Τελευταία Νέα
Οικονομία

ΤτΕ: Στο 4,2% η ανάπτυξη της Ελλάδας το 2021 - Οι αβεβαιότητες και οι 3 προϋποθέσεις της ανάκαμψης

ΤτΕ: Στο 4,2% η ανάπτυξη της Ελλάδας το 2021 - Οι αβεβαιότητες και οι 3 προϋποθέσεις της ανάκαμψης
Η πρόβλεψη της ΤτΕ εμπεριέχει μεγάλη αβεβαιότητα εξαιτίας των κινδύνων που συνδέονται με την εξέλιξη των επιδημιολογικών δεδομένων και τη δυνατότητα άμεσης άρσης πολλών περιοριστικών μέτρων
Στο 4,2% τοποθετεί την πρόβλεψη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας η Τράπεζα της Ελλάδος το 2021, σπεύδοντας όμως να επισημάνει ότι η πρόβλεψη αυτή εμπεριέχει μεγάλη αβεβαιότητα εξαιτίας των κινδύνων που συνδέονται άμεσα με την εξέλιξη των επιδημιολογικών δεδομένων και τη δυνατότητα άμεσης άρσης πολλών περιοριστικών και απαγορευτικών μέτρων, αλλά και με τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την έκταση των οικονομικών επιπτώσεων.
Το δημόσιο χρέος το 2021 προβλέπεται να αποκλιμακωθεί σε 199,6% του ΑΕΠ, κυρίως χάρη στη μειωτική συμβολή της διαφοράς μεταξύ του έμμεσου επιτοκίου δανεισμού και του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ (snowball effect), που εκτιμάται σε 8,3 ποσ. μονάδες, αντανακλώντας την εκτιμώμενη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 5,6%.
Σε ονομαστικούς όρους προβλέπεται να αυξηθεί κατά 3,2 δισεκ. ευρώ, καθώς η σχεδιαζόμενη μείωση του αποθέματος των βραχυπρόθεσμων τίτλων της κεντρικής διοίκησης και η πρόωρη αποπληρωμή δανείων του επίσημου τομέα προβλέπεται να υπερκαλυφθούν από νέες εκδόσεις ομολόγων (8-12 δισεκ. ευρώ) και δανεισμό από ευρωπαϊκούς πόρους.

Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ότι το πρωτογενές έλλειμμα θα ανέλθει σε 5,5% το 2021.
Επίσης, προβλέπεται σταδιακή αποκλιμάκωση του αρνητικού ετήσιου ρυθμού του γενικού πληθωρισμού το 2021, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των διεθνών τιμών του πετρελαίου, αλλά και λόγω των θετικών επιδράσεων βάσης.


tte_6-4-21.JPG
Εκτιμάται ωστόσο ότι η ανάκαμψη της οικονομίας της ζώνης του ευρώ και της ελληνικής οικονομίας θα ξεκινήσει αργότερα μέσα στο τρέχον έτος, και συγκεκριμένα από το β΄ τρίμηνο του 2021, θα ισχυροποιηθεί από το δεύτερο εξάμηνο και θα συνεχιστεί το 2022.
Η εκτίμηση αυτή τελεί υπό τέσσερις σημαντικές προϋποθέσεις:
α) την επιτάχυνση των εθνικών εμβολιαστικών προγραμμάτων,
β) τη συνακόλουθη άρση των περιορισμών και απαγορεύσεων δραστηριοτήτων,
γ) τη διατήρηση της επεκτατικής κατεύθυνσης των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών με εφαρμογή σωστά στοχευμένων μέτρων για τη στήριξη της υποτονικής ζήτησης, μέχρι να σταθεροποιηθούν οι εθνικές οικονομίες, και
δ) τη διασφάλιση ευνοϊκών χρηματοπιστωτικών συνθηκών καθώς και την έγκαιρη ενεργοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU.

Οι 3 προϋποθέσεις της ανάκαμψης

Η ταχύτητα με την οποία θα ανακάμψει η ελληνική οικονομία εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες:

Πρώτον, την επιτάχυνση της εκστρατείας των εμβολιασμών όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η επιτυχία των εμβολιασμών θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών για την επίλυση της υγειονομικής κρίσης και θα δώσει τη δυνατότητα επιστροφής στην κανονικότητα με άρση ταξιδιωτικών και άλλων περιορισμών, συμβάλλοντας έτσι στην ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης, κυρίως υπηρεσιών όπως ο τουρισμός και τα ταξίδια.
Παράλληλα, η μείωση της αβεβαιότητας και η άρση των περιοριστικών μέτρων θα επιτρέψουν τη σταδιακή αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης και των εγχώριων επενδύσεων.

Δεύτερον, τη διατήρηση σε εφαρμογή, μέχρι τη λήξη της πανδημίας και μέχρι να εδραιωθεί η ανάκαμψη, των δημοσιονομικών παρεμβάσεων και των έκτακτων μέτρων από το τραπεζικό σύστημα, προσεκτικά όμως στοχευμένων σε κατηγορίες εργαζομένων, καθώς και σε παραγωγικούς κλάδους που επλήγησαν βαρύτερα αλλά παραμένουν οικονομικά υγιείς.
Για το σκοπό αυτό, καθοριστικής σημασίας είναι η στρατηγική της σταδιακής και προσεκτικής απόσυρσης των μέτρων.
tte_6-4-21b.JPG

Τρίτον, την ταχύτητα ενεργοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την απορρόφηση των κεφαλαιακών πόρων που δικαιούται η Ελλάδα από το ευρωπαϊκό μέσο NGEU.
Η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 και έως το 2026 θα ενισχύσει σε σημαντικό βαθμό τη δυναμική της ανάπτυξης και θα διευκολύνει την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας χωρίς την ανάγκη επιστροφής στις αυστηρές πολιτικές λιτότητας του παρελθόντος που εγκλώβισαν την οικονομία σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και στασιμότητας.
Μάλιστα, για χώρες όπως η Ελλάδα, με υψηλό λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, καίρια σημασία για την αποκλιμάκωση της δυναμικής του χρέους έχει ο συνδυασμός όσο το δυνατόν υψηλότερου ρυθμού αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και όσο το δυνατόν χαμηλότερων ονομαστικών επιτοκίων δανεισμού.

Οι προκλήσεις

Συνεπώς, την επαύριο της πανδημίας και καθώς η οικονομία θα επανέρχεται σε κανονική λειτουργία, απαιτείται ιεράρχηση των μεσοπρόθεσμων προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής γύρω από τρεις κεντρικούς άξονες:
α) την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας ώστε να διασφαλίζεται το αξιόχρεο της χώρας,
β) την ενίσχυση του αναπτυξιακού προσανατολισμού της δημοσιονομικής πολιτικής και
γ) την επιτάχυνση της υλοποίησης του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων, περιλαμβανομένης της απαλλαγής των πιστωτικών ιδρυμάτων από τα χαμηλής ποιότητας στοιχεία ενεργητικού.
tte_6-4-21c.JPG

Η αύξηση του χρέους

Η ραγδαία αύξηση του δημόσιου χρέους είναι ένα γενικευμένο φαινόμενο σε όλες τις προηγμένες οικονομίες του πλανήτη εξαιτίας της ύφεσης και του αποπληθωρισμού, αλλά και λόγω της μεγάλης αύξησης του κρατικού δανεισμού για τη χρηματοδότηση των αναγκαίων επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών για τη δημιουργία ενός πλέγματος προστασίας της ιδιωτικής οικονομίας.
Στις υπερχρεωμένες πάντως οικονομίες όπως η ελληνική, η δυναμική του δημόσιου χρέους είναι ένα ζήτημα που μακροπρόθεσμα επηρεάζει την αναπτυξιακή δυναμική και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα.
Ωστόσο, η συμπερίληψη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, αν και εξακολουθούν να υπολείπονται της επενδυτικής βαθμίδας, στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme − PEPP) της ΕΚΤ και η αποδοχή τους ως εξασφαλίσεων στις πράξεις αναχρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα, καθώς και οι θετικές εξελίξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, συνέβαλαν στην αδιάλειπτη πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές κεφαλαίων και στην περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Επιβεβαίωση του αξιόχρεου της χώρας και ένδειξη αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών στην ελληνική οικονομία είναι η έκδοση στο τέλος του Ιανουαρίου 2021 νέου 10ετούς ομολόγου με ιστορικά χαμηλή απόδοση 0,81%, καθώς και η επιτυχής έκδοση το Μάρτιο του 2021 30ετούς ομολόγου με απόδοση 1,96%.
Η έκδοση μάλιστα ομολόγου, για πρώτη φορά μετά το 2008, τόσο μεγάλης χρονικής διάρκειας συμπληρώνει την καμπύλη αποδόσεων των ελληνικών τίτλων και επιβεβαιώνει την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στις μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους εκτιμάται ότι είναι διασφαλισμένη μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030.
Η επιμήκυνση της μεσοσταθμικής διάρκειας των αποπληρωμών και η ευνοϊκή σύνθεση του χρέους, αλλά και η συσσώρευση επαρκών αποθεμάτων ρευστότητας, διατηρούν μεσοπρόθεσμα στα τρέχοντα χαμηλά επίπεδα το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Παράλληλα, η επικράτηση ιστορικά χαμηλών επιτοκίων δανεισμού διεθνώς επιτρέπει την εύκολη αναχρηματοδότηση του χρέους ακόμη και σε αυτά τα πολύ υψηλά επίπεδα.
Ως εκ τούτου, ο κίνδυνος σε σχέση με την αναχρηματοδότηση είναι περιορισμένος.
Η εκτίμηση αυτή τελεί υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι προσωρινού χαρακτήρα και η δημοσιονομική ισορροπία θα αποκαθίσταται, καθώς θα ανακάμπτει η οικονομία, με την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα.
Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2021, το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα για το 2021 ―σύμφωνα με τον ορισμό της ενισχυμένης εποπτείας― αναμενόταν να περιοριστεί σε 3,9% του ΑΕΠ λόγω της σταδιακής απόσυρσης των επεκτατικών δημοσιονομικών παρεμβάσεων και της προβλεπόμενης ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η πανδημία θα τεθεί υπό έλεγχο.
Ωστόσο, η αβεβαιότητα παραμένει αυξημένη ενόσω διατηρούνται τα περιοριστικά μέτρα και κατά συνέπεια η δημοσιονομική πολιτική έχει ήδη συμπληρωθεί με νέες επεκτατικές παρεμβάσεις, οι οποίες όμως αναμένεται να επιβαρύνουν περαιτέρω το προβλεπόμενο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Ως εκ τούτου, το ύψος των παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της πανδημίας αυξήθηκε σε 7,4% του ΑΕΠ το 2021, έναντι 4,3% του ΑΕΠ που προβλεπόταν στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού 2021.
Συνεπώς, εκτιμάται ότι το 2021 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 5,3% του ΑΕΠ, έναντι πρόβλεψης 3,9% του ΑΕΠ στην Εισηγητική Έκθεση.

Πρόταση πολιτικής

Η πανδημία έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον ακραίας αβεβαιότητας ως προς την ασκούμενη οικονομική πολιτική, την αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών μέτρων και τις προβλέψεις των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών μεταβλητών για το 2021.
Η επιθετική επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, σε συνδυασμό με τη διευκολυντική ενιαία νομισματική πολιτική, ήταν η ενδεδειγμένη αντίδραση για τη στήριξη της οικονομίας, μετριάζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του 2020 και στις αρχές του 2021.
Η στήριξη αυτή θα πρέπει να συνεχιστεί όσο διαρκούν οι επιπτώσεις της πανδημίας, με ακόμη μεγαλύτερη στόχευση, και να αποσυρθεί σταδιακά και παράλληλα με την οικονομική ανάκαμψη.
Με τον τρόπο αυτό εξομαλύνεται η αποπληρωμή μετά την πανδημία των υπό αναστολή υποχρεώσεων και αποφεύγεται ο κίνδυνος έναρξης ενός νέου φαύλου κύκλου δημοσιονομικής αστάθειας και οικονομικής ύφεσης που θα μπορούσε να προκληθεί από μια απότομη και πρόωρη απόσυρση των υφιστάμενων δημοσιονομικών μέτρων.
Έχει ιδιαίτερη σημασία η δημοσιονομική επέκταση να παραμείνει στοχευμένη και προσωρινή, προκειμένου να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και να μη μετατραπεί η υγειονομική κρίση σε κρίση δημόσιου χρέους.
Επιπλέον, το ταμειακό απόθεμα θα πρέπει να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα, καθώς συμβάλλει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και κατά συνέπεια στον περιορισμό του κόστους αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους, δεδομένου ότι οι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου υπολείπονται ακόμη της επενδυτικής βαθμίδας αξιολόγησης.
Η επόμενη μέρα της υγειονομικής κρίσης πρέπει να συνδέεται με οικονομικές πολιτικές που ως κύριο μέλημά τους θα έχουν την οικονομική μεγέθυνση σε συνδυασμό με την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Η αξιόπιστη τήρηση των κανόνων του υπό διαμόρφωση νέου, μετά την πανδημία, ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου αποτελεί προϋπόθεση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών και της αδιάλειπτης παρουσίας της χώρας στις διεθνείς αγορές.
Επιπλέον, καθώς η επίδραση του παρονομαστή είναι καθοριστική για τη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, είναι απαραίτητο η τρέχουσα οικονομική πολιτική να συνδυαστεί με διαρθρωτικές πολιτικές, αποσκοπώντας στη συνέχιση μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος μεταρρύθμισης της ελληνικής οικονομίας.
Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η ασφαλής επανεκκίνηση της οικονομίας μετά το τέλος της πανδημίας, αλλά και πολύ περισσότερο η επάνοδός της σε στέρεη αναπτυξιακή τροχιά.
Στο πλαίσιο αυτό, η ώθηση
στην ανάπτυξη μέσω επενδύσεων στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία αυξάνει το προϊόν και συμβάλλει στη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, καθώς και στη δημιουργία του απαραίτητου δημοσιονομικού χώρου για την αντιμετώπιση μελλοντικών διαταραχών.
Παράδειγμα προς τη σωστή κατεύθυνση αποτελεί η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημόσιου τομέα, ως αποτέλεσμα των ιδιαίτερων συνθηκών που διαμορφώθηκαν εξαιτίας της πανδημίας, με άμεσα οφέλη από τη μείωση του λειτουργικού κόστους, την αποτελεσματικότερη λειτουργία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και τη διευκόλυνση της επισκόπησης των δαπανών.
Καθοριστικής σημασίας κρίνεται η αξιοποίηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, δεδομένου του υψηλού δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή που συνδέεται με τις δημόσιες επενδύσεις, αλλά και του μεγάλου επενδυτικού κενού στην ελληνική οικονομία.
Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να έχει ισχυρό επενδυτικό προσανατολισμό, με έμφαση σε φιλικές προς την ανάπτυξη δημόσιες δαπάνες, οι οποίες συμβάλλουν και στην αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων με σημαντικά και διατηρήσιμα αναπτυξιακά αποτελέσματα.
Ειδικότερα, ο πολλαπλασιαστής των δημόσιων επενδύσεων για τις ανεπτυγμένες οικονομίες σε περιόδους αβεβαιότητας εκτιμάται αρκετά μεγαλύτερος της μονάδας για μια περίοδο δύο ετών.
Από αυτή την άποψη, η αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU αποτελεί μοναδική ευκαιρία.
Προς την ίδια κατεύθυνση θα μπορούσαν να συμβάλουν δράσεις για την αποτελεσματική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, τόσο στο σκέλος των εσόδων όσο και στο σκέλος των δαπανών.
Για παράδειγμα, μια περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών θα στηρίξει την εργασία και την οικονομική ανάπτυξη και θα λειτουργήσει ως κίνητρο για μείωση της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας.
Επίσης, ένα καλά σχεδιασμένο και στοχευμένο σύστημα φορολογικών κινήτρων, που θα ενθαρρύνει την ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία με στόχο την έρευνα και την καινοτομία, θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντική δημοσιονομική μεταρρύθμιση με αναπτυξιακό αποτύπωμα.
Προκειμένου να διευκολυνθούν οι πολιτικές για την προώθηση των παραπάνω προτεραιοτήτων, έχει δρομολογηθεί ήδη σε ευρωπαϊκό επίπεδο η αναμόρφωση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ώστε να καταστεί απλούστερο, περισσότερο ευέλικτο και ταυτοχρόνως να διασφαλίζει τη δημοσιονομική βιωσιμότητα.
Κύριες προτεραιότητες θα πρέπει να αποτελούν η διαφύλαξη του επιπέδου των επενδυτικών δαπανών ώστε να δρουν αντικυκλικά και να μην αποτελούν μέσο επίτευξης δημοσιονομικής πειθαρχίας, η ενδυνάμωση των αυτόματων σταθεροποιητών και η έμφαση στην καθοριστική επίδραση της οικονομικής ανάπτυξης ως προς τη μείωση του δημόσιου χρέους για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας.



Δείτε εδώ την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος
Έκθεση_Διοικητή.pdf

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης