Τελευταία Νέα
Πολιτική

Κ. Μητσοτάκης: Έγιναν λάθη στο σχεδιασμό των ελληνικών προγραμμάτων διάσωσης

Κ. Μητσοτάκης: Έγιναν λάθη στο σχεδιασμό των ελληνικών προγραμμάτων διάσωσης
«Δόθηκε πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην φορολογική πολιτική, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να μεταφερθεί το κόστος των μέτρων συντριπτικά στον ιδιωτικό τομέα»
Την πεποίθηση του πως έγιναν λάθη κατά τον σχεδιασμό των ελληνικών προγραμμάτων διάσωσης εξέφρασε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Σημειώνεται πως η ομιλία του κ. Μητσοτάκη έλαβε χώρα στο πλαίσιο της εκδήλωσης στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών (EBEA) με θέμα «Οι βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές, οδηγός για το μέλλον της Ελλάδας», την οποία συνδιοργάνωσαν το Ινστιτούτο Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής» και το Ίδρυμα «Konrad Adenauer».
Όπως διαπιστώνει ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, «δόθηκε πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην φορολογική πολιτική», κάτι που είχε ως αποτέλεσμα «να μεταφερθεί το κόστος των μέτρων συντριπτικά στον ιδιωτικό τομέα».
«Αυτό όμως έχει δημιουργήσει επί της ουσίας, μια συνθήκη στην οποία η οικονομία δυσκολεύεται σήμερα, να “πάρει μπροστά”», σχολίασε, συμπληρώνοντας:
«Επίσης, δεν διαπιστώσαμε ως πολιτικό σύστημα έγκαιρα το αυτονόητο:
Σε κάθε πρόγραμμα προσαρμογής και σε κάθε μεταρρύθμιση υπάρχει πολιτικό κόστος.
Το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος, όμως, είναι το πολιτικό κόστος της ακινησίας.
Κι αυτό το πολιτικό κόστος είναι μεγαλύτερο από το κόστος οποιασδήποτε πολιτικής πρωτοβουλίας.
Το κόστος του να τολμήσεις, του να επιδιώξεις αλλαγές, ακόμα και αν αυτές είναι βραχυπρόθεσμα επώδυνες».

Αναλυτικότερα, ο χαιρετισμός του κ. Μητσοτάκη:

«Αγαπητέ Καγκελάριε Schüssel, αγαπητοί Υπουργοί, αγαπητοί βουλευτές

Φίλες και φίλοι,

Είναι ιδιαίτερη χαρά μου σήμερα που μου δίνεται η ευκαιρία να απευθύνω ένα σύντομο χαιρετισμό, αλλά κυρίως να παρακολουθήσω στη συνέχεια την σημερινή εκδήλωση η οποία διοργανώνεται από κοινού από το Ινστιτούτο Δημοκρατίας “Κωνσταντίνος Καραμανλής” αλλά και από το Ίδρυμα Konrad Adenauer Stiftung.
Και αυτό επειδή η θεματική της εκδήλωσης – η ανταλλαγή καλών πρακτικών και ο σχεδιασμός επιτυχημένων μεταρρυθμίσεων – αποτελεί το ζητούμενο της επόμενης ημέρας, της ημέρας της εξόδου από την κρίση.
Ταυτόχρονα, όμως, βρίσκεται και στον πυρήνα του ελληνικού προβλήματος.
Το πραγματικό υπαρξιακό ερώτημα το οποίο πρέπει να απαντήσουμε και στο οποίο πιστεύω ότι θα μας βοηθήσουν οι αγαπητοί προσκεκλημένοι, αναφέρθηκε ήδη από τη συντονίστρια.
Γιατί άλλες χώρες όπως η Πορτογαλία, η Κύπρος και η Ιρλανδία βγήκαν έγκαιρα από τα προγράμματα λιτότητας και πέρασαν στην ανάπτυξη, σε αντίθεση με τη χώρα μας η οποία 6 χρόνια μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου εξακολουθεί να παραμένει στάσιμη εγκλωβισμένη σε μια παρατεταμένη κρίση, μια κρίση η οποία πέρα από τα οικονομικά έχει αποκτήσει και έντονα κοινωνικά, πολιτικά, αλλά και θεσμικά χαρακτηριστικά.
Τι πήγε λοιπόν “στραβά” στο ελληνικό πρόγραμμα σε σχέση με αντίστοιχα προγράμματα άλλων χωρών της Ε.Ε.;
Γιατί μπορούμε να μάθουμε από επιτυχημένες πρακτικές, άλλων ευρωπαϊκών χωρών στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.
Επιτρέψτε μου κάποιες πολύ σύντομες σκέψεις, οι οποίες πιστεύω ότι θα δώσουνε και το ερέθισμα για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση.
Κατ’ αρχάς, πήγε κάτι λάθος στον σχεδιασμό του ελληνικού προγράμματος;
Κατά την άποψή μου ναι.
Ξέρουμε και από την ιστορία αντίστοιχων οικονομικών κρίσεων, ότι τα προγράμματα διάσωσης, ως προς το σκέλος της δημοσιονομικής προσαρμογής, και όλα τα προγράμματα διάσωσης εμπεριέχουν και ένα σκέλος δημοσιονομικής προσαρμογής, αυτοί οι στόχοι πρέπει να υπηρετούνται περισσότερο από μειώσεις δαπανών και λιγότερο από αυξήσεις φόρων.
Και οι μειώσεις δαπανών θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο στοχευμένες και όσο το δυνατόν λιγότερο οριζόντιες.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς ξέρουμε, 6 χρόνια μετά, με κάποιες εξαιρέσεις ότι έγινε το ακριβώς αντίθετο:
Δώσαμε πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην φορολογική πολιτική, μεταφέραμε, με αυτόν τον τρόπο, το κόστος των μέτρων συντριπτικά στον ιδιωτικό τομέα.
Αυτό όμως έχει δημιουργήσει επί της ουσίας, μια συνθήκη στην οποία η οικονομία δυσκολεύεται σήμερα, να “πάρει μπροστά”.
Και φυσικά, αντίστοιχο πρόβλημα συναντάμε και με τις ασφαλιστικές εισφορές:
Ξέρουμε πια πολύ καλά, ότι το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών δεν διασώζει τα ασφαλιστικά ταμεία.
Αντίθετα είναι το ίδιο το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών το οποίο συχνά οδηγεί στην εισφοροδιαφυγή καθιστώντας επισφαλές το μέλλον των ταμείων, τα οποία προσπαθούμε να σώσουμε.
Και αξίζουμε εδώ πέρα να σταθούμε λίγο και να συζητήσουμε τα παραδείγματα φορολογικής πολιτικής άλλων χωρών, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, αλλά ειδικά της Κύπρου. Θυμάμαι όταν είχα την ευκαιρία νέος αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, να συναντήσω για πρώτη φορά τον καλό μου φίλο τον Χάρη Γεωργιάδη, ο Χάρης μου είπε ότι η Κύπρος κατάφερε να βγει από το πρόγραμμα χωρίς να αυξήσει, προσέξτε, ούτε έναν φόρο. Μειώνοντας αποκλειστικά σε στοχευμένες δαπάνες. Και θα ήθελα στη συνέχεια να αναφερθεί λίγο περισσότερο σε αυτήν την επιλογή της Κυπριακής Κυβέρνησης. Και βέβαια έχουμε και εμείς δείγματα γραφής γιατί μια πολιτική μείωσης φορολογικών συντελεστών σε αντίθεση ενδεχομένως με το τι μπορεί να προέβλεπαν οι πιστωτές μας, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα καλύτερα δημοσιονομικά αποτελέσματα.
Π.χ. η μείωση στο ΦΠΑ στην εστίαση την οποία υλοποίησε κόντρα τότε στις επιταγές της τρόικα η προηγούμενη Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Φυσικά, όμως, η φορολογική πολιτική, δεν ήταν και δεν παραμένει το μόνο πρόβλημα του ελληνικού προγράμματος.
Ένα άλλο πολύ μεγάλο πρόβλημα αφορά την πολιτική βούληση για μεταρρυθμίσεις.
Πάντα είχα μια απορία, γιατί ήταν ευκολότερο για το ελληνικό πολιτικό σύστημα να ψηφίζει οριζόντιες μειώσεις μισθών και συντάξεων παρά να προβεί σε στοχευμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων ή να αποδεχτεί π.χ. την εφαρμογή της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ για την απελευθέρωση της αγοράς προϊόντων. Στοχευμένες, δηλαδή, και επιλεκτικά προσδιορισμένες μεταρρυθμίσεις.
Και δεν διαπιστώσαμε, βλέπετε, ως πολιτικό σύστημα έγκαιρα το αυτονόητο:
Σε κάθε πρόγραμμα προσαρμογής και σε κάθε μεταρρύθμιση υπάρχει πολιτικό κόστος.
Το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος, όμως, είναι το πολιτικό κόστος της ακινησίας.
Κι αυτό το πολιτικό κόστος είναι μεγαλύτερο από το κόστος οποιασδήποτε πολιτικής πρωτοβουλίας. Το κόστος του να τολμήσεις, του να επιδιώξεις αλλαγές, ακόμα και αν αυτές είναι βραχυπρόθεσμα επώδυνες.
Κι αυτό είναι ένα ενδημικό πρόβλημα του ελληνικού πολιτικού συστήματος, η αναβολή κάποιων δύσκολων πολιτικών αποφάσεων. Και κυρίως η μη λήψη αυτών των δύσκολων πολιτικών αποφάσεων είναι αρχή και όχι το τέλος ενός εκλογικού κύκλου.
Εμείς αποφύγαμε αυτές τις αναγκαίες αλλαγές διαχρονικά.
Και πολλές φορές όσους είχαν το σθένος να τις εισηγηθούν είτε αυτοί ήταν πολιτικοί είτε ήταν τεχνοκράτες, βρέθηκαν στο στόχαστρο μιας σκληρής κριτικής.
Εδώ επιτρέψτε μου και μια αναφορά στην στοχοποίηση και στην ενοχοποίηση της έννοιας του τεχνοκράτη, δηλαδή του καταρτισμένου στελέχους είτε της διοίκησης ή του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος μπορεί με την εξειδικευμένη του γνώση να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση ενός συγκεκριμένου προβλήματος.
Εμείς, δυστυχώς, τους τεχνοκράτες τους στοχοποιούμε με μεγάλη άνεση. Όταν πολλές από τις αλλαγές τις οποίες πρέπει να εντοπίσουμε, χρειαζόμαστε ακριβώς αυτή την εξειδικευμένη γνώση, που μόνο κάποιος βαθύς γνώστης του αντικειμένου μπορεί να φέρνει.
Και αναδεικνύει αυτή η στόχευση των τεχνοκρατών ακριβώς το πόσο δύσκολο και σπάνιο είναι σήμερα για ένα στέλεχος υψηλών προδιαγραφών να επιλέξει να προσφέρει στον τόπο από ένα πολιτικό πόστο.
Τρίτη πτυχή του προβλήματος υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων την οποία θα ήθελα να συζητήσουμε είναι και το πρόβλημα της απουσίας πολιτικής συναίνεσης στην υλοποίηση κάποιων κοινά αποδεκτών στόχων.
Η κουλτούρα της “δομικής Αντιπολίτευσης”, του “όχι σε όλα”, δυστυχώς, χαρακτήρισε το πολιτικό μας σύστημα.
Και πολύ φοβάμαι ότι δεν μπορέσαμε στην Ελλάδα – σε αντίθεση με το τι έγινε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες – να συνεννοηθούμε για τα αυτονόητα.
Και θα με ενδιέφερε να ακούσω και να καταλάβω από τους ομιλητές πως επιτυγχάνεται μια βασική κουλτούρα συναίνεσης και συνεννόησης μεταξύ κομμάτων που έχουν διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, όταν βρίσκονται αντιμέτωπα με σύνθετα προβλήματα.
Δυστυχώς, αυτή η “δομική Αντιπολίτευση”, η οποία εκφράστηκε σε απόλυτο βαθμό από το κόμμα το οποίο μας κυβερνά σήμερα, είχε ως αποτέλεσμα την ίδια την ενοχοποίηση της έννοιας των μεταρρυθμίσεων, την οποία σήμερα καλούμαστε να υλοποιήσουμε. Δυστυχώς, στη συνείδηση του μέσου Έλληνα πολίτη, η μεταρρύθμιση ταυτίζεται με τη λιτότητα, τις περικοπές μισθών και συντάξεων.
“Μεταρρύθμιση”, όμως, εξ ορισμού δεν σημαίνει λιτότητα. “Μεταρρύθμιση” είναι ένα άλμα προς τα εμπρός.
Δεν σημαίνει απλά προσαρμογή στην πραγματικότητα αλλά ένας διάλογος με το μέλλον, ένας διάλογος για το ίδιο το μέλλον της χώρας. Και μόνο αυτή η κουλτούρα μπορεί πραγματικά να μας οδηγήσει μπροστά προς τα μπρος.
Και ίσως είναι ακριβώς αυτή η συγκρουσιακή λογική, η οποία δεν μας επέτρεψε να αναπτύξουμε ένα σχέδιο το οποίο να πηγαίνει πέρα και πάνω από το μνημόνιο. Ένα δικό μας “εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης”, με συγκεκριμένες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που θα επέτρεπαν, επιτέλους, στη χώρα μας να προάγει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, προς αντικατάσταση αυτού που κατέρρευσε στα συντρίμμια της κρίσης.
Ένα σχέδιο με έμφαση στην εξωστρέφεια της οικονομίας – τις εξαγωγές, τις ξένες επενδύσεις – αλλά και στην καινοτομία, στην εκπαίδευση, στα πραγματικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας.
Και θέλω να το τονίσω αυτό:
Το σχέδιο αυτό δεν είναι το μνημόνιο.
Το μνημόνιο δεν καθορίζει σε καμία περίπτωση το σύνολο των επιλογών μας, π.χ. στην εξωτερική πολιτική, στην παιδεία, στην πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων, στη δικαιοσύνη, ούτε φυσικά το μνημόνιο είναι πάντα γραμμένο σε γρανίτη. Αυτό το οποίο έλειπε και εξακολουθεί να λείπει σήμερα από το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι η περιβόητη “ιδιοκτησία” των μεταρρυθμίσεων, η πίστη δηλαδή της πολιτικής δύναμης, η οποία καλείται να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στην ορθότητά του.
Και θα με ενδιέφερε πολύ να ακούσω από τους ομιλητές μας πως ακριβώς διαχειρίστηκαν αυτό το πρόβλημα της ιδιοκτησίας των μεταρρυθμίσεων. Πως έπεισαν τους πολίτες ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές ήταν σωστές για τους ίδιους και πως εφάρμοσαν αυτές τις μεταρρυθμίσεις με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και όχι υπό την πίεση κάποιας ξένης πιεστικής δύναμης συνδεδεμένης πάντα με την εκταμίευση της επόμενης δόσης.
Οι μεταρρυθμίσεις είναι λίγο σαν τις μεταμοσχεύσεις. Κι αυτό πρέπει να το έχουμε πάντα υπόψη μας, όταν αντλούμε παραδείγματα από άλλες χώρες. Πρέπει να υπάρχει μια συμβατότητα μεταξύ “δότη” και “δέκτη”. Πρέπει να είναι συμβατή με τη χώρα που καλείται να τις εφαρμόσει.
Αλλά – και κλείνω με αυτήν την παρατήρηση – υπάρχουν πολλές διεθνείς πρακτικές, οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν στην Ελλάδα εξαιρετικά επιτυχημένα. Δεν χρειάζεται πάντα να ανακαλύπτουμε τον τροχό. Και πιστεύω ότι όλοι μας έχουμε πια αρκετή πολιτική εμπειρία να προσαρμόζουμε αυτές τις σωστές πρακτικές, τις βέλτιστες πρακτικές, στην ελληνική ιδιαιτερότητα.
Αυτό το εθνικό σχέδιο, λοιπόν, ανασυγκρότησης έχει καθυστερήσει δραματικά. Και είναι η συνολική ευθύνη – και κλείνω με αυτήν την παρατήρηση – της επόμενης Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να παρουσιάσει αυτό το σχέδιο στον ελληνικό λαό και έπειτα από την έγκρισή του, να το εκτελέσει με συνέπεια και με αποφασιστικότητα.
Το 1974, η Νέα Δημοκρατία ήταν η παράταξη που αποκατέστησε το δημοκρατικό Πολίτευμα μέσα από τους υποδειγματικούς χειρισμούς του ιδρυτή της, Κωνσταντίνου Καραμανλή. Σήμερα, καλείται να σχεδιάσει και να ενορχηστρώσει μια διαφορετική αποκατάσταση. Εκείνη της “κανονικότητας” και της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, σε μια ευρωπαϊκή ήπειρο η οποία κι αυτή με τη σειρά της δοκιμάζεται.
Αλλά, αυτή τη φορά, έχοντας υπερβεί όσα μας κρατάνε στο παρελθόν και δεν μας επιτρέπουν να αναπτύξουμε το βηματισμό που μας αξίζει.
Το χρωστάμε στα παιδιά μας και το οφείλουμε στην Ιστορία μας.

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ».

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης