Σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες στην ελληνική αγορά καταθέσεων, με άμεσες επιπτώσεις στις αποδόσεις των καταθετών, αναδεικνύει η κλαδική έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τα τραπεζικά επιτόκια.
Η έρευνα καταγράφει ότι η μετακύλιση των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ προς τους καταθέτες παραμένει περιορισμένη, καθυστερημένη και ανομοιόμορφη, ενώ παρατηρείται συσσώρευση ρευστότητας σε προϊόντα χαμηλής ή μηδενικής απόδοσης.
Οι τρεις λόγοι
Τα ευρήματα αυτά συνδέονται άμεσα με την ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς, την υπερβάλλουσα ρευστότητα των τραπεζών και τη χαμηλή κινητικότητα των καταναλωτών, παράγοντες που αποδυναμώνουν τον ανταγωνισμό και περιορίζουν την πίεση για υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων.
Η Έκθεση καταγράφει ότι η αύξηση των καταθέσεων την εξεταζόμενη περίοδο αφορά κυρίως καταθέσεις υψηλής ρευστότητας και χαμηλής απόδοσης. Παράλληλα, το κόστος ευκαιρίας διακράτησης τραπεζικών καταθέσεων παραμένει υψηλό, ωθώντας μέρος των καταθετών σε εναλλακτικές τοποθετήσεις, χωρίς ωστόσο η δομή της αγοράς να ευνοεί έντονο ανταγωνισμό στα επιτόκια.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής, στο πλαίσιο της δημοσιοποίησης της Ενδιάμεσης Έκθεσης της Κλαδικής Έρευνας για τις Τραπεζικές Καταθέσεις (ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2024), διατυπώνονται προβληματισμοί αλλά και προκαταρκτικές προτάσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της διαφάνειας, της συγκρισιμότητας των καταθετικών προϊόντων και της κινητικότητας των καταθετών.
Κεντρικός στόχος είναι η βελτίωση των αποδόσεων για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά και η εύρυθμη λειτουργία της τραπεζικής αγοράς.
Η Έκθεση εξετάζει τη διάρθρωση του κλάδου των τραπεζικών καταθέσεων, την προσφορά και τη ζήτηση, καθώς και τις παραμέτρους που επηρεάζουν τη διαμόρφωση των επιτοκίων. Παράλληλα, αποτυπώνει την πορεία των επιτοκίων καταθέσεων από το 2019 έως τις αρχές του 2025.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις προθεσμιακές καταθέσεις, οι οποίες αποτελούν το βασικό αποταμιευτικό προϊόν στην ελληνική αγορά. Αντίθετα, οι καταθέσεις ταμιευτηρίου λειτουργούν κυρίως ως λογαριασμοί πληρωμών, με πολύ χαμηλή ή μηδενική απόδοση.
Τα δάνεια και τα μικτά καταθετικά-επενδυτικά προϊόντα εξαιρούνται από το πεδίο της έρευνας, λόγω της εξατομίκευσης και του επενδυτικού κινδύνου που ενσωματώνουν.
Η μεθοδολογία της έκθεσης βασίστηκε σε συνδυασμό ποσοτικών και ποιοτικών εργαλείων, όπως ερωτηματολόγια προς συστημικές και μη συστημικές τράπεζες, στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ανάλυση εσωτερικών τραπεζικών εγγράφων, βιβλιογραφική έρευνα και έρευνα καταναλωτών για τις αποταμιευτικές συνήθειες ιδιωτών και επιχειρήσεων. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνεργάστηκε και με τον εξωτερικό επιστημονικό εμπειρογνώμονα, καθηγητή Μάρκο Ζαχαριάδη.
Προτάσεις για ενίσχυση ανταγωνισμού και διαφάνειας
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού προτείνει παρεμβάσεις για τη βελτίωση του ανταγωνισμού, τη στήριξη της αποταμίευσης και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα:
-
Ενίσχυση του ανταγωνισμού μέσω νέων τραπεζικών εισόδων και επεκτάσεων, ώστε να αυξηθεί η πίεση για υψηλότερα επιτόκια.
-
Δημιουργία κρατικών αποταμιευτικών λογαριασμών τύπου Livret A/LEP, με κρατικά καθοριζόμενο επιτόκιο, για τη στήριξη των μικροκαταθετών, με αξιολόγηση της δημοσιονομικής αποτελεσματικότητας.
-
Ανάπτυξη νέων αποταμιευτικών προϊόντων που επιβραβεύουν τη μακροχρόνια διακράτηση κεφαλαίων με προνομιακές αποδόσεις.
-
Αύξηση της κινητικότητας των καταθετών, μέσω καλύτερης ενημέρωσης, ευκολότερης σύγκρισης επιτοκίων, απλοποίησης της αλλαγής παρόχου και διερεύνησης της φορητότητας αριθμού λογαριασμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού καλεί όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να καταθέσουν τις απόψεις τους έως τις 16 Φεβρουαρίου 2026, είτε μέσω υπομνημάτων είτε μέσω τηλεδιαβούλευσης που θα πραγματοποιηθεί τον Φεβρουάριο του 2026.
Οι θέσεις που θα υποβληθούν θα αξιοποιηθούν για την κατάρτιση της Τελικής Έκθεσης της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών