Με συνολικό επενδεδυμένο κεφάλαιο που αγγίζει τα 1,8 δισ. ευρώ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην έκτη θέση μεταξύ των χωρών προέλευσης ξένων άμεσων επενδύσεων στη Ρουμανία
Ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος είχε σήμερα συνάντηση με τον υφυπουργό Επιχειρηματικότητας, Εμπορίου & Περιβάλλοντος κ. Gabriel Gheorghe, με την ευκαιρία της διοργάνωσης στο ΕΒΕΑ επιχειρηματικής ημερίδας με θέμα τις επιχειρηματικές και επενδυτικές ευκαιρίες στην αγορά της Ρουμανίας.
Όπως ανέφερε ο κ. Μίχαλος: «Η Ρουμανία είναι σταθερά μεταξύ των δύο πρώτων προορισμών για τις ελληνικές επενδύσεις, σε παγκόσμιο επίπεδο. Σήμερα δραστηριοποιούνται στη χώρα περισσότερες από 6.200 εταιρίες με ελληνική συμμετοχή.
Με συνολικό επενδεδυμένο κεφάλαιο που αγγίζει τα 1,8 δισ. ευρώ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην έκτη θέση μεταξύ των χωρών προέλευσης ξένων άμεσων επενδύσεων στη Ρουμανία.
Μάλιστα, όπως εκτιμά το Γραφείο ΟΕΥ στη Ρουμανία, εάν υπολογιστούν και οι ελληνικές επενδύσεις μέσω άλλων χωρών – όπως η Κύπρος και το Λουξεμβούργο – το συνολικό επενδεδυμένο κεφάλαιο υπερβαίνει τα 4 δισ. ευρώ. Με τις ελληνικών συμφερόντων επιχειρήσεις να αντιπροσωπεύουν το 4,4% σχεδόν του συνολικά επενδεδυμένου κεφαλαίου στη χώρα και το 3% σχεδόν του συνόλου των εταιριών».
Στην ομιλία, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, ο κ. Μίχαλος ανέφερε:
«Η Ρουμανία είναι σήμερα μια δυναμικά ανερχόμενη ευρωπαϊκή αγορά 21 εκατομμυρίων ανθρώπων, η οποία αναπτύσσεται σταθερά τα τελευταία χρόνια. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, το 2016 η Ρουμανία εμφάνισε τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28, με τη μεγέθυνση του ΑΕΠ της να ξεπερνά τις 5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Πρόκειται για επίδοση υπερδιπλάσια του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και – παρά την αναμενόμενη επιβράδυνση – ο ρυθμός ανάπτυξης στη Ρουμανία εκτιμάται ότι θα συνεχίσει και τα επόμενα χρόνια να κυμαίνεται στα επίπεδα του 3,5% του ΑΕΠ.
Η Ρουμανία είναι επίσης μια οικονομία η οποία εστιάζει τα τελευταία χρόνια στην εξωστρέφεια, στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων και στην άντληση κεφαλαίων, αλλά και τεχνογνωσίας από διεθνείς εταίρους. Εκτιμάται σήμερα ότι οι εταιρίες με ξένο κεφάλαιο αντιπροσωπεύουν το 70% του συνόλου των εξαγωγών της χώρας και το 60% των εισαγωγών της. Μάλιστα ο όγκος του εξωτερικού εμπορίου που διεξάγεται από τις εταιρίες αυτές αυξάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις, αναγνωρίζοντας εγκαίρως τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες της ρουμανικής αγοράς, έχουν χτίσει τα τελευταία χρόνια μια ισχυρή παρουσία στη χώρα. Η Ρουμανία είναι σταθερά μεταξύ των δύο πρώτων προορισμών για τις ελληνικές επενδύσεις, σε παγκόσμιο επίπεδο. Σήμερα δραστηριοποιούνται στη χώρα περισσότερες από 6.200 εταιρίες με ελληνική συμμετοχή.
Με συνολικό επενδεδυμένο κεφάλαιο που αγγίζει τα 1,8 δισ. ευρώ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην έκτη θέση μεταξύ των χωρών προέλευσης ξένων άμεσων επενδύσεων στη Ρουμανία.
Μάλιστα, όπως εκτιμά το Γραφείο ΟΕΥ στη Ρουμανία, εάν υπολογιστούν και οι ελληνικές επενδύσεις μέσω άλλων χωρών – όπως η Κύπρος και το Λουξεμβούργο – το συνολικό επενδεδυμένο κεφάλαιο υπερβαίνει τα 4 δισ. ευρώ. Με τις ελληνικών συμφερόντων επιχειρήσεις να αντιπροσωπεύουν το 4,4% σχεδόν του συνολικά επενδεδυμένου κεφαλαίου στη χώρα και το 3% σχεδόν του συνόλου των εταιριών.
Οι ελληνικές επενδύσεις καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα οικονομικών δραστηριοτήτων, από τον τραπεζικό τομέα, τους τομείς παραγωγής τροφίμων και ποτών, τον τομέα χονδρεμπορίου και λιανεμπορίου και δικτύων διανομής, την παραγωγή προϊόντων μετάλλου, τα δομικά υλικά, τις υπηρεσίες υγείας, τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις και την κτηνοτροφία, μέχρι τις υπηρεσίες προς επιχειρήσεις. Ισχυρή παρουσία στη ρουμανική αγορά έχουν αναπτύξει και οι ελληνικές κατασκευαστικές εταιρίες, οι οποίες πέραν της κατασκευαστικής τους δραστηριότητας, πραγματοποιούν σημαντικές επενδύσεις και στην κτηματαγορά της Ρουμανίας.
Θετική είναι η εικόνα και ως προς το διμερές εμπόριο, η αξία του οποίου ανήλθε το 2016 σε 1,53 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών. Πρωταγωνιστές – από την πλευρά των ελληνικών εξαγωγών – ήταν τα οπωροκηπευτικά, τα είδη υπόδησης, τα καπνά, ο ηλεκτρικός εξοπλισμός και τα ιχθυηρά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση των ελληνικών εξαγωγών προς τη Ρουμανία αυξήθηκαν την περασμένη χρονιά κατά 4,8% περίπου, φθάνοντας σε αξία τα 755 εκατομμύρια ευρώ.
Η αύξηση αυτή οφείλεται σε παράγοντες όπως η σταθερή ανάπτυξη της ρουμανικής οικονομίας τα τελευταία έτη και η αύξηση του εισοδήματος των καταναλωτών, καθώς και η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ σε τρόφιμα και λοιπά προϊόντα.
Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι η Ελλάδα αποτελεί ιδιαίτερα δημοφιλή τουριστικό προορισμό για τη ρουμανική αγορά, προσελκύοντας περισσότερους από 1 εκατομμύριο Ρουμάνους επισκέπτες ετησίως.
Σαφώς υπάρχουν περαιτέρω περιθώρια και ευκαιρίες για περαιτέρω ενίσχυση των διμερών οικονομικών σχέσεων Ελλάδας και Ρουμανίας.
Ιδιαίτερα δε στην παρούσα περίοδο, όπου η ελληνική οικονομία ανακτά θετικό ρυθμό ανάπτυξης, μετά από μακρόχρονη ύφεση.
Πιστεύουμε ότι για τις ελληνικές επιχειρήσεις, η πορεία ανάκαμψης της εγχώριας οικονομίας θα συνδυαστεί με τη διεύρυνση των εξωστρεφών δραστηριοτήτων τους και με την αξιοποίηση νέων ευκαιριών, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας.
Στο πλαίσιο αυτό, έχω την πεποίθηση ότι η Ρουμανία θα συνεχίσει να αποτελεί προορισμό επιλογής για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2015, παρά την κρίση, ιδρύθηκαν στη χώρα 256 νέες εταιρίες ελληνικών συμφερόντων στη Ρουμανία.
Από την πλευρά μας, ως Επιμελητηριακή Κοινότητα είμαστε διατεθειμένοι να στηρίξουμε κάθε δυνατό τρόπο την περαιτέρω προσέγγιση των δύο επιχειρηματικών κοινοτήτων.
Ήδη στο πλαίσιο των δράσεών μας για τη στήριξη της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων, συμβάλουμε στη διευκόλυνση της δικτύωσης μεταξύ επιχειρηματιών, στην παροχή αξιόπιστης επιχειρηματικής πληροφόρησης, αλλά και στην αντιμετώπιση τυχόν εμποδίων, σε θέματα γλώσσας, τελωνειακών και άλλων διοικητικών διαδικασιών, τραπεζικών συναλλαγών κτλ.
Οι πρωτοβουλίες μας είναι βέβαιο ότι θα συνεχιστούν, σε συνεργασία με τα τοπικά επιμελητήρια και διμερείς επιχειρηματικούς φορείς.
Η οικονομική και εμπορική συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας στηρίζεται ήδη σε σταθερές βάσεις.
Είναι στο χέρι μας να αξιοποιήσουμε ακόμη καλύτερα αυτή τη σχέση, ανοίγοντας νέους δρόμους συνεργασίας με όφελος για τις επιχειρήσεις, για τις οικονομίες και για τους λαούς των δύο χωρών.
Είμαι βέβαιος ότι η σημερινή εκδήλωση θα συμβάλει σε αυτό το στόχο, παρέχοντας ένα πεδίο δικτύωσης και ανάπτυξης γόνιμων επιχειρηματικών επαφών».
Όπως ανέφερε ο κ. Μίχαλος: «Η Ρουμανία είναι σταθερά μεταξύ των δύο πρώτων προορισμών για τις ελληνικές επενδύσεις, σε παγκόσμιο επίπεδο. Σήμερα δραστηριοποιούνται στη χώρα περισσότερες από 6.200 εταιρίες με ελληνική συμμετοχή.
Με συνολικό επενδεδυμένο κεφάλαιο που αγγίζει τα 1,8 δισ. ευρώ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην έκτη θέση μεταξύ των χωρών προέλευσης ξένων άμεσων επενδύσεων στη Ρουμανία.
Μάλιστα, όπως εκτιμά το Γραφείο ΟΕΥ στη Ρουμανία, εάν υπολογιστούν και οι ελληνικές επενδύσεις μέσω άλλων χωρών – όπως η Κύπρος και το Λουξεμβούργο – το συνολικό επενδεδυμένο κεφάλαιο υπερβαίνει τα 4 δισ. ευρώ. Με τις ελληνικών συμφερόντων επιχειρήσεις να αντιπροσωπεύουν το 4,4% σχεδόν του συνολικά επενδεδυμένου κεφαλαίου στη χώρα και το 3% σχεδόν του συνόλου των εταιριών».
Στην ομιλία, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, ο κ. Μίχαλος ανέφερε:
«Η Ρουμανία είναι σήμερα μια δυναμικά ανερχόμενη ευρωπαϊκή αγορά 21 εκατομμυρίων ανθρώπων, η οποία αναπτύσσεται σταθερά τα τελευταία χρόνια. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, το 2016 η Ρουμανία εμφάνισε τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28, με τη μεγέθυνση του ΑΕΠ της να ξεπερνά τις 5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Πρόκειται για επίδοση υπερδιπλάσια του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και – παρά την αναμενόμενη επιβράδυνση – ο ρυθμός ανάπτυξης στη Ρουμανία εκτιμάται ότι θα συνεχίσει και τα επόμενα χρόνια να κυμαίνεται στα επίπεδα του 3,5% του ΑΕΠ.
Η Ρουμανία είναι επίσης μια οικονομία η οποία εστιάζει τα τελευταία χρόνια στην εξωστρέφεια, στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων και στην άντληση κεφαλαίων, αλλά και τεχνογνωσίας από διεθνείς εταίρους. Εκτιμάται σήμερα ότι οι εταιρίες με ξένο κεφάλαιο αντιπροσωπεύουν το 70% του συνόλου των εξαγωγών της χώρας και το 60% των εισαγωγών της. Μάλιστα ο όγκος του εξωτερικού εμπορίου που διεξάγεται από τις εταιρίες αυτές αυξάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις, αναγνωρίζοντας εγκαίρως τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες της ρουμανικής αγοράς, έχουν χτίσει τα τελευταία χρόνια μια ισχυρή παρουσία στη χώρα. Η Ρουμανία είναι σταθερά μεταξύ των δύο πρώτων προορισμών για τις ελληνικές επενδύσεις, σε παγκόσμιο επίπεδο. Σήμερα δραστηριοποιούνται στη χώρα περισσότερες από 6.200 εταιρίες με ελληνική συμμετοχή.
Με συνολικό επενδεδυμένο κεφάλαιο που αγγίζει τα 1,8 δισ. ευρώ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην έκτη θέση μεταξύ των χωρών προέλευσης ξένων άμεσων επενδύσεων στη Ρουμανία.
Μάλιστα, όπως εκτιμά το Γραφείο ΟΕΥ στη Ρουμανία, εάν υπολογιστούν και οι ελληνικές επενδύσεις μέσω άλλων χωρών – όπως η Κύπρος και το Λουξεμβούργο – το συνολικό επενδεδυμένο κεφάλαιο υπερβαίνει τα 4 δισ. ευρώ. Με τις ελληνικών συμφερόντων επιχειρήσεις να αντιπροσωπεύουν το 4,4% σχεδόν του συνολικά επενδεδυμένου κεφαλαίου στη χώρα και το 3% σχεδόν του συνόλου των εταιριών.
Οι ελληνικές επενδύσεις καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα οικονομικών δραστηριοτήτων, από τον τραπεζικό τομέα, τους τομείς παραγωγής τροφίμων και ποτών, τον τομέα χονδρεμπορίου και λιανεμπορίου και δικτύων διανομής, την παραγωγή προϊόντων μετάλλου, τα δομικά υλικά, τις υπηρεσίες υγείας, τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις και την κτηνοτροφία, μέχρι τις υπηρεσίες προς επιχειρήσεις. Ισχυρή παρουσία στη ρουμανική αγορά έχουν αναπτύξει και οι ελληνικές κατασκευαστικές εταιρίες, οι οποίες πέραν της κατασκευαστικής τους δραστηριότητας, πραγματοποιούν σημαντικές επενδύσεις και στην κτηματαγορά της Ρουμανίας.
Θετική είναι η εικόνα και ως προς το διμερές εμπόριο, η αξία του οποίου ανήλθε το 2016 σε 1,53 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών. Πρωταγωνιστές – από την πλευρά των ελληνικών εξαγωγών – ήταν τα οπωροκηπευτικά, τα είδη υπόδησης, τα καπνά, ο ηλεκτρικός εξοπλισμός και τα ιχθυηρά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση των ελληνικών εξαγωγών προς τη Ρουμανία αυξήθηκαν την περασμένη χρονιά κατά 4,8% περίπου, φθάνοντας σε αξία τα 755 εκατομμύρια ευρώ.
Η αύξηση αυτή οφείλεται σε παράγοντες όπως η σταθερή ανάπτυξη της ρουμανικής οικονομίας τα τελευταία έτη και η αύξηση του εισοδήματος των καταναλωτών, καθώς και η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ σε τρόφιμα και λοιπά προϊόντα.
Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι η Ελλάδα αποτελεί ιδιαίτερα δημοφιλή τουριστικό προορισμό για τη ρουμανική αγορά, προσελκύοντας περισσότερους από 1 εκατομμύριο Ρουμάνους επισκέπτες ετησίως.
Σαφώς υπάρχουν περαιτέρω περιθώρια και ευκαιρίες για περαιτέρω ενίσχυση των διμερών οικονομικών σχέσεων Ελλάδας και Ρουμανίας.
Ιδιαίτερα δε στην παρούσα περίοδο, όπου η ελληνική οικονομία ανακτά θετικό ρυθμό ανάπτυξης, μετά από μακρόχρονη ύφεση.
Πιστεύουμε ότι για τις ελληνικές επιχειρήσεις, η πορεία ανάκαμψης της εγχώριας οικονομίας θα συνδυαστεί με τη διεύρυνση των εξωστρεφών δραστηριοτήτων τους και με την αξιοποίηση νέων ευκαιριών, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας.
Στο πλαίσιο αυτό, έχω την πεποίθηση ότι η Ρουμανία θα συνεχίσει να αποτελεί προορισμό επιλογής για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2015, παρά την κρίση, ιδρύθηκαν στη χώρα 256 νέες εταιρίες ελληνικών συμφερόντων στη Ρουμανία.
Από την πλευρά μας, ως Επιμελητηριακή Κοινότητα είμαστε διατεθειμένοι να στηρίξουμε κάθε δυνατό τρόπο την περαιτέρω προσέγγιση των δύο επιχειρηματικών κοινοτήτων.
Ήδη στο πλαίσιο των δράσεών μας για τη στήριξη της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων, συμβάλουμε στη διευκόλυνση της δικτύωσης μεταξύ επιχειρηματιών, στην παροχή αξιόπιστης επιχειρηματικής πληροφόρησης, αλλά και στην αντιμετώπιση τυχόν εμποδίων, σε θέματα γλώσσας, τελωνειακών και άλλων διοικητικών διαδικασιών, τραπεζικών συναλλαγών κτλ.
Οι πρωτοβουλίες μας είναι βέβαιο ότι θα συνεχιστούν, σε συνεργασία με τα τοπικά επιμελητήρια και διμερείς επιχειρηματικούς φορείς.
Η οικονομική και εμπορική συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας στηρίζεται ήδη σε σταθερές βάσεις.
Είναι στο χέρι μας να αξιοποιήσουμε ακόμη καλύτερα αυτή τη σχέση, ανοίγοντας νέους δρόμους συνεργασίας με όφελος για τις επιχειρήσεις, για τις οικονομίες και για τους λαούς των δύο χωρών.
Είμαι βέβαιος ότι η σημερινή εκδήλωση θα συμβάλει σε αυτό το στόχο, παρέχοντας ένα πεδίο δικτύωσης και ανάπτυξης γόνιμων επιχειρηματικών επαφών».
Σχόλια αναγνωστών