Οξύνεται συνεχώς το πρόβλημα της λειψυδρίας. Σύμφωνα με νέα έρευνα, τουλάχιστον ο ένας στους δύο κατοίκους του πλανήτη δεν έχει πλέον ασφαλή πρόσβαση σε πόσιμο νερό
Δραματικές διαστάσεις λαμβάνει το πρόβλημα της λειψυδρίας και της έλλειψης πόσιμου νερού, ξεπερνώντας κάθε προηγούμενη απαισιόδοξη εκτίμηση.
Σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Science, τουλάχιστον 4,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι -δηλαδή το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού- δεν έχουν πλέον ασφαλή πρόσβαση σε πόσιμο νερό. Ο αριθμός αυτός είναι υπερδιπλάσιος από εκείνον που είχαν δώσει στη δημοσιότητα το 2020, σε δική τους έρευνα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) και η UNESCO.
Αλλά ακόμα και αυτός ο αριθμός μπορεί να μην ανταποκρίνεται στις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος.
Η επικεφαλής της έρευνας Έστερ Γκρίνγουντ από το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης (ETH) επισημαίνει ότι «ακόμη λείπουν κάποιες πληροφορίες, αλλά τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας μέχρι στιγμής υποδεικνύουν τεράστια ποσοστά μόλυνσης στο πόσιμο νερό.
Μπορεί οι πραγματικοί αριθμοί να είναι ακόμα πιο ανησυχητικοί».
Η μόλυνση του νερού δεν αποκλείεται να οφείλεται σε φυσικά αίτια, όπως η μορφολογία του εδάφους.
Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στο 80% των περιστατικών μόλυνσης με αρσενικό. Σε άλλες περιπτώσεις, ωστόσο, το νερό μολύνεται από χημικές ουσίες που εκλύονται σε εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες.
Οξύνεται το πρόβλημα στις φτωχότερες χώρες
Τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι στιγμής χτυπούν «καμπανάκι» για τα 2/3 του πληθυσμού με μεσαία και χαμηλότερα εισοδήματα. Σύμφωνα με την έρευνα, περίπου 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι σε χώρες της Ασίας (Ινδία, Πακιστάν, Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές, Μπουτάν, Ιράν, Μαλδίβες, Νεπάλ, Σρι Λάνκα) αναγκάζονται να χρησιμοποιούν ακατάλληλο νερό. Ακόμα πιο δραματικές είναι οι διαστάσεις του προβλήματος στην υποσαχάρια Αφρική, όπου το 80% του πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση σε ασφαλές πόσιμο νερό. Ελλείψεις παρατηρούνται και στην Ωκεανία, με εξαίρεση την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.
Όπως εξηγεί η Έστερ Γκρίνγουντ, οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους τα προηγούμενα στοιχεία του ερευνητικού προγράμματος JMP (Joint Monitoring Programme for Water Supply, Sanitation and Hygiene), που αποτελούσαν τη βάση για τις εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και της UNESCO, αλλά επιχείρησαν να διαμορφώσουν μία πληρέστερη εικόνα, συνεκτιμώντας εικόνες από δορυφόρο και στοιχεία που προέκυψαν από έρευνες σε νοικοκυριά.
«Τα στοιχεία αυτά συγκεντρώνονται, κατά κανόνα, κάθε 5 ή 10 χρόνια» αναφέρει η ερευνήτρια του ETH. «Όταν μιλάμε για 'ασφαλή πρόσβαση' σε πόσιμο νερό υπάρχει ένα ζήτημα. Μπορείς να κάνεις συνεχείς δειγματοληψίες για να εντοπίσεις το εντεροαιμορραγικό κολοβακτηρίδιο (E.coli) στο πόσιμο νερό και τη μία ημέρα να έχεις τιμές που σου δείχνουν ότι το νερό δεν έχει πρόβλημα, αλλά την επόμενη μέρα να έχεις τιμές που σου δείχνουν ότι το νερό είναι μολυσμένο και ακατάλληλο».
Για υγιείς ενήλικες η λοίμωξη με E.coli μετά από κατάποση μολυσμένου νερού ή κατανάλωση μολυσμένης τροφής εμφανίζει κατά κανόνα ήπια συμπτώματα, τα οποία σύντομα υποχωρούν. Ωστόσο, για μικρά παιδιά, ηλικιωμένους ή άτομα με άλλα προβλήματα υγείας η λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, οδηγώντας ακόμα και σε νεφρική ανεπάρκεια.
Ελλάδα, ΗΠΑ και άλλες ανεπτυγμένες χώρες
Ένα άλλο μεθοδολογικό ζήτημα που προκύπτει από τις έρευνες είναι ο υποκειμενικός φόβος για μόλυνση, ο οποίος πολλές φορές δεν ανταποκρίνεται ή τουλάχιστον δεν καταγράφεται στα αντικειμενικά δεδομένα.
Ως παράδειγμα αναφέρεται η Ελλάδα, όπου σε σχετικές έρευνες πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού εκφράζει φόβους ότι θα υποστεί μόλυνση από την κατανάλωση ακατάλληλου νερού στα επόμενα δύο χρόνια.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το ποσοστό του πληθυσμού που όντως δηλώνει ότι υπέστη μόλυνση δεν ξεπερνά το 5%.
Όπως εξηγεί η Σάρα Γιανγκ, ερευνήτρια στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Midwestern, ακόμα και στις ΗΠΑ ή άλλες ανεπτυγμένες χώρες εκφράζεται έντονος φόβος για την ποιότητα του νερού, αλλά και για την ικανότητα των αρμοδίων να αντιμετωπίσουν πιθανά προβλήματα. «Ασφαλώς στις ΗΠΑ η μεγάλη εικόνα είναι ότι το πόσιμο νερό δεν εγκυμονεί κινδύνους» επισημαίνει η Γιανγκ. «Κι όμως, σε αυτή τη χώρα υπάρχουν δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι που έχουν περιθωριοποιηθεί και δεν έχουν πρόσβαση στο δίκτυο υδροδότησης. Ακόμα και εντός των ανεπτυγμένων χωρών υπάρχουν τεράστιες ανισότητες».
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Science, τουλάχιστον 4,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι -δηλαδή το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού- δεν έχουν πλέον ασφαλή πρόσβαση σε πόσιμο νερό. Ο αριθμός αυτός είναι υπερδιπλάσιος από εκείνον που είχαν δώσει στη δημοσιότητα το 2020, σε δική τους έρευνα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) και η UNESCO.
Αλλά ακόμα και αυτός ο αριθμός μπορεί να μην ανταποκρίνεται στις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος.
Η επικεφαλής της έρευνας Έστερ Γκρίνγουντ από το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης (ETH) επισημαίνει ότι «ακόμη λείπουν κάποιες πληροφορίες, αλλά τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας μέχρι στιγμής υποδεικνύουν τεράστια ποσοστά μόλυνσης στο πόσιμο νερό.
Μπορεί οι πραγματικοί αριθμοί να είναι ακόμα πιο ανησυχητικοί».
Η μόλυνση του νερού δεν αποκλείεται να οφείλεται σε φυσικά αίτια, όπως η μορφολογία του εδάφους.
Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στο 80% των περιστατικών μόλυνσης με αρσενικό. Σε άλλες περιπτώσεις, ωστόσο, το νερό μολύνεται από χημικές ουσίες που εκλύονται σε εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες.
Οξύνεται το πρόβλημα στις φτωχότερες χώρες
Τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι στιγμής χτυπούν «καμπανάκι» για τα 2/3 του πληθυσμού με μεσαία και χαμηλότερα εισοδήματα. Σύμφωνα με την έρευνα, περίπου 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι σε χώρες της Ασίας (Ινδία, Πακιστάν, Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές, Μπουτάν, Ιράν, Μαλδίβες, Νεπάλ, Σρι Λάνκα) αναγκάζονται να χρησιμοποιούν ακατάλληλο νερό. Ακόμα πιο δραματικές είναι οι διαστάσεις του προβλήματος στην υποσαχάρια Αφρική, όπου το 80% του πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση σε ασφαλές πόσιμο νερό. Ελλείψεις παρατηρούνται και στην Ωκεανία, με εξαίρεση την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.
Όπως εξηγεί η Έστερ Γκρίνγουντ, οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους τα προηγούμενα στοιχεία του ερευνητικού προγράμματος JMP (Joint Monitoring Programme for Water Supply, Sanitation and Hygiene), που αποτελούσαν τη βάση για τις εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και της UNESCO, αλλά επιχείρησαν να διαμορφώσουν μία πληρέστερη εικόνα, συνεκτιμώντας εικόνες από δορυφόρο και στοιχεία που προέκυψαν από έρευνες σε νοικοκυριά.
«Τα στοιχεία αυτά συγκεντρώνονται, κατά κανόνα, κάθε 5 ή 10 χρόνια» αναφέρει η ερευνήτρια του ETH. «Όταν μιλάμε για 'ασφαλή πρόσβαση' σε πόσιμο νερό υπάρχει ένα ζήτημα. Μπορείς να κάνεις συνεχείς δειγματοληψίες για να εντοπίσεις το εντεροαιμορραγικό κολοβακτηρίδιο (E.coli) στο πόσιμο νερό και τη μία ημέρα να έχεις τιμές που σου δείχνουν ότι το νερό δεν έχει πρόβλημα, αλλά την επόμενη μέρα να έχεις τιμές που σου δείχνουν ότι το νερό είναι μολυσμένο και ακατάλληλο».
Για υγιείς ενήλικες η λοίμωξη με E.coli μετά από κατάποση μολυσμένου νερού ή κατανάλωση μολυσμένης τροφής εμφανίζει κατά κανόνα ήπια συμπτώματα, τα οποία σύντομα υποχωρούν. Ωστόσο, για μικρά παιδιά, ηλικιωμένους ή άτομα με άλλα προβλήματα υγείας η λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, οδηγώντας ακόμα και σε νεφρική ανεπάρκεια.
Ελλάδα, ΗΠΑ και άλλες ανεπτυγμένες χώρες
Ένα άλλο μεθοδολογικό ζήτημα που προκύπτει από τις έρευνες είναι ο υποκειμενικός φόβος για μόλυνση, ο οποίος πολλές φορές δεν ανταποκρίνεται ή τουλάχιστον δεν καταγράφεται στα αντικειμενικά δεδομένα.
Ως παράδειγμα αναφέρεται η Ελλάδα, όπου σε σχετικές έρευνες πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού εκφράζει φόβους ότι θα υποστεί μόλυνση από την κατανάλωση ακατάλληλου νερού στα επόμενα δύο χρόνια.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, το ποσοστό του πληθυσμού που όντως δηλώνει ότι υπέστη μόλυνση δεν ξεπερνά το 5%.
Όπως εξηγεί η Σάρα Γιανγκ, ερευνήτρια στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Midwestern, ακόμα και στις ΗΠΑ ή άλλες ανεπτυγμένες χώρες εκφράζεται έντονος φόβος για την ποιότητα του νερού, αλλά και για την ικανότητα των αρμοδίων να αντιμετωπίσουν πιθανά προβλήματα. «Ασφαλώς στις ΗΠΑ η μεγάλη εικόνα είναι ότι το πόσιμο νερό δεν εγκυμονεί κινδύνους» επισημαίνει η Γιανγκ. «Κι όμως, σε αυτή τη χώρα υπάρχουν δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι που έχουν περιθωριοποιηθεί και δεν έχουν πρόσβαση στο δίκτυο υδροδότησης. Ακόμα και εντός των ανεπτυγμένων χωρών υπάρχουν τεράστιες ανισότητες».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών