασκούνται σε αυτές, η Ελλάδα καταλαμβάνει σήμερα την 13η θέση στις 27 χώρες της ΕΕ και την 17η στο σύνολο των 49 ερευνώμενων χωρών, με σκορ μόλις επάνω από τη βάση, στο 58% (βλ. https://www.rainbow-europe.org/countryranking# ). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στα ζητήματα παραβιάσεων κατά των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+ προσώπων επανέρχονται στο προσκήνιο συνέχεια χώρες, όπως η Ρωσία, η Τουρκία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, οι οποίες συχνά υποπίπτουν σε παραβιάσεις αρχών που διέπουν τις σύγχρονες φιλελεύθερες και δημοκρατικές κοινωνίες. Η Ελλάδα, λοιπόν, οφείλει να αναλάβει κάθε πρωτοβουλία για να ανέβει όσο ψηλότερα μπορεί στις διεθνείς μετρήσεις για την εξασφάλιση της ισότητας στο πεδίο των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης