Τελευταία Νέα
Απόψεις - Άρθρα

Σιδηρούν Παραπέτασμα 2.0: Στον πολυπολικό κόσμο δεν χωρούν ψυχροπολεμικές λύσεις

Σιδηρούν Παραπέτασμα 2.0: Στον πολυπολικό κόσμο δεν χωρούν ψυχροπολεμικές λύσεις

Του Νικόλαου Φωτόπουλου, Μέλος του Ελληνικoύ Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)

Η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας δεν είναι βιώσιμη χωρίς τη Ρωσία.
Η διατήρηση του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής απαιτεί Realpolitik και Ostpolitik: αυτόνομη στρατηγική ανατολικού βάθους, όχι τυχοδιωκτικές σταυροφορίες που θα μας βυθίσουν σε νέα οικονομική, κοινωνική και στρατηγική κρίση.
Κάθε ελληνική συμφωνία για κυρώσεις στη Ρωσία οφείλει να συνυπολογίζει τα αντίποινα, να απαιτεί την κάλυψη των ζημιών και να εξαρτάται από ευρωπαϊκές κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας.
Σήμερα κλείνει o ιστορικός κύκλος που είχε ανοίξει με τον διαμελισμό της ΕΣΣΔ και τους βομβαρδισμούς στη  Γιουγκοσλαβία.
Τέλειωσε οριστικά η επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς η οποία, σύμφωνα με τους ίδιους τους αρχιτέκτονες του κυρίαρχου δυτικού δόγματος της ανάσχεσης (containment), όπως ο Kennan, αποτέλεσε το μεγαλύτερο στρατηγικό λάθος της Δύσης μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Στο μέλλον, όχι άμεσα, θα πιεστούν εκ των πραγμάτων και οι χώρες της Βαλτικής να εγκαταλείψουν τον ρόλο προκεχωρημένου φυλακίου του ΝΑΤΟ. Όχι ασφαλώς με στρατιωτικές επιχειρήσεις, αλλά με τη δοκιμασμένη μέθοδο, που πρώτοι καθιέρωσαν οι δυτικοί : την εργαλειοποίηση των ρωσικών κοινοτήτων για την άσκηση πίεσης προς ουδετεροποίηση και αφοπλισμό. Μια ορισμένη αντίληψη για τα θέματα άμυνας και ασφάλειας, η οποία διατηρήθηκε και μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, εξάντλησε τα όριά της στον νέο πολυπολικό κόσμο. Μεγάλη χαμένη της υπόθεσης η ΕΕ, που αδυνατεί να διαδραματίσει αυτόνομο στρατηγικό ρόλο εντός της Δύσης, και ιδιαίτερα η Γερμανία, για την οποία ξημερώνει περίοδος οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Την περασμένη δεκαετία, η Γερμανία κατόρθωσε να μετακυλίσει την οικονομική κρίση στον ευρωπαϊκό Νότο, μένοντας σχετικά ανέγγιχτη. Διέθετε, συγχρόνως, τον ρεαλισμό να χτίσει ένα modus vivendi με τη Μόσχα που της εξασφάλιζε στρατηγικό βάθος και άφθονο φυσικό αέριο. Ωστόσο, υπό την πολύπλευρη, «βαθιά» πίεση του υπερατλαντικού «κράτους - φίλου» επί Προεδρίας Ομπάμα, το ευνοϊκό για εκείνην status quo άρχισε σταδιακά να ανατρέπεται. Η διολίσθηση στον ακραίο αντιρωσισμό οδήγησε στην ανοιχτή πολιτική παρέμβαση, από κοινού με τις ΗΠΑ, για τη βίαιη αντικατάσταση του φιλορώσου Γιανουκόβιτς, στην εγκατάσταση ακροδεξιών και νεοναζιστών στο Κίεβο («Σβόμποντα», Δεξιός Τομέας) με το πραξικόπημα Μαϊντάν το 2014 και στην ενθάρρυνση αρχικά του Ποροσένκο και, ύστερα, του Ζελένσκι να μην εφαρμόζουν τις συμφωνίες του Μινσκ (Τάγμα Αζόφ, παραστρατιωτικές ομάδες στις νότιες και ανατολικές επαρχίες). Τώρα, η ριζική αυτή αλλαγή στάσης της Γερμανίας έναντι της Ρωσίας, είναι πολύ πιθανό να πλήξει και την ίδια.
Τα λόγια της υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας («είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε το τίμημα της ελευθερίας») στην πράξη σημαίνουν σκληρές μέρες οικονομικών μέτρων και κοινωνικών συγκρούσεων στο εσωτερικό της, δίχως να εξετάζεται τι μπορεί να σημαίνουν ξανά για τον ευρωπαϊκό Νότο. Είναι, άραγε, ο γερμανικός λαός έτοιμος να βιώσει την ελληνική εμπειρία της περασμένης δεκαετίας, ακολουθώντας τις προτροπές της κυρίας Μπέρμποκ, η οποία εζήλωσε δόξα Γιόσκα Φίσερ;
Ο καγκελάριος Σολτς, ρεαλιστής μέχρι πρότινος, τελικά διέβη τον Ρουβίκωνα. Λύγισεσε ένα γενικότερο κλίμα το οποίο θα βλάψει, πριν απ’ όλα, την ίδια τη χώρα του. Σε μια ιστορική ομιλία του στη γερμανική Βουλή, εγκατέλειψε όλες τις μεταπολεμικές σταθερές της γερμανικής πολιτικής, συρόμενος πίσω από τις πιο ψυχροπολεμικές πτέρυγες του αμερικανικού κατεστημένου και χάνοντας κάθε σχετική αυτονομία στο διεθνές σύστημα.  Επιστέγασμά της ένα γιγαντιαίο εθνικό πρόγραμμα στρατιωτικών εξοπλισμών, ένα διαρκές «πρόγραμμα του αιώνα».
Η Ευρώπη έχει πληρώσει πολύ ακριβά τα γεράκια, «πράσινα» ή άλλα. Τα έχει πληρώσει με απώλεια αυτονομίας, στρατηγική ανυπαρξία και πλήρη αδυναμία ενεργητικής προσαρμογής στις σύγχρονες συνθήκες.
Η ματαίωση της διαδικασίας πολιτικής ενοποίησης των 15 κρατών στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μάς ακολουθεί μέχρι σήμερα. Επικράτησε η λογική της «χαλαρής», μαζικής διεύρυνσης με τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, κίνηση υπέρ των στενών συμφερόντων μιας ομάδας κρατών του Βορρά καθώς και των ΗΠΑ, σε βάρος της προοπτικής του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Υπήρχε η μακαριότητα της αυταπάτης ότι αρκεί η ήπια ισχύς για να διευθετούνται στο διηνεκές οι ευρωπαϊκές υποθέσεις. Τώρα, όμως, το τεράστιο γερμανικό πρόγραμμα εξοπλισμών απειλεί με οριστικό ενταφιασμό την ευρωπαϊκή ιδέα. Η προοπτική της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας απομακρύνεται και δίνει τη θέση της στην πραγματικότητα της σημαντικής ενίσχυσης των εθνικών ΝΑΤΟϊκών στρατών. Το βάθεμα της ΝΑΤΟποίησης της Ευρώπης, με καταλύτη το Ουκρανικό, συνιστά στρατηγική νίκη των ατλαντιστών επί των ευρωπαϊστών στην ήπειρό μας.

Πολυεπίπεδη κρίση

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια συνολική, πολυεπίπεδη κρίση της Δύσης, η οποία λαμβάνει διάφορες μορφές εδώ και 15 χρόνια : οικονομική-τραπεζική, υγειονομική-πανδημική, ενεργειακή, γεωπολιτική. H Δύση αδυνατεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις επάλληλες κρίσεις, υποχωρεί διαρκώς στον ανταγωνισμό με την Ανατολή και οι λαοί της υφίστανται τις συνέπειες.
Οι κανόνες της παγκοσμιοποίησης που οι ίδιες οι ΗΠΑ εισήγαγαν και επέβαλαν, τώρα στρέφονται εναντίον της και υπέρ της Κίνας. Η νέα κανονικότητα των τελευταίων δεκαετιών απειλεί να τις εκθρονίσει από την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία και, γι’ αυτό, επιχειρούν να την ανατρέψουν με μέτρα προστατευτισμού, με πυροδότηση εντάσεων και με όξυνση υπαρκτών (και, ως έναν βαθμό, αναπόφευκτων) κρίσεων σε ολόκληρο τον δυτικό (και όχι μόνο) κόσμο. Στο διαρκές ερώτημα, εάν θα παραδώσουν ειρηνικά την παγκόσμια σκυτάλη της ηγεμονίας (όπως η Βρετανική Αυτοκρατορία στις ίδιες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), οι ΗΠΑ απαντούν στην πράξη αρνητικά. Επιλέγουν την οδό των διαδοχικών «δημιουργικών καταστροφών», ούτως ώστε να επιβάλουν την ισοπέδωση και την ένωση ολόκληρου του δυτικού κόσμου υπό την ηγεσία τους, σε συνθήκες μιας ριζικής επανεκκίνησης και ελεγχόμενης από τις ίδιες ανοικοδόμησης. Άλλωστε, ακόμα και η ειρηνική μετάβαση από την Βρετανική Αυτοκρατορία στο συμμαχικό κράτος των ΗΠΑ, πραγματοποιήθηκε ύστερα από δύο παγκόσμιους πολέμους. Η αναγκαιότητα μιας ιστορικής μετάβασης προκύπτει μόνον από την εκδήλωση έντονων κρίσεων, τις οποίες η εκάστοτε καθεστηκυία τάξη πραγμάτων αδυνατεί να ενσωματώσει και να διαχειριστεί. Δίχως μη διαχειρίσιμες κρίσεις, δεν υπάρχει λόγος ανατροπής του υπάρχοντος.
Παρόμοια (επιτυχημένη τότε) στρατηγική είχαν επιλέξει οι ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970, σε συνθήκες πετρελαϊκής κρίσης και ανόδου της ΕΣΣΔ σε στρατιωτικό και διαστημικό επίπεδο. Ωστόσο, οι συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές. Η Κίνα δεν ήταν ο μεγάλος ανταγωνιστής, όπως σήμερα, αλλά ο εταίρος (στρατηγική Νίξον) στην πολιτική σοβιετικού εγκλωβισμού. Και η Ευρώπη δεν ήταν πιεσμένη από διαδοχικές οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις, όπως σήμερα, αλλά ελκυστικό μοντέλο κοινωνικής συνοχής, το οποίο η Δύση χρησιμοποιούσε ως «πολιορκητικό κριό» για τους λαούς του ανατολικού συνασπισμού.
Η Ρωσία αποτελεί παράγοντα - κλειδί για τους σημερινούς παγκόσμιους συσχετισμούς (η αναδυόμενη Ινδία θα κρίνει οριστικά την έκβαση των αυριανών εξελίξεων στον αιώνα μας). Γι’ αυτό οι ΗΠΑ επιχειρούν τον έλεγχό της. Σχεδόν πάντα με τον λάθος τρόπο και με εργαλεία του Ψυχρού Πολέμου. Με την περικύκλωση, τον εγκλωβισμό, την απειλή και την εγκατάσταση πυραυλικών συστημάτων και πυρηνικών κοντά στο έδαφός της. Αδυνατώντας να συμβιβαστούν με τον νέο διεθνή ρόλο της Μόσχας. Με την αντιμετώπιση του καθεστώτος Πούτιν με εργαλεία μακαρθισμού, τα οποία πετυχαίνουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο : αντί να αποσταθεροποιούν τον αυταρχικό δεσπότη του Κρεμλίνου, τελικά συσπειρώνουν γύρω του τον ρωσικό λαό που νιώθει την εξωτερική απειλή.
Όσο και αν ο λαός δοκιμάζεται στην σημερινή Ρωσία, δεν ξεχνά τη δεκαετία του 1990 της διάλυσης, της ακραίας φτώχειας, της μείωσης του προσδόκιμου ζωής, της υποταγής της χώρας σε ξένες δυνάμεις, της ακραίας ανυποληψίας. Η Δύση δεν αντιλαμβάνεται πόσο βαθιά έχει επιδράσει στην συνείδηση του ρωσικού λαού η δική της ωμή παρέμβαση στη Ρωσία του Γιέλτσιν μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Η υπερεικοσαετής κυριαρχία του καθεστώτος Πούτιν είναι προϊόν της εφιαλτικής δεκαετίας του 1990. Ανάμεσα στο καθεστώς και στις εξωτερικές παρεμβάσεις των δυτικών, ο ρωσικός λαός δεν έχει κανένα δίλημμα. Στις δε πολεμικές συνθήκες, όπως και σε συνθήκες σκληρών διεθνών οικονομικών κυρώσεων και αποκλεισμών, οι λαοί στοιχίζονται, σχεδόν πάντα, πίσω από την ηγεσία τους. Επίσης, η ελίτ της εποχής Πούτιν (Ρώσοι ολιγάρχες, ανώτεροι κρατικοί αξιωματούχοι) είναι άρρηκτα συνδεδεμένη μαζί του, με κοινή μοίρα, πολύ δε περισσότερο τώρα, με την επιβολή των κυρώσεων.
Οι ρωσικές δυνατότητες «ανατολικής» διαφυγής από τον κλοιό των δυτικών κυρώσεων, παρά τις σοβαρές παρούσες και μελλοντικές ζημιές, είναι σημαντικές, δεδομένης της πολυεπίπεδης και (κατά τον Πούτιν) «δίχως όρια» σύμπραξης με την Κίνα και την Ινδία. Δεν πρέπει, επίσης, να υποτιμάται ο αντίκτυπος των ρωσικών αντιμέτρων που θα πλήξουν, πρώτα και κύρια, την Ευρώπη και, ιδίως, τις πιο ευάλωτες χώρες της (προστατευτικά μέτρα για το φυσικό αέριο, τα λιπάσματα και τα σιτηρά). Πέρα από δυτικά ευχολόγια και τις συνήθεις αναλύσεις πολιτικής σκοπιμότητας που καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του ελληνικού Τύπου, είναι αναγκαίο να αναλογιστούμε την αλληλεξάρτηση των διεθνών δρώντων και την πολυπλοκότητα του τοπίου, ούτως ώστε να οχυρώσουμε τη χώρα μας έναντι των κινδύνων και των εν γένει συνεπειών.
Η μεγαλύτερη πετρελαϊκή εταιρεία της Ευρώπης, η Shell, μετά τη διολίσθηση της μετοχής που προκλήθηκε από την απόφασή της να αποχωρήσει από την κοινοπραξία της με τη Gazprom και τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2, επέλεξε την συνέχιση της τροφοδοσίας της με ρωσικό αργό πετρέλαιο Urals, αναγνωρίζοντας τον κεντρικό ρόλο της Ρωσίας στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Παραδέχτηκε δε, στην σχετική ανακοίνωσή της (στις 5/3/2022) ότι δεν είχε άλλη επιλογή, διαφορετικά δεν θα βρισκόταν σε θέση να εγγυηθεί την αδιάλειπτη παροχή αργού πετρελαίου στα διυλιστήρια και η ενεργειακή βιομηχανία δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει σταθερό εφοδιασμό βασικών αγαθών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σε αντίστοιχη κατεύθυνση, ο καγκελάριος Σολτς τάχθηκε εναντίον των κυρώσεων στις εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία και αναγνώρισε ότι ο ενεργειακός εφοδιασμός της Ευρώπης δεν μπορεί να διασφαλιστεί με διαφορετικό τρόπο.
Σε όσα υποστηρίζονται σήμερα από πολλούς, ορθά μεν αλλά όψιμα, για την ειρήνη, τη δημοκρατία, την εδαφική ακεραιότητα, το Διεθνές Δίκαιο, την καταδίκη των αναθεωρητισμών, πρέπει να γίνει ένας απαραίτητος «έλεγχος Γιουγκοσλαβίας». Ποιά στάση τήρησαν στην αρχή αυτού του ιστορικού κύκλου, τότε που, για να αλλάξει ο παγκόσμιος γεωπολιτικός χάρτης, επί μια δεκαετία διαμελιζόταν, κομμάτι - κομμάτι, και βομβαρδιζόταν μια μεγάλη, ανοιχτή, πολυπολιτισμική χώρα της γειτονιάς μας; Όσοι δεν ξέχασαν ποτέ το παγκόσμιο έγκλημα στη Γιουγκοσλαβία, δικαιούνται  τώρα να καταδικάζουν και να καταγγέλλουν, ευθέως και απερίφραστα, τον πόλεμο, τον μιλιταρισμό, τον κυνισμό, τη βαρβαρότητα και την ωμότητα του Πούτιν σε βάρος της Ουκρανίας. Όχι τόσο για λόγους αρχών και αξιοπιστίας (που διακρίνουν τις αυθεντικές ανησυχίες από τη μεροληψία και την προπαγάνδα) αλλά, κυρίως, για λόγους ερμηνευτικούς του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Το Ουκρανικό είναι η άλλη όψη του Γιουγκοσλαβικού και, για τον λόγο αυτό, τα δύο ζητήματα είναι αδύνατον να εξεταστούν χωριστά. Όσοι, όμως, το 1999 έλεγαν «ούτε με το ΝΑΤΟ, ούτε με τον Μιλόσεβιτς», αν δεν επικροτούσαν  κιόλας τη ΝΑΤΟϊκή εισβολή στο Βελιγράδι, όσοι δηλαδή, στην καλύτερη περίπτωση, τηρούσαν ίσες αποστάσεις, την ώρα που στο Βελιγράδι βομβαρδίζονταν σχολεία, νοσοκομεία, γέφυρες, πρεσβείες, τηλεοπτικοί σταθμοί, σκοτώνονταν παιδιά και ισοπεδωνόταν με απεμπλουτισμένο ουράνιο μια μεγάλη γειτονική χώρα, οφείλουν να κάνουν την αυτοκριτική τους.
Οι αναφορές ότι «ο Πούτιν ξανάφερε τον πόλεμο στην Ευρώπη για πρώτη φορά μετά το 1945» προκαλούν θυμηδία, ειδικά όταν εκστομίζονται από ελληνικά επίσημα χείλη που ξεχνούν ότι η εναρκτήρια πράξη της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας ήταν η τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο το 1974. Επίσης, στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του ‘90 παραβιάστηκαν κατάφωρα θεμελιώδεις αρχές και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Καθιερώθηκε μια συγκεκριμένη ερμηνεία της αρχής της αυτοδιάθεσης, διαλυτική για την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα, και επιβλήθηκαν οι κανόνες της ανθρωπιστικής επέμβασης, τους οποίους ο Πούτιν επικαλείται σήμερα για να «νομιμοποιήσει» την εισβολή («ειδικές στρατιωτικές επιχειρήσεις») στην Ουκρανία. Συνεπώς, το σοκ ορισμένων για τον πόλεμο στην Ευρώπη είναι αρκετά ετεροχρονισμένο : άργησε 3 δεκαετίες να εκδηλωθεί.
Η ορθή και συνεπής στάση είναι η εναντίωση στον πόλεμο, από όπου και αν αυτός προέρχεται. Δεν υπάρχει «καλός» πόλεμος. Ο πόλεμος, ως συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, στο Βελιγράδι και στο Κίεβο, παντού και πάντα, αφήνει πίσω του νεκρούς, ξεκληρισμένες οικογένειες, προσφυγιά, συντρίμμια και ερείπια. Η αντιπολεμική στάση δεν μπορεί να είναι επιλεκτική.

Δεν εφαρμόστηκαν οι Συμφωνίες του Μινσκ

Πρέπει να σημειωθεί με έμφαση ότι οι Συμφωνίες του Μινσκ (Μινσκ Ι : Σεπτέμβριος 2014 και, ιδίως, Μινσκ ΙΙ : Φεβρουάριος 2015) δεν εφαρμόστηκαν. Επί 8 έτη συνεχίζεται ο εμφύλιος πόλεμος στο εσωτερικό της Ουκρανίας, με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης του Κιέβου. Αυτό που βλέπουμε τώρα στην Ουκρανία με την εισβολή του Πούτιν, δεν είναι παρά η κορύφωση και η τελική πράξη του δράματος ενός πολυετούς powergame πέρα από κάθε κανόνα. Προφανώς, στις άναρχες συνθήκες, στο τέλος επικρατεί η βία του ισχυρότερου και υποφέρουν οι λαοί. Η κυβέρνηση της Ουκρανίας λάμβανε διαρκώς κάλπικες υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις από τη Δύση ότι μπορεί να ενεργεί πέραν και εκτός του Διεθνούς Δικαίου δίχως συνέπειες. Συνεπώς, απαιτείται εν προκειμένω και ένας «έλεγχος Μινσκ» : όσοι σήμερα θυμήθηκαν την ειρήνη, ποια στάση τήρησαν στον 8ετή εμφύλιο πόλεμο στην Ουκρανία και τις σφαγές αμάχων στο Ντονμπάς; Τα ανέδειξαν; Τα κατήγγειλαν; Η’ σιωπούσαν; Ρώτησαν την πολυπληθή ελληνική κοινότητα της Μαριούπολης, προτού σπεύσουν να εκτεθούν στα ελληνικά και στα ξένα media με αφορισμούς ότι αυτά δεν συνέβησαν ποτέ; Πληροφορήθηκαν ότι οι νεοναζιστικές ομάδες είναι οργανικά ενταγμένες, ως βραχίονας, στον κρατικό μηχανισμό και στις ένοπλες δυνάμεις του Κιέβου; Φρόντισαν να ρωτήσουν για την κτηνωδία στην Οδησσό (στο κτίριο των συνδικάτων) και τη δράση τους στις ανατολικές επαρχίες από το 2014 μέχρι και σήμερα; Συνεκτιμούν στις αναλύσεις τους τον υπαρκτό κίνδυνο οι κρατικές νεοναζιστικές ομάδες στις ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας να αποκτήσουν πρόσβαση σε πυρηνικά και βιολογικά όπλα, με αποτέλεσμα την απειλή όχι μόνο για την ασφάλεια της Ρωσίας, αλλά και για ολόκληρο τον πλανήτη; Ανεξαρτήτως της εργαλειοποίησής του από τη ρωσική πλευρά για την επιδίωξη των δικών της γεωπολιτικών σκοπών, το ζήτημα των κρατικοποιημένων νεοναζιστικών ομάδων στην Ουκρανία είναι υπαρκτό και αποτελεί βασικό παράγοντα αποσταθεροποίησης στην περιοχή.
Το Ουκρανικό δεν προσφέρεται για μανιχαϊσμό και διατεταγμένες προσεγγίσεις στρατοπέδων. Πρόκειται για πολυσύνθετο ζήτημα, το οποίο απειλεί την παγκόσμια ειρήνη. Ο Χένρι Κίσινγκερ, ίσως από τους τελευταίους ορθολογιστές και εκφραστές του ρεαλισμού στο αμερικανικό  κατεστημένο, περιέγραφε τους κινδύνους αυτούς στο τελευταίο άρθρο του στη Washington Post το 2014, το οποίο ήταν αφιερωμένο στο Ουκρανικό, προειδοποιώντας τη Δύση (ειδικά τις ΗΠΑ) να αποφύγει την εμπλοκή της στην εκεί περιοχή και εκφράζοντας την αντίθεσή του στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Η παραβίαση των κανόνων είναι καταδικαστέα, από όπου και αν προέρχεται. Η υπέρβαση της κόκκινης γραμμής των κανόνων ευνοεί πάντα τον ισχυρότερο. Η Ουκρανία, παρασυρμένη από τις υποσχέσεις τρίτων, αγνόησε μια στοιχειώδη αλήθεια : οι αδύναμοι χρειάζονται το Δίκαιο και οι ισχυροί επιδιώκουν πάντα να το προσαρμόζουν στα μέτρα τους. Επεδίωξε να παίξει στις νοτιοανατολικές επαρχίες της χώρας ένα παιχνίδι ισχύος, το οποίο δεν μπορούσε να υποστηρίξει με τις δικές της δυνάμεις. Η Ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα αδυνάμων που ωθήθηκαν από τρίτους για να παίξουν ξένα παιχνίδια, με συνέπεια την καταστροφή τους. Το γνωρίζει καλά, με δραματικό τρόπο, η πατρίδα μας.
Η χώρα χρειάζεται ρεαλισμό για να επιβιώσει στη νέα φάση που διανύουμε. Ψυχροπολεμικού τύπου κινήσεις την εμπλέκουν σε πολύ επικίνδυνα, τυχοδιωκτικά παιχνίδια, από τα οποία μόνο ζημίες θα έχει. Το σχέδιο εκκένωσης για τους ομογενείς μας έπρεπε εδώ και πολλές μέρες να τεθεί σε πλήρη εφαρμογή. Η μεγάλη αδράνεια στο θέμα αυτό κοστίζει ζωές. Χρειάζεται εκτεταμένο πρόγραμμα ανθρωπιστικής βοήθειας στον λαό της Ουκρανίας, με τον συντονισμό φορέων και την στήριξη των πολιτικών δυνάμεων. Ωστόσο, είναι τεράστιο λάθος η ελληνική στήριξη του καθεστώτος Ζελένσκι με όπλα, όχι μόνο για όσα πράττει το Τάγμα Αζόφ στην ανατολική Ουκρανία εναντίον ρωσόφωνων και ελληνικών πληθυσμών, αλλά και επειδή είναι αμφίβολο αν ο ίδιος ο Ζελένσκι θα υπάρχει στο ουκρανικό τραπέζι της επόμενης ημέρας. Η ελληνική κυβέρνηση σπεύδει να αποστείλει στρατιωτικό εξοπλισμό και να ανοίξει μέτωπα, σε αντίθεση με άλλα κράτη (όπως το Ισραήλ), που κινούνται προσεκτικά και στρατηγικά.

Ελλάδα και Τουρκία

Την ώρα που η Ελλάδα περιορίζεται σε δευτερεύοντα ρόλο «δεδομένης δύναμης», στέλνει πολεμικό υλικό εναντίον της Ρωσίας, συμπράττει σε όλες τις κυρώσεις χωρίς ανταλλάγματα και ανοίγει πολλαπλά μέτωπα με μια παραδοσιακά φίλη χώρα, η Τουρκία διεκδικεί με αξιώσεις ρόλο προνομιακού συνομιλητή των αντιμαχόμενων πλευρών. Ήδη αξιοποιεί την Σύνοδο της Αττάλειας, στην οποία ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών και ο Ουκρανός ομόλογός του δέχτηκαν να συμμετάσχουν σε τριμερή (με την Τουρκία) στο πλαίσιο του Φόρουμ Διπλωματίας. Έστω και αν το γεωπολιτικό εκτόπισμα της Τουρκίας δεν είναι ικανό να της προσδώσει καταλυτικό ρόλο διαμεσολάβησης και διαιτησίας σε μια διαδικασία που εμπλέκει παγκόσμιους παίκτες, η περιφερειακή θέση της ενισχύεται σημαντικά. Με την στάση της στο Ουκρανικό βάζει υποθήκες για ευνοϊκότερη αντιμετώπιση των δικών της ανοιχτών διεθνών ζητημάτων. H αυταπάτη ορισμένων φανατικών της Ουάσινγκτον ότι η Ρωσία είναι δυνατόν να απομονωθεί στον σύγχρονο, πολυπολικό κόσμο, μοιάζει πολύ με την αντίστοιχη αντίληψη ελληνικών κύκλων περί δήθεν τουρκικής απομόνωσης, οδηγώντας στα ίδια   επικίνδυνα παιχνίδια.
Το Ισραήλ αναλαμβάνει ενεργό, πρωταγωνιστικό διαμεσολαβητικό ρόλο, έχοντας από την αρχή τηρήσει στάση ουδετερότητας και απολαμβάνοντας την αναγνώριση και την αποδοχή όλων των πλευρών. Συνδετικοί κρίκοι του με τις αντιμαχόμενες πλευρές, η δράση του στην Συρία και οι εβραϊκές κοινότητες σε Ουκρανία και Ρωσία. Η στρατηγική του ενισχύει την ήδη εν εξελίξει διαδικασία προσέγγισής του με αραβικές χώρες (με τις οποίες τα συμφέροντα και η στάση του συμπίπτουν στο Ουκρανικό) και, ταυτόχρονα, ανοίγει μια δίοδο εξομάλυνσης των ισραηλινο - τουρκικών σχέσεων, οι οποίες είχαν τορπιλιστεί από το 2010 με την επίθεση στο Μαβί Μαρμαρά.  Οι εξελίξεις δείχνουν ότι θα αποτελέσει κομβικό και καταλυτικό παράγοντα της διαδικασίας επίλυσης, όταν επέλθουν σε σημαντικό βαθμό τα τετελεσμένα με βάση τον αντικειμενικό σκοπό των στρατιωτικών επιχειρήσεων και το ισοζύγιο κόστους-οφέλους θα καθιστά την συνέχισή τους μη παραγωγική.

Διαμελισμός της Ουκρανίας;

Η ώρα της επισημοποίησης των στρατιωτικών τετελεσμένων στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων φέρνει την Ουκρανία του Ζελένσκι μπροστά στο ορατό φάσμα του διαμελισμού. Προάγγελός του (και επιταχυντής των διαλυτικών εξελίξεων) η πρόσφατη αίτηση, εν καιρώ πολέμου, για ένταξη στην ΕΕ. Η δε στάση του Ουκρανού Προέδρου να πιέζει συνεχώς το ΝΑΤΟ και τις δυτικές δυνάμεις να εμπλακούν ενεργά επί του πεδίου (με ζώνη απαγόρευσης πτήσεων), επιλογή που θα οδηγούσε σε παγκόσμια ανάφλεξη (πιθανότατα και με χρήση πυρηνικών όπλων), αδυνατίζει τη θέση του. Τον μετατρέπει σταδιακά, από σημαντικό δυτικό εκπρόσωπο που θα επιχειρούσε την ένταξη της Ουκρανίας στους δυτικούς οργανισμούς (αυτή ήταν η ατζέντα της εκλογής του το 2019, μαζί με την εξομάλυνση στις ανατολικές επαρχίες), σε εμπόδιο, αν όχι και βαρίδι, για τους ίδιους τους δυτικούς στην πορεία διευθέτησης του Ουκρανικού. Για τη ρωσική πλευρά είναι, ούτως ή άλλως, persona non grata για την φιλοδυτική στάση του, την συνέχιση της πολιτικής βίαιης «ουκρανοποίησης» στις ανατολικές επαρχίες και την πλήρη ταύτισή του με τα κρατικοποιημένα  νεοναζιστικά τάγματα εφόδου. Για τους λόγους αυτούς, με βάση τους στρατιωτικούς και πολιτικούς συσχετισμούς που διαμορφώνονται, είναι αρκετά δύσκολο ο Ζελένσκι να αποτελέσει παράγοντα της επόμενης μέρας στην Ουκρανία, καθώς δεν μπορεί να εγγυηθεί την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, την ειρήνευση, ούτε καν την εξομάλυνση. Ίσως συνεχίσει να έχει ρόλο στο «ευρωπαϊκό» Λβιβ. Άλλωστε, η αίτηση ένταξης στην ΕΕ εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να αφορά, πλέον, παρά μόνον το μικρό δυτικό τμήμα της σημερινής Ουκρανίας. Αυτό, άλλωστε, υπονόησε η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Μπέρμποκ, η οποία αντιμετώπισε με επιφυλακτικότητα την αίτηση, χαρακτηρίζοντάς την ως υπόθεση που απαιτεί αρκετά χρόνια, παρά την επιμονή του Ζελένσκι για την σύντμηση και την επίσπευση των ευρωπαϊκών διαδικασιών εξέτασής της. Ακόμα πιο επιφυλακτική η στάση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Μισέλ, ο οποίος επεσήμανε τις διαφορετικές θέσεις και ευαισθησίες μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ για ένα ζήτημα που απαιτεί ομοφωνία.
Οι ΗΠΑ και η Ρωσία, πριν από τη ρωσική εισβολή, είχαν στην ουσία προδιαγράψει τις αδρές γραμμές μιας «νέας Γιάλτας», δηλαδή ενός νέου σημείου ισορροπίας για την συνέχιση του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Αυτό, ειδικά για τις ΗΠΑ, σημαίνει ότι, εάν είχαν τη βούληση να αποτρέψουν (με οικονομικά, πολιτικά ή και στρατιωτικά μέσα) την εισβολή στην Ουκρανία και να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους προς τον Ζελένσκι, θα το είχαν πράξει. Ωστόσο, οι δηλώσεις του Μπάιντεν και οι αναφορές των αμερικανικών υπηρεσιών αποδεικνύουν όχι μόνο πλήρη γνώση, αλλά και ανοχή στην επερχόμενη εξέλιξη. Η παρέμβασή τους πραγματοποιήθηκε μόνο μετά την εισβολή, δεν έχει στρατιωτικό χαρακτήρα (εκτός κάποιων ομάδων Κοσοβάρων που εστάλησαν στην Ουκρανία ανεπισήμως για να βοηθήσουν στον ανταρτοπόλεμο) και περισσότερο αφορά τις χώρες της Βαλτικής, όχι την Ουκρανία. Στόχος τους, ο περιορισμός της ρωσικής δράσης, ούτως ώστε να μην επεκταθεί πέραν του Κιέβου και να μην φτάσει στο Λβιβ, στο οποίο τα δυτικά κράτη έχουν ήδη μεταφέρει τις αντιπροσωπείες τους.
Ανεξαρτήτως της τελικής πολιτικής λύσης η οποία ούτως ή άλλως, με κυνικό και αιματηρό τρόπο, μέρα με τη μέρα, σκιαγραφείται στο στρατιωτικό πεδίο, διακρίνονται ήδη τρεις ζώνες : ένα μικρό δυτικό τμήμα με κέντρο το Λβιβ, η προς φινλανδοποίηση ευρύτερη ζώνη του Κιέβου και η προς προσάρτηση θαλάσσια γραμμή, με τον πλήρη ρωσικό έλεγχο της Αζοφικής και της Μαύρης Θάλασσας. Σε αυτό το τραγικό σημείο μπορούν να φέρουν ένα κράτος οι διεθνείς ανταγωνισμοί για την απόσπαση εδαφών, σφαιρών επιρροής και μεριδίων αγοράς, οι εθνικισμοί, οι αναθεωρητισμοί.

Τι συμφέρει την Ελλάδα

Η Ελλάδα είναι χώρα ενταγμένη στους δυτικούς οργανισμούς, συνάπτει στρατηγικές συμφωνίες με κράτη της Δύσης και της Μέσης Ανατολής και ταυτόχρονα διατηρεί ειδική σχέση με τη Ρωσία. Αυτό είναι το συμφέρον της χώρας : η ενεργητική και πολυδιάστατη πολιτική. Πρέπει να διατηρηθεί αυτό το status. Με τη Ρωσία έχουμε δεσμούς αιώνων και αναπτύσσουμε σχέσεις σε τομείς όπως η ενέργεια, ο τουρισμός, ο πολιτισμός, η παιδεία, ο αθλητισμός. Η χώρα βγαίνει από μια δίχρονη, σφοδρή πανδημική κρίση. Το τελευταίο που χρειάζεται τώρα, είναι να ξανακυλήσει, με σταυροφορίες που εξυπηρετούν συμφέροντα τρίτων, σε νέα οικονομική και κοινωνική κρίση. Οι ομαλές σχέσεις με τη Μόσχα είναι εξαιρετικά κρίσιμες και για την αντιμετώπιση του τουρκικού αναθεωρητισμού, δεδομένου ότι η Ρωσία ασκεί σημαντική επιρροή στην Τουρκία. Εχθρική Μόσχα σημαίνει ανεξέλεγκτη Άγκυρα.
Πέραν των διμερών προβλημάτων που αναδεικνύει η ενεργός εμπλοκή μας στο Ουκρανικό και οι σχεδόν καθημερινές αψιμαχίες του ελληνικού κράτους με τη ρωσική πρεσβεία στην Αθήνα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει μια πολύ σημαντική υπόμνηση για το άμεσο μέλλον : το Κόσοβο και η «Τουρκική Δημοκρατία Βορείου Κύπρου» δεν είναι κρατικές οντότητες και δεν αναγνωρίζονται. Αυτό σημαίνει ότι δεν νοείται ελληνική αναγνώριση του Κοσόβου. Οποιεσδήποτε τέτοιες εισηγήσεις (ή και προτάσεις) είναι απαράδεκτες και βλαπτικές για τα εθνικά συμφέροντα.
Ας αντλήσουμε χρήσιμα διδάγματα από το ουκρανικό δράμα, για να προετοιμαζόμαστε καταλλήλως και να μην παραπονιόμαστε εκ των υστέρων,    όπως ο Ζελένσκι.
Οι υποσχέσεις δεν μετράνε. Οι δεσμεύσεις ανακαλούνται εύκολα. Την ώρα της κρίσης, κάθε χώρα βρίσκεται μόνη της μπροστά στην άβυσσο και στηρίζεται αποκλειστικά στις δικές της δυνάμεις. Αυτό να το έχουμε βαθιά χαραγμένο μέσα μας, για να μην ξαναζήσουμε εθνικές τραγωδίες περιμένοντας άλλους να μας βγάλουν από τη δύσκολη θέση. Ναι στην ισχύ, ναι στις συμμαχίες, όχι στην αφέλεια. Καλοί λογαριασμοί, καλοί φίλοι.
Η Ευρώπη έχει ανάγκη μια αυτόνομη, ρεαλιστική στρατηγική άμυνας και ασφάλειας που εγγυάται την ειρήνη, διατηρεί την κοινωνική συνοχή και δεν πυροδοτεί νέες κοινωνικές εκρήξεις. Η πραξικοπηματική εγκατάσταση νεοναζιστών στο Κίεβο το 2014 και η πριμοδότησή τους για να πληγεί η Ρωσία με τη μέθοδο του proxy war, η βίαιη (και όχι σταδιακή) απεμπλοκή από τις ρωσικές ενεργειακές πηγές που οδηγεί στην ενεργειακή φτώχεια, τα τυχοδιωκτικά παιχνίδια πέραν της Βαλτικής, δεν εξυπηρετούν σε τίποτε ούτε τα ευρωπαϊκά ούτε τα ελληνικά συμφέροντα. Η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας δεν είναι βιώσιμη χωρίς τη Ρωσία, πολύ δε περισσότερο εάν η Ευρώπη την αντιμετωπίζει ως εχθρό με μακαρθικού τύπου εκστρατείες. Δεν είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης να σπρώχνει τη Μόσχα σε συγκρότηση άξονα με το Πεκίνο.
Τα προβλήματα της Δημοκρατίας στη Ρωσία, η απολυταρχία, ο αυταρχισμός, ο μιλιταρισμός, ο αναθεωρητισμός, δεν λύνονται με παλιομοδίτικες και αποτυχημένες λογικές «εξαγωγής δημοκρατίας». Αντιμετωπίζονται με την σταδιακή προσέγγιση της Ρωσίας και την ένταξή της σε διαδικασίες και θεσμούς του δυτικού συστήματος. Τόσο σήμερα, όσο και στη μετα - Πούτιν εποχή, η αναβαθμισμένη στο διεθνές σύστημα Ρωσία πρέπει να είναι διεκδικήσιμη από τη Δύση και όχι ενταγμένη στην κινεζική μηχανή.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπάιντεν, στην ετήσια ομιλία του «για την κατάσταση της Ένωσης», ανακοίνωσε έναν  κατάλογο κυρώσεων που, στην πραγματικότητα, δεν πλήττει τόσο τους Ρώσους ολιγάρχες, όσο τη ρωσική οικονομία, τη ρωσική κοινωνία και τον ρωσικό λαό, με στόχο τον περιορισμό του γεωπολιτικού ρόλου της Ρωσίας και την επαναφορά της σε εποχές Γιέλτσιν. Απαίτησε, δε, από όλο τον δυτικό κόσμο να στοιχηθεί μαζί του πίσω από το δίλημμα «δημοκρατία ή αυταρχικά καθεστώτα», σε μια επανάληψη της θεωρίας για «το σιδηρούν παραπέτασμα», σε έναν εντελώς διαφορετικό, αλληλεξαρτώμενο και πολυπολικό πλανήτη. Το πλαίσιο του διαγγέλματος Μπάιντεν ακολούθησε ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα, σε άρθρο του σε ελληνική ιστοσελίδα. Ορισμένοι κύκλοι στην Ουάσινγκτον, ακόμα και εν έτει 2022, αδυνατούν να αντιληφθούν τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο. Προβάλλουν παρωχημένες ψυχροπολεμικές θεωρήσεις για το παγκόσμιο σύστημα, τη δομή, τη λειτουργία και την κίνησή του.
Υπάρχουν συμπατριώτες μας που στ΄ αλήθεια πιστεύουν ότι η απαγόρευση της Λίμνης των Κύκνων (ίσως αύριο και των βιβλίων του Ντοστογιέφσκι, ποιός ξέρει…), της λειτουργίας ρωσικών μέσων ενημέρωσης, της συμμετοχής ρωσικών ομάδων σε αθλητικές διοργανώσεις και των δημοσιεύσεων Ρώσων επιστημόνων σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, η αποβολή και απέλαση Ρώσων φοιτητών, η απόλυση Ρώσων μαέστρων, η αφαίρεση βραβείων από τον  Κουστουρίτσα επειδή διατηρεί σχέσεις με τη Ρωσία, όλα αυτά δηλαδή, τα οποία ο Μπάιντεν περιγράφει ως «ρωσική απομόνωση», βοηθούν σε τίποτε τον δοκιμαζόμενο λαό της Ουκρανίας και τον σώζουν από τη βάρβαρη εισβολή του Πούτιν; Δεν είναι σαφές ότι πρόκειται για μια πολύ ευρύτερη υπόθεση από την τύχη του Ρώσου δεσπότη;
Οι πέραν της Βαλτικής διενέξεις δεν λύνονται με ωμές και απροκάλυπτες επεμβάσεις τρίτων, παρά μόνον με συμφωνίες των κρατών και των λαών της εκεί περιοχής, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου. Στην ανατολική Ουκρανία συντελείται επί 8 έτη, ακόμα και σήμερα, μια οργανωμένη, συστηματική επιχείρηση εκκαθάρισης ρωσόφωνων πληθυσμών, στα όρια της γενοκτονίας, με την πλήρη ανοχή, κάλυψη και υποστήριξη, κρατών της Δύσης. Αυτές οι τακτικές δεν αποδίδουν στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον.

Η πρόκληση για την Ευρώπη

Η Ευρώπη αντιμετωπίζει την πρόκληση να διατηρήσει στο εσωτερικό της την ειρήνη, τη δημοκρατία, την ελευθερία, την ασφάλεια, την αξιοπρέπεια, την κοινωνική συνοχή, την ευημερία και, γενικά, ό,τι γνωρίζουμε ως «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής» που αποτελεί παγκόσμιο συγκριτικό της πλεονέκτημα. Προκειμένου να το πετύχει, οφείλει να μην γίνεται παρακολούθημα τρίτων δυνάμεων, να βγει από το τέλμα του οικονομισμού και να αναλάβει τις αυξημένες ευθύνες της στον σύγχρονο κόσμο. Η αυτονομία, το στρατηγικό βάθος, η ομοσπονδοποίηση, η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια, αποτελούν βασικούς άξονες μιας Realpolitik και Ostpolitikοι οποίοι, στις νέες παγκόσμιες συνθήκες, ολοένα και περισσότερο αποκτούν υπαρξιακό χαρακτήρα για την επιβίωση της ενωμένης Ευρώπης, τουλάχιστον με την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά που γνωρίζουμε.
Κάθε συμφωνία της χώρας για κυρώσεις σε βάρος του εισβολέα στην Ουκρανία πρέπει να εξαρτάται από ουσιαστικές ευρωπαϊκές κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας για την κατοχή στην Κύπρο, την παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων, το casus belli, την ευθεία και άμεση αμφισβήτηση της κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου (την οποία η Τουρκία συνδέει, πλέον, με την αποστρατιωτικοποίησή τους). Η αντίληψη της προκαταρκτικής επίδειξης νομιμοφροσύνης και «καλής συμπεριφοράς» για να ανταμειφθεί η χώρα στο μέλλον,  είναι ακριβώς εκείνη που έφερε τον Ζελένσκι και την Ουκρανία στο σημερινό σημείο. Στην ελληνική πολιτική σκηνή, αλλά και στα ευρωπαϊκά fora, έχουν διατυπωθεί προτάσεις για επιβολή ευρωπαϊκού εμπάργκο όπλων και οικονομικών κυρώσεων στην Τουρκία. Τέτοιες προτάσεις οφείλει να στηρίξει η κυβέρνηση και να πιέσει την ΕΕ, ούτως ώστε να μην εξαντλεί τη βούλησή της για επιβολή κυρώσεων στη Λευκορωσία και στη Ρωσία, αδιαφορώντας για την ασφάλεια των μελών της απέναντι σε ευθείες, άμεσες και επικείμενες απειλές. Είναι αδιανόητο ένα κράτος-μέλος της ΕΕ (εν προκειμένω, η Ελλάδα) να μην εξαρτά άμεσα από δικές του προτεραιότητες τη λήψη συλλογικών αποφάσεων που αφορούν τρίτα κράτη. Επιπλέον, η Ελλάδα, λειτουργώντας ως κυρίαρχο κράτος με βάση το χειρότερο δυνατό σενάριο, οφείλει να συνεκτιμά και να προεξοφλεί τα ρωσικά αντίποινα, απαιτώντας από την Ευρώπη την κάλυψη της ζημιάς που προκαλείται από αυτά. Να μην δέχεται συλλογικές αποφάσεις που δεν εγγυώνται συλλογική και αναλογική κατανομή και κάλυψη του κόστους τους.
Τις τελευταίες μέρες, με συνεχείς δηλώσεις αξιωματούχων, στοχευμένες διαρροές, ρεπορτάζ ανταποκριτών, σχόλια δημοσιογράφων και διαμορφωτών κοινής γνώμης, έχει ξεκινήσει η συστηματική προετοιμασία των λαών της Ευρώπης για σκληρά οικονομικά μέτρα «υπέρ της ελευθερίας, της ειρήνης και της δημοκρατίας». Σε αυτήν τη νέα σταυροφορία, που «ντύνει» την βαθιά γεωπολιτική κρίση της Δύσης με νέο Μνημόνιο και νέα κοινωνική κρίση στην Ευρώπη, οφείλουμε να αντιταχθούμε. Να μην πληρώσουν τα κράτη και οι λαοί της Ευρώπης το τίμημα για τα τυχοδιωκτικά παιχνίδια πέραν της Βαλτικής. Να μην συνθλιβεί η Ευρώπη στις μυλόπετρες της Ουάσινγκτον και της Μόσχας. Η τραγική μοίρα της Ουκρανίας πρέπει να γίνει η απαρχή για να αναδυθεί η Ευρώπη της ειρήνης, της ασφάλειας και του στρατηγικού βάθους. Αλλιώς, δεν θα αποφύγουμε νέες Ουκρανίες στο μέλλον, και μάλιστα συντομότερα από όσο οι περισσότεροι εκτιμούν.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης